Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Η ασήμαντη στόρια ενός ερειπωμένου νερόμυλου


 Στα 1895 χτίστηκε  στο Ρικίνι,  δίπλα στο ποτάμι, ένας νερόμυλος.

Τώρα υπάρχουν μόνο μερικά ερείπια εκεί.

Οι χωριάτες από τσου Αγραφούς , τσου Αντιπερνούς , το Καβαλούρι, τσου Αγίους Δούλους και τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής πήγαιναν εκεί το γέννημα τους για άλεσμα.

Τον χτίσανε δυό φίλοι , ο Νικολέτος Ανυφαντής που ζούσε σε μια κατοικιά στο λιβάδι και λέγανε ότι ήτανε από το Βαλανειό και ο Βιτουλαδίτης Παύλος του Τζουάνη που λέγανε ότι είχε έρθει από τσου Ραφαλάδες.

Συμφωνήσανε να πουλήσουν τα κτήματά τους και να χτίσουν τον Νερόμυλο.
Ο Νικολέτος έφερε τα λεφτά όπως συμφωνήσανε.
Ο Παύλος δεν έφερε ούτε τα μισά.
Ο Νικολέτος αναγκάστηκε να δουλέψει εργάτης μαζί με τους μαστόρους για να φτάσουν τα λεφτά.
Έμεινε και μισοτελειωμένη την ξεχυτή «για αργότερα που θα βγάζανε όβολα».

Ο  Νικολέτος  δούλευε κάθε μέρα στο μύλο.
Ο Παύλος ερχότανε το μεσημέρι στο ζύγισμα.

Ο Παύλος είχε γυρίσει λίγο μια αόρατη βίδα πίσω από την μπελάντζα και έβγαζε το στάρι βαρύτερο. Έτσι παίρνανε περισσότερα «αλεστικά».

«Έτσι είναι το εμπόριο»  του έλεγε.

Ο Νικολέτος  έδινε κρυφά στους χωριάτες πίσω τη διαφορά.
Δεν του άρεσε το άδικο.

Είχε καθαρίσει τσι ρίβες του ποταμιού με πολύ κόπο και είχε βάλει κότες , πάπιες , κονέλια και δύο γίδες.

Είχε φτιάξει και «καθιστικό» δίπλα στο νερό από μια κομμένη καρυδιά που έμεινε στο καθάρισμα του ποταμιού.

Του Νικολέτου του άρεσε να διαβάζει. Πρέπει να ήταν ο μοναδικός στο  χωριό του που ήξερε λίγα γράμματα.

Μερικές φορές τα βράδια πέρναγε από τον μύλο μια κοπέλα με το άλογό της που λέγανε ότι ήταν «αερικό» και ερχότανε από κάπου  πέρα από την «Αναχαράβη» και πήγαινε στο σπίτι του Ντίνου του Θεοτόκη από τσου Καρσάδες .

Οι χωριάτες τηνε κακολογούσαν γιατί «που ακούστηκε μια κοπέλα τσι παντρειάς να ξημερώνεται σε ξένο σπίτι;».
Λέγανε ότι ήτανε μορόζα του Ντίνου που ήτανε παντρεμένος και λέγανε ότι γινοτανε «Σόδομα και Γόμορρα» εκεί μέσα.

Τήνε γνώρισε ο Νικολέτος. Σταμάταγε εκεί να ποτίσει το άλογο της και του μιλούσε για παράξενους ανθρώπους από τα Σφακερά  , από τσι νυμφές και από τσου Πάγους που γνώριζε και γράφανε «στόριες»  και ποιήματα.

Τηνε λέγανε Ρήνη Δενδρινού.

Του χε φέρει και μερικά που τα διάβαζε στο «καθιστικό» δίπλα στο ποτάμι ξανά και ξανά και τάχε μάθει απέξω.

Πήγε και στη χώρα μια φορά που είχανε το καφενείο τους οι ποιητές και κάθισε σιωπηλός σε μιαν άκρη.

Δεν ήξερε κανένανε.

Μιλούσαν για παράξενα πράματα και ήτανε , λέει, «σοσιαλιστές».

Ο Παύλος στο μεταξύ ερχόταν όλο και λιγότερο στο μύλο για δουλειά.
Τον είχε κάνει κομματάρχη ο Τζόρτζης ο Θεοτόκης που ήτανε με τον Τρικούπη.

Πηγαινοερχόταν στη χώρα συχνά και τα βράδια γύρναγε τα χωριά και μάζευε ψήφους «από κουζίνα σε κουζίνα».

«Έτσι είναι η πολιτική» έλεγε του Νικολέτου.

Είδε και απόειδε ο Νικολέτος και πήγε στο δικαστήριο να καταγγείλει την «σεμπριά» με τον Παύλο.

Τον αποζημίωσε  «βάσει νόμου» και συνέχισε μόνος του για μερικά χρόνια ακόμα.

Ήθελε να γράφει και αυτός «στόριες» αλλά δεν ήτανε «για μεγάλα πράματα».

Τα βράδια έγραφε μικρές αληθινές ιστορίες  σε ένα τετράδιο που «δεν είχανε καμιά αξία».

Πολλά χρόνια αργότερα κάποιος βρήκε το τετράδιο και το έστειλε στο τυπογραφείο.

Ελάχιστα αντίτυπα πουληθήκανε και ο «εκδότης» έκλαιγε τα λεφτά του.

Έπεσε ένα σχισμένο αντίτυπο στα χέρια του πατέρα μου και το διάβαζε με ενδιαφέρον στην κουζίνα ανακατεύοντας το φαί.

Τούπεσε μέσα στην κατσαρόλα με την σούπα.

Έβαλα τις φωνές.

Τόβγαλε με την κουτάλα.


Θυμάμαι τις στόριες του Νικολέτου Ανυφαντή κάθε που περνάω από κει.