Όταν
όλοι πηγαίνουν στη θάλασσα εσύ πήγαινε στο βουνό.
Όταν
όλοι πηγαίνουν στο χωριό, εσύ πήγαινε στην πόλη.
Όταν
όλοι έρχονται εδώ , εσύ πήγαινε αλλού.
Η
συνταγή είναι δοκιμασμένη, «μην την
ψάχνετε».
Έτσι ,
λοιπόν την ώρα που όλοι πήγαιναν στην εκκλησιά για την πρωινή λειτουργία της
Κυριακής των Βαΐων , εγώ ανέβαινα
ολομόναχος στον Μέγα Κάμπο για την ανοιξιάτικη
λειτουργία της φύσης.
Εκεί
στην κορυφή, στην άκρη των υψωμάτων, ξάπλωσα στα χόρτα .
Απέναντί
μου τα χωριά και η θάλασσα
και πάνωθε μου ο ζεστός ανοιξιάτικος ήλιος.
Αισθανόμουν
ενοχές που συνέθλιψα το χορτάρι .
Αισθανόμουν
σαν να λέρωνα το τοπίο με την παρουσία μου.
Καθόμουν
ακίνητος για να μην ταράξω την πρωινή βόλτα του μυρμηγκιού επάνω στο χέρι μου.
Μασουλάω τρυφερά φύλλα
παπαρούνας. «Όπου νάναι θα
ανθίσουν και αυτές» σκέφτομαι.
Νυστάζω
και μισοκλείνω τα μάτια. Μπορεί και να κοιμάμαι. Μπορεί και όχι.
Κάπως
έτσι θα πρέπει να την πάτησε και ο Ρίπ Βάν Ουίνκλ.
Ξυπνάω,
λέει , και κατηφορίζω προς το χωριό.
Μόλις
φτάνω στα πρώτα σπίτια τα χάνω.
Αυτό
δεν είναι το χωριό μου!
Τα
σπίτια είναι όλα καλοφτιαγμένα και με όμορφα
χρώματα βαμμένα.
Δεν
υπάρχουν καλώδια της ΔΕΗ.
Δεν
υπάρχουν αυτοκίνητα στους
λιθόστρωτους και κατακάθαρους
δρόμους. Έχουν αντικατασταθεί από κάτι παράξενα οχήματα που αιωρούνται σταματημένα λίγο πάνω από το έδαφος.
Δεν
υπάρχει καν ο δρόμος που οδηγεί στην
Πόλη.
Μια
παρέα νεαρών μιλάει μια γλώσσα που
ελάχιστα μοιάζει με την δική μου. Μπαίνουν
σε ένα τέτοιο ιπτάμενο όχημα και φεύγουν στον ουρανό προς την μεριά της Πόλης.
Δεν
γνωρίζω κανέναν.
Δεν
υπάρχουν οι δικοί μου.
Στο
σπίτι μου μένουν άγνωστοι.
Μια ανακοίνωση έξω από ένα κτήριο που βρίσκεται εκεί που ήταν το σχολείο
μιλάει μάλλον για κάποιο φεστιβάλ . Κοιτάω την ημερομηνία στο κάτω μέρος και
ταράζομαι «Βαλανειό 28/4/ 2213».
Θεέ
μου!! Πήρα έναν ύπνο στον Μέγα Κάμπο και ξύπνησα διακόσια χρόνια μετά!!!!
Κοιτάω
γύρω μου ανήσυχος . Αν μιλήσω σε κανέναν θα καταλήξω σε κανένα ψυχιατρείο .
Ίσως με πάνε σε εργαστήρια για πειράματα. Μπορεί και να με βάλουν σε κανένα
Τσίρκο , να περνάνε τις Κυριακές τα παιδιά να με βλέπουν.
Κλείνω σφιχτά τα
μάτια να μην βλέπω.
Νοιώθω
να με τυλίγει το άγχος και ανοίγω τα μάτια μου.
Πάνω
μου τα πολύχρωμα λουλούδια και στο φόντο
το άπειρο του ουρανού.
Δεν
κουνιέμαι.
Το
μυρμήγκι έχει φύγει.
Λίγα
μέτρα από πάνω μου περνάει ένα ανυποψίαστο χαλκόνι με ένα υπέροχο
βολ πλανέ.
Ένας καλοθρεμμένος
μαύρος κοτσυφός κερομύτης
σηκώνεται κράζοντας τρομαγμένος.
Λίγα
μέτρα πριν την κρίσιμη στροφή για το χωριό ανεβαίνουν οι σφυγμοί μου.
Αντικρίζω
τα πρώτα σπίτια του χωριού και ανασαίνω με ανακούφιση.
Όλα
είναι στη θέση τους.
Τα
σπίτια και τα κακοφτιαγμένα καλύβια.
Το σκουριασμένο
πτώμα του Τσιγκουετσέντο , άταφο στην
άκρη του νεκροταφείου.
Τα
καλώδια της ΔΕΗ που δεν μπορούσα να βλέπω.
Ακόμα
και το σπίτι του Αθηναίου που το έβαψε πορτοκαλί στη μέση του χωριού.
Ο
Κόσμος μόλις γυρνάει από την εκκλησία.
Η
Γυναίκα μου διαβάζει στην πολυθρόνα χωρίς να μου δίνει σημασία.
Κοιτάω
με τρόπο το ημερολόγιο της χορωδίας στον τοίχο να βεβαιωθώ.
Κοιτάω
και το ρολόι πάνω από την πόρτα.
Ναι! Στο
μέλλον γύρισα αλλά μόνο τρείς ώρες μετά .
2 σχόλια:
Οταν συνθλίβεις το χορτάρι, ανοίγεις ένα μονοπάτι... Οπότε, μη στενοχωριέσαι!
Γειά σου γλυκειά ροδιά.
Δημοσίευση σχολίου