Προχτές αργά (στο Μπαρ το ναυάγιο) βρέθηκα να τα πίνω με μια
καλή φίλη.
Στο δεύτερο ποτό μου
αφηγήθηκε μια ιστορία .
Ερχόταν , λέει, στην Κέρκυρα με το αεροπλάνο και την ώρα που
χαμήλωνε για την προσγείωση , κοιτάει από το παράθυρο και τι να δει;. Από τα
φτερά έβγαινε ένας άσπρος καπνός .
-«Αυτό ήταν !» μου λέει
« Μας ψεκάζουν!».
Άκουγα σιωπηλός.
Μου ήρθε στο μυαλό η αφήγηση ενός καλού φίλου για μια άλλη
προσωπική του εμπειρία πριν από χρόνια.
Είχε διπλαρώσει μιαν
έμορφη επισκέπτρια και έψαχνε να
βρει τρόπο να την ξεμοναχιάσει.
Επειδή ήταν πάντα έμπειρος εραστής , πρώτα την άφησε να του
εκδηλωθεί ιδεολογικοπολιτικά και ύστερα να «παίξει» αναλόγως.
Η επισκέπτρια είχε οικολογικές ανησυχίες . Πίστευε ακράδαντα ότι η οικολογική συντέλεια του κόσμου είναι αναπόφευκτη.
Σκέφτηκε λοιπόν , ο αθεόφοβος Κερκυραίος εραστής, να την
πάει εκδρομή στην μαγικότερη τοποθεσία
που ήξερε και πίστευε ότι , εκεί μέσα στο μεγαλείο της φύσης, θα κάμπτονταν οι
αντιδράσεις της γκρινιάρας ακτιβίστριας.
Ετοίμασαν φαγητό . Φόρεσαν τα κατάλληλα παπούτσια.
Φορτώθηκαν τα σακίδια και ξεκίνησαν τον ποδαρόδρομο προς μιαν από τις καλύτερες
βουνοκορφές (ου πανέμορφου) νησιού μας .
Στον ατελείωτο και κακοτράχαλο ανήφορο σκεφτόταν
τις ανέσεις που απολαμβάνει ένας εραστής των μεγαλουπόλεων και
σκεφτόταν σοβαρά να μεταναστεύσει στην Αθήνα.
Κάθιδρος έφτασε στην
κορυφή του Γολγοθά διακόσια μέτρα πίσω από την φυσιολάτρισσα.
Διάλεξε επιμελώς το μέρος και στρώσανε τα στρωσίδια τους.
Άπλωσαν τα φαγητά και ένα μπουκάλι κρασί
(από το καλό) τεσσάρων χρονών που κόντευε να γίνει κονιάκ.
Είχε πάρει μέχρι και μαξιλάρι.
Τσιμπολογούν μεζέδες και
αρχίζουν τα προκαταρκτικά.
Όλα πάνε καλά . Οι αντιστάσεις κάμπτονται . Προμηνύεται ένα
παθιασμένο και θυελλώδες ερωτικό μεσημέρι.
Έχει προβλέψει τα πάντα.
Θα ανοίξει το κρασί
την κατάλληλη στιγμή , λίγη ώρα πριν σημάνουν οι σάλπιγγες της γενικής
επίθεσης.
Έχει πάρει μαζί του και δύο κρυστάλλινα κολονάτα ποτήρια
κρασιού.
Τα έχει στο σακίδιο του τυλιγμένα με χαρτοπετσέτες .
Περιμένει την στιγμή
που θα ανοίξει το μπουκάλι. Τότε… τη στιγμή της
γνωστής αμηχανίας. «Πώς θα πιούμε
το κρασί;» θα τα βγάλει , εκεί στην ερημιά, δήθεν αδιάφορα, σαν να κάνει το
ποιο συνηθισμένο πράγμα του κόσμου.
Ξέρει αυτός «δεν
είμαστε χτεσινοί!»
Πράγματι έρχεται η ώρα του κρασιού . Τσουγκρίζουν τα
κρυστάλλινα κολονάτα ποτήρια. Φέρνουν τα ποτήρια στα χείλη τους .Η
φυσιολάτρισσα τον κοιτάει πάνω από το
ποτήρι εντυπωσιασμένη .
«Όλα βαίνουν καλώς» Σκέφτεται ο δικός μου.
Ακριβώς τότε , στην πρώτη γουλιά… ένας τρομερός βόμβος συγκλονίζει την ησυχία της βουνοκορφής. Σηκώνουν τρομαγμένοι το κεφάλι
ψηλά . Ένα αεροπλάνο περνάει ξυστά από τις ελιές και τους ψεκάζει με
Λεμπαισίντ. Ένα ισχυρό και απαγορευμένο δηλητήριο που σκοτώνει από τους δάκους
μέχρι και τους ρινόκερους.
Του βγαίνει η γουλιά
από τη μύτη.
Η λεγάμενη σηκώνεται επάνω
εκτός εαυτού και εκτοξεύει χριστοπαναγίες προς τον ουρανό .
Ο Δικός μου κλωτσάει
τα φαγητά και τα στρωσίδια. Εκτοξεύει το
μαξιλάρι στον γκρεμό και κατηφορίζουν τρέχοντας.
Έκτοτε τον χάσαμε.
Λένε ότι τον έχουν δει να τριγυρνάει στην Πλατεία Κουκακίου.
Ετοιμάζομαι να πάω να δω το θεατρικό του φίλου μου του
Γιώργου Τσαντίκου στο Πολύτεχνο με τίτλο «Μας ψεκάζουν!»
2 σχόλια:
χαχα
υπέροχο
εσύ χάθηκες δεν γράφεις... στο τσαρδί μου το σημειώνω
Χαιρετώ Ακρατ.
Δημοσίευση σχολίου