Το
περασμένο καλοκαίρι, ένα μεσημέρι, καθώς γύριζα στην πόλη σταμάτησα σε ένα εστιατόριο κάπου τσι Σινιές για φαγητό.
Είχε
ένα μικρό μπαλκονάκι στο πίσω μέρος . Απέναντί μου η θάλασσα και οι κοντινές ακτές
της νότιας Αλβανίας.
Τώρα
που το σκέφτομαι αυτό το «νότιας Αλβανίας» ήταν η αφορμή για να τσακωθώ με
έναν ηλίθιο φανατικό που μου είχε κάνει
την παρατήρηση (σε αυστηρό τόνο μάλιστα) διότι
κακώς χρησιμοποιώ τον όρο αυτό . Κανονικά θα έπρεπε να λέω (σύμφωνα με
την επιταγή του ηλιθίου) «Βόρειος Ήπειρος».
Του
είπα «άντε γαμίσου ρε σκατοφασίστα» και απειλήθηκε σύρραξη.
Μας
χώρισαν ψυχραιμότεροι.
Επανέρχομαι
στο μαγικό μπαλκονάκι του καλοκαιρινού εστιατορίου .
Ο
Σερβιτόρος μου φέρνει μια μερίδα γεμιστά
, μια ντοματοσαλάτα και μισό κιλό κρασί
με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα.
Σκέφτομαι
ότι δεν έχει όρεξη .
Δεν
μιλάω.
Γύρευε
τι μπορεί να του συμβαίνει του ανθρώπου.
Αφήνει
τα πιάτα και μονολογεί.
-«Μας
καταστρέψανε οι πούστηδες»
-«Ποιοι;»
ερωτώ αφελώς.
-«Αυτοί
εδώ απέναντι» μου λέει και μου
δείχνει τις απέναντι ακτές.
-«Οι
Αλβανοί;» ερωτώ αδιάφορα.
-«Μωρέ
ποιοι Αλβανοί! Οι δικοί μας , α θέλει ο
Θέος. Καταντήσανε την Κέρκυρα ερείπιο…. είμαστε
οι πρώτοι και γίναμε οι τελευταίοι… Να στείλουνε ένα καράβι οι Άγγλοι να ρίξει
δυό κανονιές να τελειώνουμε.»
«Φορτώνει»
και δεν ρίχνω λάδι στην φωτιά.
Έχουν
αρχίσει να πληθαίνουν εκείνοι που θάθελαν έναν πιο πλούσιο προστάτη.
Τα
παλιά χρόνια -έχω ακούσει - ψήφιζαν το πιο
πλούσιο για δήμαρχο.
Αν
ήταν προβατίνες θα ήθελαν έναν αυστηρό τσοπάνο
με στριφτά μουστάκια και πολλά τσοπανόσκυλα.
Σκέφτομαι
ότι μάλλον αδικώ τις προβατίνες.
Πεινάω
.
Αν
του φέρω αντίρρηση δεν θα με αφήσει να
φάω.
Τον
βλέπω να απομακρύνεται και σκέφτομαι ότι τα παλιά χρόνια, του τουρισμού και της εύκολης ζωής , μάλλον θα ήταν
ηγετικό στέλεχος στο μεγαλειώδες και ιστορικό κίνημα των Γκρίκ Λάβερς.
Εκείνη
την εποχή, της εποποιία της κλοπής των
ξένων τουριστών,
αν
έμπαινα στο μαγαζί και παράγγελνα θα έκανε ότι μπορούσε για να με διώξει.
Έκτοτε κύλισε πολύ νερό κάτω από τα γιοφύρια της «ανάπτυξης»
και οι ανέμελοι και
καυλωμένοι σερβιτόροι έγιναν «αγανακτισμένοι πολίτες» .
Και
όσο οι αγαναχτισμένοι δεν μπορούν να ονειρευτούν ένα (ανύπαρκτο) μέλλον καταφεύγουν ρακένδυτοι στα ερείπια ενός
καλύτερου (και υπαρκτού) παρελθόντος.
Έτσι βρέθηκα στον παράδεισο της μαλακίας.
Κάθομαι
στο παγκάκι και αμέτρητοι τρόφιμοι του παραδείσου μαλακίζονται δημοσίως
στα διπλανά παγκάκια.
Ο
Θεός στέλνει τα χερουβίμ προκειμένου να
επαναφέρουν την τάξη .
Ματαίως.
Τώρα
θα ακούσω όλες τις μαλακίες του
ανθρώπινου γένους μαζεμένες .
Αν
δυσανασχετήσω θα με πουν οι δικοί μου «σεχταριστή».
Κάνω
υπομονή.
1 σχόλιο:
χώσε!
και λίγα λες...
εγώ απογοητεύομαι σε καθημερινή πλέον βάση...
Δημοσίευση σχολίου