Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Ο Τελευταίος των Πακιστανών



Ξεκίνησα το Σαββάτο το πρωί για ένα από τα σπάνια και δυσεύρετα μεροκάματα του μήνα.

Ουσιαστικά δεν ήταν μεροκάματο αλλά υποχρέωση προς κάποιον .
Είχα στην τσέπη μου είκοσι ευρώ.
 Στο πρώτο βενζινάδικο γίνανε δεκαπέντε.

Στου Τζάβρου, στα φανάρια , βλέπω  από μακριά έναν  σκουρόχρωμο αδύνατο και  μικρόσωμο άνδρα να περιδιαβαίνει ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα και να καθαρίζει τζάμια.

Παραξενεύομαι. Είναι καιρός που έχω να δώ Πακιστανούς στα φανάρια. Οι περισσότεροι έχουν φύγει η τους έδιωξαν.

Όσο πλησιάζω τον αναγνωρίζω.

Ο  Αζιφ δούλευε παλιότερα σε ένα βενζινάδικο  στου Σγόμπου. 
Σταμάτησα να βάλω βενζίνα στο  παπί. Ερχόταν από την Κορακιάνα ένα φορτωμένο σύννεφο με βροχή και αστραπόβροντα .Αναγκάστηκα να περιμένω να περάσει.

Όταν ξεθάρρεψε μου είπε για το χωριό του και την οικογένεια του. 
Πίστευε ότι «αρκεί να έχεις όρεξη για δουλειά και θα τα καταφέρεις».
Τον χαιρετώ .  Με θυμάται και χαμογελάει. Μου καθαρίζει το τζάμι. Του δίνω ένα ευρώ και τον ρωτάω:  «Που είναι οι άλλοι;».
Μου απαντάει με μια φευγαλέα και θλιμμένη ματιά.

Ταράχτηκα.

Δεν ήταν η συνηθισμένη θλίψη που συναντάς  παντού.
Είχα την αίσθηση ότι αυτό ήταν η απόλυτη θλίψη κάποιου που έμεινε  μόνος από μια ολόκληρη  οικογένεια , η από μια ολόκληρη φυλή, η από ένα ολόκληρο γένος.

Δύσκολα μπορεί να κατανοήσει κανείς ένα τέτοιο συναίσθημα.

Κοίταζα τον  Αζίφ από το καθρεφτάκι μόνο  πάνω στην νησίδα και το ρολόι απέναντι έδειχνε «35 υπό σκιάν».

Έχω μείνει με δεκατέσσερα ευρώ.

Στο Μπαρμπάτι  βγάζω  φλας και μπαίνω στην «βίλα» που θα δουλέψω.

Για ενοικιαζόμενο σπίτι με μερικά ενοικιαζόμενα δωμάτια δίπλα επρόκειτο,   αλλά αφού ήθελε να λέγεται βίλα ας μην του το χαλάσουμε.
Ο Ιδιοκτήτης της «βίλας» κάνει  την καμαριέρα.
Εγώ πρέπει να αναστηλώσω ένα μισοπεσμένο  κιόσκι πάνω από μια «παραδοσιακή» πέτρινη βρύση δίπλα στην πισίνα.

Δεν φτάνει ο ήλιος που έχω από πάνω μου , με βομβαρδίζει η θερμοκρασία και οι πυρωμένες σπίθες της  ηλεκτροκόλλησης.

Ο Ιδρώτας  πλέον τρέχει από παντού.

Περνάει ο ιδιοκτήτης με κάτι διπλωμένα σεντόνια στο χέρι.

«Μπά! Έχουμε αναχωρήσεις;» ρωτάω ελαφρώς ειρωνικά.
«Τι βλέπω! Έχεις κάνει φοβερό μαύρισμα!» μου απαντάει στον ίδιο τόνο.
«Όλη μέρα στην πισίνα είναι να μην μαυρίσεις;» του απαντώ.

Φεύγω το μεσημέρι εξαντλημένος και μούσκεμα από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
Μέχρι και το πορτοφόλι μου με την ταλαιπωρημένη μου ταυτότητα και τα λεφτά έχουν μουσκέψει.
Οδηγώ και σκέφτομαι ότι είναι ώρα να με πιάσει η «Υπηρεσία Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος».
Ο Ιδρώτας και τα εργαλεία αποτελούν ατράνταχτη απόδειξη ότι δούλευα σκληρά.
Θα με πάνε αυτόφωρο  και την άλλη μέρα θα οδηγηθώ ενώπιον ου δικαστηρίου.

«Κατηγορούμενε είναι αλήθεια ότι εργαζόσουν παρανόμως;»
«Μάλιστα κύριε πρόεδρε …αλλά χωρίς αμοιβή.»
«Πως μπορείς να στηρίξεις τον ισχυρισμό σου αυτόν κατηγορούμενε;»
«Λυπάμαι κύριε Πρόεδρε δεν δύναμαι.»
Το σφυρί πέφτει με δύναμη στην έδρα.
«Ένοχος!.... Το δικαστήριο επιβάλει στον κατηγορούμενο την εσχάτη των ποινών… Λύεται η συνεδρίασις».

Συνέρχομαι και κατεβάζω ταχύτητα κάθιδρος .

Ο Αζίφ είναι ακόμα στου Τζάβρου.

Πρέπει να είμαι και  εγώ ο τελευταίος εναπομείναντας.

Το βράδυ ανεβαίνω στο χωριό. Η Χορωδία μας έχει την ετήσια επίσημη συναυλία της στην  πλατεία.
Συναντάω πολλούς φίλους . Έχουν έρθει και μερικά παιδιά από την πόλη . Έφεραν  και τα όργανα για μετά.
Ο Φόντας και η Έλενα και ο Θοδωρής και η Αννούλα  και άλλοι μας τραγουδούν:

«Μια βελονιά, δυό βελονιές στην τρίτη αναρωτιέται:
«Αχ πως γιατσώνουν οι καρδιές και η αγάπη λησμονιέται»

Συνεχίζουμε αργότερα στον μπότζο.

Η Βασιλική με την μαγική κιθάρα της που θάθελε «..νάχαμε , λέει , δυό τσιγάρα και δύο για μετά..» και τότε «…θάταν ο κόσμος μαγικός , παράδεισος η πλάση…».
..και ο Αλέξανδρος που τραγουδάει και σωπαίνουμε  όλοι.
…και η Έλλη η Χωροπισκαδίτισα με το βιολί της και το γέλιο της .
… και η Μαρία με την φλογέρα.
..και η Κάτια καθισμένη στο σκαλί που τραγουδάει χαμογελαστή.

Έτσι βουλιάζαμε στην αγκαλιά της νύχτας.

Ξεθάρρεψαν και οι γεροντότεροι  ,  παραβίασαν το πρωτόκολλο του ύπνου  και ήρθαν ένας –ένας κάτω από τον μπότζο να ακούσουν.

Η Αρετή  ,  η Σοφία, ο Σπύρος , η Νίτσα , Η Κατερίνα  και ο «Νικολάκης» που κρυφάκουγε πίσω από το παράθυρο του.

Και  σκεφτόμουν:  

«Λάθος κύριοι! Δεν είμαι ο τελευταίος των Πακιστανών.»

Φαίνεται ότι σκεφτόμουν αρκετά  δυνατά γιατί ο Θοδωρής  γυρνάει και μου λέει σοβαρά:


Μην πίνεις άλλο …θα σε πειράξει.

4 σχόλια:

KOYKLITIS είπε...

Περιττό να σου πω πως το κείμενο (όπως συνήθως) είναι γουστοζικο και δεν κάνω τον κόπο να σου μιλήσω γιαυτό.
Μια απορία έχω:στο αυτοκίνητο έβαλες 5€ βενζίνη;αν είναι έτσι τότε αισθάνομαι κροίσος αφού εγώ δεν έφτασα ακόμη εκεί;
Να νιώθω τύψεις που εγω είμαι πλούσιος και βάζω 20€;

Il Trovatore είπε...

Ακριβώς

Ανώνυμος είπε...

Εκεί κοντά στα φανάρια τουριστικός επιχειρηματίας τα χαράματα ψωνίζει στη λαϊκή, ατις 08:00 σερβίρει πρωΪνά, στις 10:30 καθαρίζει τα δωμάτια. Στις12:00 μαγειρεύει και σερβίρει γεύμα στις 20:00 σερβίρει βραδυνό και στις 23:00 βάζει στολή τσολιά και ρίχνει και ένα τσάμικο...πιστεύει πως δεν είναι πακιστανός.

Il Trovatore είπε...

χαχαχαχα!!!