Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Ελαφροπατώντας


Ο «Δημητράκης» ελαφροπατάει.

Δύσκολα αντιλαμβάνεται κανείς την παρουσία του.

Ανοίγει το πρωί την πόρτα του και βγαίνει στον μπότζο του.

Αφήνει την πόρτα μισάνοιχτη. Κοιτάει προς το Σιδάρι  σκεφτικός. Φαντάζομαι εκτιμά  τον σημερινό καιρό για να πάρει τις αποφάσεις του.

Κοιτάει ψηλά την κληματαριά του. Χαϊδεύει απαλά τα φύλα με έναν τρόπο που θα τον ζήλευε και η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου.

Σκύβει σοβαρός και περνάει τα δάχτυλά του απαλά πάνω από τα λουλούδια του μπαλκονιού.

Μπαίνει ξανά μέσα και βγαίνει αθόρυβα με ένα μπουκαλέτο στο χέρι.

Ρίχνει λίγο νερό σε κάθε πιτέρι σαν να το μετράει.

Κατεβαίνει αργά την εξωτερική σκάλα και αδειάζει προσεκτικά το υπόλοιπο νερό στην τσίγκινη λεκάνη κάτω από τη σκάλα. 
Η Τσίγκινη λεκάνη κάτω από τη σκάλα του Δημητράκη είναι γνωστή σε όλο το ζωικό βασίλειο της γειτονιάς.

Ανεβαίνει τη σκάλα προσεκτικά και αθόρυβα σαν να φοβάται μην γκρεμιστεί.

Ο Δημητράκης ελαφροπατάει  τόσο ώστε, αν δεν είσαι παρατηρητικός,  δεν θα είσαι ποτέ σίγουρος ότι πέρασε από μπροστά σου.

Μιλάει ελάχιστα και χαμηλόφωνα. Ίσα μια καλημέρα και ένας χαιρετισμός με το ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού.

Είναι  αυθεντικός Κερκυραίος αγρότης.

Οι Αγρότες άλλων περιοχών με τους μεγάλους κάμπους, τις τερατώδεις θεριζοαλωνιστικές μηχανές , τα τεράστια τρακτέρ και τα  μεγάλα ποτάμια θα γέλαγαν βλέποντάς τον.

Τα λιγοστά εργαλεία του είναι στην αποθήκη κάτω από την σκάλα. Η Πόρτα της αποθήκης είναι μονίμως ανοιχτή για να μπαίνουν τα βράδια οι γάτοι της γειτονιάς. 
Το κτήμα του δεν ξεπερνάει τα τέσσερα στρέμματα. Έχει Ελιές , νερατζιές , λεμονιές, ροδακινιές ,  αμπέλι, λαχανικά και δίπλα στο ξύλινο πορτόνι μια νεσπολιά.  Έχει και κότες και γίδα.

Ο Δημητράκης στα νιάτα του ήταν πολύ καλός μουσικός. Έχει ακόμα δίπλα στο κρεβάτι του το θρυλικό του ακορντεόν με τα πολλά μπάσα. Ολόκληρη ορχήστρα! Παίζανε στα πανηγύρια. Ο Πατέρας μου βιολί και ο Δημητράκης ακορντεόν.

Τις προάλλες τραγουδούσαμε στο σπίτι μου. Πολλοί νόμισαν ότι θα τον ανησυχούσαμε.

 Τους καθησύχασα.

Ο Δημητράκης είχε ανοίξει δυό δάχτυλα την πόρτα του και στεκόταν όρθιος από πίσω.

Είπαμε και μερικά τραγούδια που του άρεσαν.

 Ήξερα ότι μας ακούει.

Το πρωί περνώντας με καλημέρισε ευχαριστημένος . Μου χαμογέλασε συνωμοτικά σαν να ανήκαμε στην ίδια μυστική αίρεση.

Ο Δημητράκης ελαφροπατάει . Αν είσαι αφηρημένος δύσκολα καταλαβαίνεις το πέρασμα του.

Κατά τις έντεκα ανεβαίνουμε στην «Μπέλα βίστα» για καφέ.  Η θάλασσα εκπέμπει εκατομμύρια μικρούς σπινθηρισμούς στο σύμπαν.

Βόρεια κοιμάται τον Αγγελόκαστρο. 
Αιώνες απέναντι από τον μοναδικό του σύντροφο, το κάστρο του Γαρδικιού. Δεν είναι τυχαία το ένα απέναντι στο άλλο.

Καλημερίζω έναν κλασικό φασαριόζο αφροαμερικάνο με αθλητικό σορτς και αθλητική φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης. Παραξενεύεται ευχάριστα και ανταποδίδει. Δεν συνηθίζεται, φαίνεται, να καλημερίζονται οι άνθρωποι στα μέρη του.

Κατηφορίζουμε προς τους Λάκωνες.

Μούρχωνται στο μυαλό τα μοναδικά κρεμμύδια τους. Είναι κάτασπρα και τεράστια και έχουν εξαιρετική γεύση. 
Θάθελα τώρα νάχα λίγο φρέσκο ψωμί με πράσινο λάδι και ένα κρεμμύδι  κομμένο στα τέσσερα.

Σκέφτομαι ότι ο Δημητράκης  τώρα θα ανακατεύει αργά το ατομικό του τσουκάλι με τα κολοκυθάκια του.

Με προσοχή .


Αλαφροπατώντας.

1 σχόλιο:

Μαρίτσα είπε...

τι εξωπραγματικό ζευγάρι ήταν με τη γυναίκα του...