Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Ο διάδοχος ενός ανόητου βασιλιά


Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας  βασιλιάς μέσα σε  ένα τεράστιο παλάτι.

Κανείς δεν είχε μπορέσει ποτέ να μετρήσει  τα δωμάτια του.

Ακόμα και ο ίδιος ο βασιλιάς που είχε επιβλέψει την κατασκευή του  παλατιού του είχε χαθεί πολλές φορές  μέσα στους  δαιδαλώδεις διαδρόμους του.

Δεν του έφτανε όμως το ένα παλάτι . Κάλεσε , λοιπόν, τους  καλύτερους  αρχιτέκτονες   από όλη τη χώρα και τους ανέθεσε να του φτιάξουν παλάτια παντού.

Έφτιαξε τόσα πολλά παλάτια που δεν θυμόταν που ήταν το καθένα.

Κάθε που πήγαινε να μείνει για λίγες μέρες σε ένα από τα παλάτια ,του  έμπαινε η ιδέα να φτιάξει άλλο ένα.

Έτσι δεν μπορούσε να χαρεί ποτέ τα πλούτη του και για να παρηγορηθεί  έπιασε γκόμενα μια πεντάμορφη σταρ του σινεμά που όλοι την ποθούσαν.

Η Σταρ , όμως παρά τα κουνήματα ,τα νάζια και τα σκέρτσα της ήταν πολύ κρύα στο κρεβάτι και ο βασιλιάς ,είδε και αποείδε ,και τάφτιαξε με μια καμαριέρα.

Η καμαριέρα  ήταν πολύ φλογερή γυναίκα αλλά του βασιλιά δεν του σηκωνόταν  στην σκέψη και μόνον ότι , κοτσάμ βασιλιάς , θα πάει με ένα δουλικό.

Έτσι πέρασαν τα χρόνια ώσπου έγινε ένα δημοψήφισμα και τον έδιωξαν.

Ο έκπτωτος βασιλιάς ζει τώρα σε ένα ανήλιαγο δωμάτιο στο βροχερό Λονδίνο.

Εκείνο που τον ενοχλεί περισσότερο είναι ότι  όταν λέει  ότι  είναι ο εξόριστος βασιλιάς των Ελλήνων  τον  ρωτούν «Ποιοι είναι αυτοί;».

Κάποιος μάλιστα κακοήθης υπέθεσε ότι είναι μια γνωστή φυλή της Νέας Ζηλανδίας που οι πολεμιστές της συνηθίζουν να στολίζουν με διάφορα αξεσουάρ τα γεννητικά τους όργανα.

Το σπουδαιότερο παλάτι του , στο Μόν Ρεπό,   έχει γίνει μουσείο . Είναι μέσα σε ένα κατάφυτο δάσος  με αιωνόβια δένδρα.

Κάθε  απόγευμα πηγαίνω  με το ποδήλατό μου εκεί.

Μου φτιάχνει έναν καφέ ο φύλακας του μουσείου και μου τον φέρνει στο μπαλκόνι απέναντι από την θάλασσα.

Πίνω μερικές γουλιές και ανάβω το τσιγάρο μου αγναντεύοντας την θάλασσα.

Αργότερα παίρνω παραμάσχαλα την πετσέτα μου και κατεβαίνω από ένα μικρό μονοπάτι ανάμεσα από τεράστια δένδρα σε μια ατομική αμμουδιά που διαμορφώθηκε για να κάνει το μπάνιο του ο  Μεγαλειότατος  και που ουδέποτε την επισκέφτηκε  γιατί είχε πολλές δουλειές  .

Ξεβρακώνομαι, τεντώνομαι και ,  έτσι όπως με γέννησε η μάνα μου, πέφτω στη δροσερή αγκαλιά του Ιονίου.

Αργότερα βγαίνω σκουπίζομαι με την πετσετούλα μου , φοράω τα  ρουχαλάκια μου και ανηφορίζω νωχελικά το ατομικό μου μονοπάτι.

Στο μπαλκόνι του παλατιού με περιμένει ο υπόλοιπος καφές.

Έχω  μερικές μποτίλιες άσπρο κακοτρύγη στο σπίτι.

Σκέφτομαι να φέρω δυο τρείς , να τις βάλω στο ψυγειάκι του φύλακα, να φέρω και σε ένα ταπεράκι  λίγες ελιές,  λίγη μοντζαρέλλα , λίγο σαλάμι , και καμιά ντοματούλα.

Να κάνω και κανένα μεζεδάκι  βρε αδελφέ!

«Πιάνομαι»  σε αυτή την πλαστική καρέκλα.

Κάποια μέρα λέω  να διεκδικήσω τον θρόνο.

 Θα τον βάλω στο μπαλκόνι  να  κάθομαι ποιο αναπαυτικά.

Τον έχουν στο υπόγειο του μουσείου και αραχνιάζει.


Κρίμα είναι .

2 σχόλια:

Κατερίνα είπε...

Άρχοντας είσαι!
Μια βουτιά και για μένα, παρακλώ, που γυρνοβολάω σε άλλο νησί απ' αυτό που έχω στην καρδιά μου.

Il Trovatore είπε...

Κατερίνα γύρνα πίσω!!!