Θυμάμαι που όταν με πήγαινε ο πατέρας μου στο Μαντούκι για
να δούμε τη θειά την Μπεμπούλα την προηγούμενη νύχτα δεν κοιμόμουν.
Το ταξίδι εκείνα τα χρόνια από το χωριό στην πόλη ήταν σαν να
ταξίδευες στην άκρη του κόσμου.
Αγωνιούσα για τη μαγεία του ταξιδιού αλλά αγωνιούσα και για
το μεσημεριανό γεύμα της Κυριακής στο σπίτι της Θειάς μου της Σοφίας . Για
κάποιο λόγο η Νόννα μου η Βανθία την έλεγε «Μπεμπούλα» και της έμεινε .
Μας έβραζε μακαρόνια από του Ζαφειρόπουλου , πεντανόστιμα με
σάλτσα φρέσκιας ντομάτας.
Στο εργοστάσιο του Ζαφειρόπουλου δούλευαν τότε πολλοί
εργάτες από το Μαντούκι και σχεδόν όλοι
προμηθευόταν μακαρόνια από εκεί φτηνά η
και δωρεάν, δευτέρας διαλογής.
Έβαζε η Τζία μια
τεράστια μαυρισμένη κατσαρόλα στη στιά και μαγείρευε στο μικρό κηπάριο έξω
από το σπίτι με ξύλα. Εκεί ζέσταινε και νερό για να πλυθούν. Νομίζω υπήρχε και
μια βρύση με μια πέτρινη γούρνα.
Το σπίτι της θειάς μου στο Μαντούκι ήταν ένα μικρό δωμάτιο
χωρίς παράθυρο που χώραγε ίσα- ίσα ένα διπλό
κρεβάτι και ένα τραπέζι μπροστά στο κρεβάτι .
Άλλοι καθόταν στο κρεβάτι και οι
υπόλοιποι γύρω- γύρω.
Εκεί μέσα μεγάλωσε τέσσερα παιδιά σε συνθήκες ανείπωτης
φτώχειας . Τα μάλωνε , τα κυνηγούσε τα έβαζε να πλυθούνε με το ζόρι σε μια τσίγκινη λεκάνη. Είχε ταχτεί στα καθήκοντα
του σπιτιού ολοκληρωτικά.
Μου φαινόταν πολύ άθλιο σε σχέση με το σπίτι μας στο χωριό
αλλά μου αρέσανε πολύ τα μακαρόνια με
την κόκκινη σάλτσα.
Μου άρεσε ακόμα που όλο το πρωί παίζαμε έξω με τον Σταμάτη, την Κασσιανή, τον Ιωσήφ, τον Σπύρο και τα παιδιά της γειτονιάς.
Όταν κατηφορίζαμε
τρέχοντας προς την Ξενοφώντος Στρατηγού ήταν σαν να είχαμε κάνει μια
μεγάλη απόδραση με σοβαρές συνέπειες.
Ο Θείος μου ο Νίκος ήταν ένας οικοδόμος ψηλός, αδύνατος, πολύ μελαχρινός (μαυριδερός)
και απόμακρος .
Ο Πάππους μου ο Σταμάτης
τον έλεγε «Μόρο» (Moro
= Μαυριδερός) και έλεγε ότι όλοι οι
Μαντουκιώτες είναι μαυριδεροί γιατί
ήταν πειρατές και τσιγγάνοι που ήρθαν από την Ισπανία.
Στα παλιά πανηγύρια
του Μαντουκιού , έλεγε ο Πάππους , οι άντρες φορούσαν χρυσές μποκολέτες στα
αυτιά.
Η Νόννα μου με απειλούσε λέγοντας ότι άμα δεν φάω το φαί μου θα φωνάξει τον «Μόρο».
Τότε έβλεπα εφιάλτες
τα βράδια με «μόρους» που φορούσαν μποκολέτες στα αυτιά να χορεύουν σαν τους διαόλους γύρω από τις φωτιές και εγώ
τρομοκρατημένος να τρώω «μανέστρα κολομπίμπιρη» με το ζόρι.
Τα χρόνια εκείνα η ανέχεια στο σπίτι συνοδευόταν από γενική
έλλειψη στην αγορά . Έλλειψη ρούχων , έλλειψη παπουτσιών , έλλειψη τροφίμων.
Και σήμερα υπάρχει
ανέχεια αλλά συνοδεύεται από αφθονία στην αγορά. Ετούτο είναι χειρότερο
νομίζω. Δυσκολεύεσαι να δικαιολογήσεις
την φτώχεια .
Πέρασαν τα χρόνια . Φύγαμε από την Κέρκυρα και το σπίτι της Τζίας τσι Μπεμπούλας έμεινε μια θολή ανάμνηση των παιδικών μου
χρόνων.
Τα παιδιά μεγαλώσανε και κάνανε οικογένειες. Ο Θείος ο Νίκος
εγκατέλειψε την Μπεμπούλα .
Δεν το βαλε κάτω ακόμα και τότε . Έφτιαξε την παρέα της με τους συνομηλίκους της και λίγο με την μικρή της σύνταξη , λίγο με
την βοήθεια των παιδιών της, άρχισε τα ταξίδια.
Γυρίσανε όλη την Ευρώπη.
Όταν την έβλεπα να έρχεται από το κομμωτήριο της φιλούσα το
χέρι.
«Παππάς είμαι και μου φιλάς το χέρι;» μου έλεγε γελώντας.
«Τζία μου … δεν φιλάω
το χέρι σε παπάδες . » της έλεγα.
2 σχόλια:
Σταμάτη, μου αρέσει πολύ να διαβάζω αυτά που γράφεις. Επαναλαμβάνομαι; Συγγνώμη. Κάθε σου γραφτό με ταξιδεύει στην Κέρκυρα, που την αγάπησα τελικά σα δεύτερη πατρίδα, και παρηγοριέμαι ακόμα κι αν δεν πρόκειται να την ξαναδώ. Ξέρω που υπάρχει και φτάνει. Καληνύχτα, και καλή τύχη.
χαιρετώ Κατερίνα.
Θα τον βρεις το δρόμο για την Κέρκυρα.
Είναι σίγουρο.
Δημοσίευση σχολίου