Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

ΤΣΙ ΜΟΥΛΑΣ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ



Γενιές μεγαλώσαμε με το παραμύθι  «Τσι μούλας το πήδημα».
Κάθε αφηγητής ξεκίναγε με τα εξής λόγια: «Αυτή η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα».
Ήτανε λέει, τα χρόνια τα παλιά , μια βασιλοπούλα που έμενε σε ένα κάστρο στην κορυφή ενός  παράξενου βουνού.
Κάποια μέρα , εκεί που έκανε βόλτα με το μουλάρι της  βλέπει στο βάθος να ανηφορίζουν στο βουνό οι πειρατές που μόλις  είχαν αποβιβαστεί στην ακτή.
Η Βασιλοπούλα , απελπισμένη σκέφτηκε ότι θα την βιάσουν  , έδεσε τα μάτια του μουλαριού, έδεσε και τα δικά της και έπεσε μαζί με το μουλάρι σε έναν φοβερό γκρεμό. Έκτοτε η τοποθεσία στην  πλαγιά του βουνού ονομάζεται  «Τσι μούλας το πήδημα».
Οι Ιστορικοί , βέβαιά  λένε ότι ,αν συνέβη κάποιο παρόμοιο γεγονός στην περιοχή,  θα πρέπει να έγινε στην διάρκεια της βυζαντινής εποχής όπου στην συγκεκριμένη περιοχή υπήρχε Βίγλα (Παρατηρητήριο ακριτών).
Εκεί βρέθηκα την Κυριακή το πρωί κάνοντας τον καθιερωμένο μου  και μοναχικό περίπατο.
Πάντα παίρνω μαζί μου την μαρέντα μου (κολατσιό) , χαρτί  κουζίνας για κάθε χρήση , ένα μικρό σουγιά , τον καπνό μου και, όποτε έχω όρεξη, το μαντολίνο μου.
Ακολουθώ , δε, πάντα πιστά την προτροπή των παλαιοτέρων «Χέσε ψηλά και αγνάντευε».
Είμαι με κατεβασμένα τα παντελόνια στην άκρη του γκρεμού και αγναντεύω τα πέρατα ανέμελος.
Δίπλα μου μια οχιά βγήκε να λιαστεί  στο μπαλκόνι.  Όπου να ναι  μπαίνει ο χειμώνας και θα κλειστεί μέσα . Με βλέπει , γυρίζει αργά και ξαναμπαίνει μέσα.
Σκέφτομαι τι θα μπορούσε να συμβεί  αν αποβιβαζόταν σήμερα  οι πειρατές στην ακτή.
Αν , ας πούμε,  αποβιβαζόταν ο Τζόνυ Ντέπ με το ασκέρι του , το πιο πιθανό ήταν ότι θα μαζευόταν οι βασιλοπούλες από τα γύρω  κάστρα και θα περιμένανε εναγωνίως στη σειρά να τις βιάσει.
Θα μου πείτε « Δεν αυτοκτονούν σήμερα οι βασιλοπούλες;». Ασφαλώς και αυτοκτονούν , αλλά για άλλους λόγους , πιο σοβαρούς.
Ξέρω, για παράδειγμα μια βασιλοπούλα που  ο πατέρας της  της αγόρασε (με το εφάπαξ)   ένα τζιπάκι  Σουζούκι  εννιακόσια κυβικά. Κατεβαίνει το Σαββατόβραδο στην Αχαράβη. Πίνει το ποτό της στην Βεγγέρα  με το χαρτζιλίκι της  γιαγιάς. Απόψε τα χάλασε με τον δικό της. Πάει στο ΑΤΜ να πάρει είκοσι ευρώ , να συνεχίσει την βραδιά  αλλά « Το υπόλοιπο του λογαριασμού δεν επαρκεί για την συναλλαγή «
Δεν της έβαλαν  ακόμα το μισθό   του Αυγούστου από το ξενοδοχείο που δούλευε. Μου λέει ότι  «δεν γίνεται τίποτα». Θέλει να αυτοκτονήσει. Της λέω να ανέβει με το Τζιπάκι το βουνό και μόλις  φτάσει «Τσι μούλας το πήδημα» να σβήσει τα φώτα και να το πάρει όλο δεξιά.
Γύρευε τι παραμύθια θα λένε στα παιδιά τους οι επόμενες γενιές.
Άλλες εποχές , άλλα ήθη.
Θυμάμαι τον φίλο μου τον Γιώργο της γενιάς του Ροκ εντ Ρολ.
Γυρνάγαμε με το αυτοκίνητό του από τα Γιάννενα (από τον παλιό δρόμο) αμίλητοι, αδέκαροι  και νηστικοί.
Λίγα χιλιόμετρα έξω από την Ηγουμενίτσα  μας κάηκε η μηχανή.
Κατέβηκε μεγαλοπρεπώς  πήρε το κατσαβίδι (με το οποίο άναβε τα φλάς) , με κοίταξε σοβαρά , ανασήκωσε το φρύδι του και ξεβίδωσε τις πινακίδες.
-«Σπρώξε» μου λέει.
Το αυτοκίνητο  έπεσε στο γκρεμό και σταμάτησε εκατό μέτρα παρακάτω διαλυμένο.
Συνεχίσαμε πεζοί με τα πράγματα και τις πινακίδες στο χέρι.
Στο δρόμο τον είδα συνοφρυωμένο.
-«Τι συμβαίνει;»  του λέω.
-«Δεν ανατινάχτηκε» μου λέει « Πώς γίνεται και στις ταινίες όταν πέσει ένα αυτοκίνητο στο γκρεμό ανατινάζεται πάντα;»
Σηκώνω  το παντελόνι μου  και παίρνω το δρόμο της επιστροφής. 

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Και που να σε είχε πιάσει και διάρροια! Τι θα έγραφες?

Il Trovatore είπε...

Θα έγραφα τον Γουλιέλμο Τέλλο του Ροσίνι.

akrat είπε...

όλα τα καλά στην ιδιαίτερη στάση παράγονται...