Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

440 Hz/sec


 Ο Πασκουάλε  δούλευε χρόνια σκυφτός στο πάγκο.

Η κατασκευή των μαντολίνων ήταν γι αυτόν μια γιορτή,  ένα πάθος  και μια εσωτερική  υπόθεση.

Η πώληση του μαντολίνου ήταν πόνος , αποχωρισμός,   βουβό κλάμα και συντριβή.

Πίστευε πάντα ότι τα μαντολίνα είναι φτιαγμένα για σερενάτες . Ο ήχος έπρεπε να είναι μαλακός,  νυχτερινός ,γαλήνιος.
Οργίζονταν όταν άκουγε για  καινοτομίες  που έδιναν έναν σκληρό και κοφτό ήχο.

Σαν να προσπαθούσαν να αντιγράψουν τους ήχους μιας σκληρής και κοφτής εποχής που ερχόταν.

Δούλευε κυρίως τις νύχτες στο ισόγειο εργαστήριο  του σε ένα καντούνι του λιμανιού της Νάπολι.

Οι κάτοικοι της παλιάς πόλης τον θεωρούσαν έναν απόμακρο και ιδιόρρυθμο τεχνίτη μουσικών οργάνων.

 Το μαντολίνο Νο 53 ξεκίνησε το ταξίδι του ένα απόγευμα της  Δευτέρας 15 Ιουνίου στα 1891.

Φορτώθηκε μαζί με κιβώτια σαλάμια , τυριά και  υφάσματα για τον Τάραντα και από κει, την άλλη μέρα, θα έφτανε στο Μπρίντιζι για να συνεχίσει το ταξίδι του με το πλοίο.

Partire  un po di morire» ( η αναχώρηση είναι ένας μικρός θάνατος),  συνήθιζε να λέει  ο Πασκουάλε κάθε που πήγαινε το «εμπόρευμα»  για φόρτωμα.

Την Τετάρτη 17 Ιουνίου στα 1891  ξέσπασε κακοκαιρία και η θάλασσα έβγαζε φίδια. Οι ναύτες πάλευαν να κρατήσουν στέρεα δεμένα τα κιβώτια με τα εμπορεύματα.

 Το καράβι   τρόμαξε να περάσει τους Οθωνούς.
Μετά θα  έκοβε ο Γαρμπής και το ταξίδι προς την Κέρκυρα θα ήταν εύκολο.

Το μαντολίνο Νο 53 πωλήθηκε σε μια Κερκυραία κυρία που το αγόρασε για τον μικρό της γιό.

Ο Γιός μεγάλωσε παντρεύτηκε και το μαντολίνο έμεινε κλεισμένο σε μια μικρή αποθήκη  στην σοτοσκάλα.

Η γυναίκα του  συμπάθησε ένα παιδάκι που πέρναγε κάθε μέρα μπροστά από το σπίτι της και πήγαινε στο ωδείο και του χάρισε το μαντολίνο.

Το μαντολίνο του Πασκουάλε Νο 53 άλλαξε ιδιοκτήτη και βρέθηκε ξαφνικά στα χέρια ενός μικρού μαθητή που γρήγορα το βαρέθηκε γιατί του άρεσαν τα πνευστά.

Το μαντολίνο του Πασκουάλε ξαναμπήκε σε αποθήκη  και έκτοτε μετακόμισε πολλές φορές μαζί με παλιές καρέκλες , ντουλάπια, και σιδερένια κρεβάτια.

Είδε μέσα από τις χαραμάδες της ξύλινης πόρτας της αποθήκης  κηδείες ,γάμους, βαφτίσια, απελευθερώσεις , πολέμους ,κατοχές, καυγάδες , γλέντια και φρικτά εγκλήματα.

Κάποια μέρα άνοιξε η πόρτα της αποθήκης και το φόρτωσαν σε ένα φορτηγάκι μαζί με άλλα παλιοπράματα για τον σκουπιδοτενεκέ.

Ήταν ήδη σε κακή κατάσταση. Σπασμένο σε πολλές μεριές και ξεκολλημένο σε αρκετά σημεία. Σχεδόν δεν ανάσαινε καθόλου. Του είχαν μείνει μόνο οι σκουριασμένες Ρέ και σόλ.

Λίγο πριν το λιώσουν εντελώς τα τεράστια σιδερένια  δόντια  του σκουπιδιάρικου βρέθηκε στα χέρια μου.

Ο Πατέρας του μικρού μαθητή σκέφτηκε να μου το δώσει «μήπως και φτιάχνεται».

Το μαντολίνο Νο 53 του Πασκουάλε από την παλιά πόλη της Νάπολι  ανέβηκε ξανά στον πάγκο και μπήκε κάτω από μεγεθυντικούς φακούς .

Μικρές καρφίτσες,  ειδικές κόλλες, λεπτά  εργαλεία , βερνίκια και κεριά ανέλαβαν να επαναφέρουν στην ζωή το μαντολίνο του κυρίου Πασκουάλε.

Μετά από μέρες οδυνηρών εγχειρήσεων ξανάρθε στην ζωή.

Φόρεσε τις καινούργιες του χορδές.

Αισθάνεται να κουρδίζουν την Λα με ένα περίεργο ηλεκτρονικό όργανο.

Η Οθόνη δείχνει 440Hz/sec.

Ακριβώς Λά.

Νομίζω ότι  εκείνη τη στιγμή χαμογέλασε ο Πασκουάλε σκυμμένος πάνω στον πάγκο του εργαστηρίου του.


Η μου φάνηκε;