Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Με κομμένη την ανάσα.

Ξυπνάω με κομμένη την ανάσα.
Ένα πλάκωμα στο στήθος , μια αίσθηση άγχους , πανικού και με ακανόνιστους χτύπους της καρδιάς.
Κοιτάω το ρολόι.
2.35 μμ.

Σηκώνομαι και παίρνω βαθιές ανάσες.
Το δωμάτιο με σφίγγει από παντού.
«Ας μην την ανησυχήσω» σκέφτομαι.
Ντύνομαι και βγαίνω έξω.
Ανεβαίνω στην μηχανή της κόρης μου και πάω στο νοσοκομείο.

Στα εξωτερικά ιατρεία γίνεται χαμός.
Δεκάδες πιτσιρικάδες αναμαλλιασμένοι, γδαρμένοι  και με σχισμένες φανέλες συζητούν έντονα.

«Τι ‘έγινε ρε παιδιά;» ερωτώ.
Αναλαμβάνει μια κοπέλα να με ενημερώσει.
Είχε πάρτι το σχολείο σε κάποιο Μπαρ.
Είχαν την μουσική δυνατά.
Ενοχλήθηκαν οι γειτόνοι και βγήκαν να διαμαρτυρηθούν.
Κουβέντα στην κουβέντα αρπάχτηκαν και άρχισε η κλωτσοπατινάδα μεταξύ γειτόνων και μαθητών.

Η κοπέλα κάθεται απέναντι μου .
Φοράει κάτι σαν λουρίδα για φόρεμα από κάτω και άλλη μια λουρίδα από πάνω.
«Με παρακολουθείς;» μου λέει.
«Με κομμένη την ανάσα» της απαντώ.

Ώρα  3.30 μμ
Μπουκάρουν οι Μπάτσοι .
Με βλέπουν με τους πιτσιρικάδες τριγύρω μου και βγάζουν το συμπέρασμα ότι είμαι κάποιος από τους γειτόνους που παίζανε ξύλο βραδιάτικα.
Με μπαγλαρώνουν και με  πάνε σηκωτό.
Με σώζει ένας συνομήλικος μου που τους πείθει ότι  κάνουν λάθος.

Παραλίγο θα βρισκόμουν από το ζεστό μου κρεβάτι στα μπουντρούμια της οδού Μέρλιν.

Ώρα 3. 45 μμ.
Οι Μπάτσοι πήραν όσους μπορούσαν .
Έμεινα μόνος με τον σωτήρα μου καθισμένοι δίπλα-δίπλα στον πάγκο αναμονής.
Είναι ο ένας εκ των συνιδιοκτητών του Μπαρ.
Χωρισμένος.
Η Ιρλανδέζα πήρε τα παιδιά στην πατρίδα της και έριξε μαύρη πέτρα.
Το χειμώνα μαζεύει τις ελιές και κάνει και κανένα μεροκάματο στην οικοδομή.
Το καλοκαίρι έχει το μπαράκι και βάζει και καμιά ντομάτα.
Ο λαιμός του έχει τέσσερις παράλληλες γδαρσιές.

Πάει στο φορτηγάκι και έρχεται με ένα κιβώτιο μπύρες και ένα σακί πατατάκια (επαγγελματικό).
Ώρα  4. 30 μμ
Πίνουμε μπύρες και τρώμε πατατάκια αμίλητοι.
Βγαίνει Ο γιατρός και φωνάζει «να περάσει ο επόμενος».
Κοιταζόμαστε με ύφος «Ποιος είναι αυτός και τι να εννοεί άραγε;»

Ώρα  4.45 μμ.
Φεύγω . 
Μπαίνω από τα στενά του Ποταμού μην με πιάσουνε για αλκοτέστ

Ώρα 4.55 μμ
Βάζω τις πυτζάμες μου και πέφτω στο κρεβάτι όσο πιο αθόρυβα γίνεται.

Μυρίζω  αλκοόλ.

«Πού ήσουνα;» μου λέει κοφτά.
«Στο νοσοκομείο» της λέω.

«Μάλιστα» μου λέει.

2 σχόλια:

akrat είπε...

χεχε.... να έλθω και μουά εκείθε

Il Trovatore είπε...

Βεβαίως.Κάπου θα βρούμε να σε βάλουμε.