Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Η νήσος του Πάσχα


Κατηφορίζω προς το ΝΑΟΚ.

Τα πλοιάρια του Ναυτικού ομίλου Κέρκυρας λιάζονται στον πρωινό ανοιξιάτικο τσιμεντένιο μουράγιο.

Στην άκρη στα πέτσα δεν υπάρχει ψυχή.

Κάθομαι και αφήνω τα πόδια μου να αιωρούνται στο κενό.

Ένα ερωτευμένο ζεύγος  κοκοβιών κάνει τον πρωινό του περίπατο στον βυθό.

Ένα τσούρμο νεαρών κεφαλόπουλων παρελαύνουν αδιαφορώντας για την αύξηση του  πρωτογενούς  πλεονάσματος.

Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να διαταράξει την γαλήνη του κυριακάτικου ανοιξιάτικου πρωινού.

Κοιτάω στο βάθος την πάχνη πάνω από την Σαγιάδα και σκέφτομαι ότι το μόνο που μπορεί να συμβεί αυτή την ιερή στιγμή είναι να ξεπροβάλουν πίσω από τα βουνά της ηπείρου ένα σμήνος F16 και να βομβαρδίσουν την Κέρκυρα με βόμβες απεμπλουτισμένου ουρανίου.

Αν καταφέρουν να ξαναπετύχουν και αυτή τη φορά το δημοτικό θέατρο, αυτό το κρύο τσιμεντένιο μαυσωλείο που έφτιαξε η χούντα με αισθητική Πατακού, θα τους είμαστε για πάντα υποχρεωμένοι.

Δεν συμβαίνουν, όμως,  τέτοια πράγματα πάρα μόνο στην αρρωστημένη φαντασία ενός χρεωκοπημένου σιδηρουργού.

Εκεί που όλα πάνε καλά,  ξαφνικά αισθάνομαι ένα μυρμήγκιασμα στο αριστερό μου πόδι.

Το μυρμήγκιασμα δυναμώνει και γίνεται ανυπόφορο κουδούνισμα.

Σηκώνω το τηλέφωνο.

Έρχονται Λέει!

Ο Χριστός και η Παναγία!

Έρχονται το Πάσχα για δύο εικοσιτετράωρα!

Αδειάζει  το αίμα μου , μυρμηγκιάζει όλο μου το σώμα και αμέσως μετά δυνατή ταχυπαλμία.

Σηκώνομαι και παίρνω τον ανήφορο ανήσυχος.

Θυμάμαι πέρσι τέτοιες μέρες τους περίμενα στο λιμάνι.

Κατεβήκαν τσαλακωμένοι και ιδρωμένοι.

Ξεφόρτωσαν παιδιά , καρότσια, πατίνια, καλάμια ψαρέματος, βραστήρες, καφετιέρες, κλουβιά, σκυλιά με πτυσσόμενα λουριά και κιβώτια με ζωοτροφές.

Πήγα να χαϊδέψω ένα μαύρο ροτβαιλερ, να μην νομίσουν ότι δεν αγαπώ τα ζώα,  και παραλίγο να χάσω το χέρι μου σαν τον Μιγκέλ Θερβάντες στην ναυμαχία της Ναυπάκτου.

Θελαν να ξεκουραστούν, 
να πάνε για ποτό, 
να παρακολουθήσουν και την συναυλία με έργα Μπαχ στον Ντόμο γιατί είναι «μάστ», 
να προλάβουν και τους σαράντα πέντε επιτάφιους πατείς με πατώ σε, 
να ξαναπάνε για ποτό, 
να χάσουν το έναν σκύλο, 
να τον βρουν αλλά να χάσουν το κινητό, 
να το βρουν αλλά να μην θυμούνται που παρκάρισαν, 
να βρουν το αυτοκίνητο αλλά να τους έχουν «κλείσει», 
να τσακωθούν με κάποιον εξίσου αγχωμένο Αθηναίο και να πάνε γρήγορα για ύπνο, 
να ξυπνήσουν και να τρέχουν αλλόφρονες στους δρόμους γιατί από στιγμή σε στιγμή θα πέσουν τα κανάτια, 
να γυρίσουν πίσω νηστικοί , αγχωμένοι και τσαλαπατημένοι, 
το βράδυ ξανά πατείς με  πατώ σε στην ανάσταση, 
δεν προλάβαμε να κάνουμε μαγειρίτσα , 
ψάχνουν για μεταμεσονύκτιο εστιατόριο , 
να πάνε και για ποτό, 
να ξυπνήσουν και πρωί-πρωί να σουβλίζουν αρνιά και άντερα, 
να μην ψηθεί καλά το αρνί και να αρχίσει η γκρίνια, 
να μου πάρει το παϊδάκι από το χέρι μαζί με το δάχτυλο το ροτβάιλερ και να μην πω και κουβέντα.

Ακολουθούσα το ξέφρενο ατσελεράντο και αισθανόμουν σαν ακούσιος επιβάτης στο «τραίνο της μεγάλης φυγής».

Έφυγαν την Δευτέρα.

Ανασάναμε.

Φτάνω στο άγαλμα του Καποδίστρια και σκέφτομαι να μαζέψω όλα τα αγάλματα πάνω από το ΝΑΟΚ . 

Το Καποδίστρια , τον Σχούλεμπουργκ, τον Διονύσιο Σολωμό .

Να τα παρατάξω απέναντι από την θάλασσα.

Η Νήσος του Πάσχα.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Υπάρχει λύση κλέψε ένα σκάφος από τον ιστιοπλοϊκό κανε μια γύρα το αιγαίο για κανά δυο βδομάδες και γύρνα με το καλό του Αι Γιώργη και μετά....! Θα είναι σαν μην συνέβη τίποτα!
Άγγελος

Ανώνυμος είπε...

Πολυ καλο!