Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Όλα σχετικά με την Λουτσίντα


 Με την Λουτσίντα γνωριστήκαμε  σε μια στιγμή  ιδιαίτερα κρίσιμη και δραματική για αυτήν.

Πριν είκοσι τρία χρόνια ήρθε σέρνοντας ‘έξω από  εργαστήριο μου.

Την είχε πατήσει κάποιο τροχοφόρο στην μέση.

Από την μέση και πίσω ήταν σε απελπιστική κατάσταση.

Σερνόταν με τα μπροστινά της πόδια και νιαούριζε σπαρακτικά.

Ο  κτηνίατρος απεφάνθη ότι «μάλλον δεν την βγάζει».

-«Βάλε της νερό και γάλα και αν ενεργηθεί σε κάνα δύο μέρες μπορεί να την γλυτώσει.»  

Σε δύο βδομάδες η Λουτσίντα έβγαινε από την αποθήκη , πιανόταν από το παντελόνι μου και σκαρφάλωνε μέχρι τον ώμο μου όπου και καθόταν μέχρι να την κατεβάσω.

Μόλις ξεθάρρεψε ανέβαινε στο κεφάλι μου.

Είχε βάλει σκοπό να ανέβει όσο ψηλότερα γινόταν.

Δεν  με ενδιέφερε να ασχοληθώ με την ματαιοδοξία της  και αγόρασα σκούφο για να μην μου γδέρνει το κεφάλι.

Την βάφτισα «Λουτσίντα» όχι τυχαία.

Τα χρόνια τα παλιά έκανε δρομολόγια στο Ιόνιο πέλαγος ένα  πλοίο που το έλεγαν «Λουτσίντα».

Οι παλαιοί Κερκυραίοι όταν έβλεπαν κάποια γυναίκα να «κουνιέται»  στο δρόμο προκλητικά  έλεγαν : «Αυτή κουνιέται σαν την Λουτσίντα».

Πολύ αργότερα εμφανίστηκε στην πόλη μας μια συμπαθέστατη ,  περίεργη και μοναχική γυναίκα.

Βαφόταν πολύ έντονα , φορούσε πολύχρωμα ρούχα  και περπατούσε κουτσαίνοντας εξαιτίας ενός προβλήματος του ποδιού της.

Την ονόμασαν «Λουτσίντα» και έτσι την ήξεραν όλοι.

Η γατούλα μου ταίριαζε απολύτως σε όλα αυτά.

Δεν κούτσαινε πλέον,  μεν,  αλλά είχε ένα πολύχρωμο τρίχωμα .

Ακριβώς όπως η Λουτσίντα,  έτσι η δική μου Λουτσίντα έγινε γνωστή και αγαπητή παντού.

Νεαρή ακόμα «εγκαστρώθηκε με κάποιο μούλο  της περιοχής ψυχιατρείου»  καθώς μου αποκάλυψε η Λισάβω.

Ακόμα και εκεί ήταν ξεχωριστή.

Είχε στην κοιλιά την μόνο ένα γατί , πράγμα εξαιρετικά  σπάνιο για γάτες.

Δεν έφτανε αυτό,  το γατί πέθανε στην κοιλιά της και υπήρχε κίνδυνος να πάθει σηψαιμία.

Η κλινική μικρών ζώων ήθελε εκατό ευρώ.

Δεν είχα εκείνη την στιγμή και έκανα έρανο στην γειτονιά.

Έβαλαν όλοι από πέντε ευρώ και συγκεντρώθηκε το ποσόν.

Καισαρική τομή και στείρωση.

Η Λουτσίντα το πρωί ήταν μαζί μου στο εργαστήριο και το μεσημέρι  που πήγαινα σπίτι και ξάπλωνα  στον καναπέ κοιμόταν επάνω μου.

Έτσι περνούσαν τα χρόνια.

Δεν γύρναγα πλευρό για να μην την ξυπνήσω.

Θυμάμαι κάποια φορά την ξαναπάτησε κάποιος  στο ένα πόδι αλλά δεν ήταν πολύ σοβαρό και συνήρθε σχετικά  γρήγορα.

Η Λουτσίντα λόγω της συμβίωσης της με το προλεταριάτο  απέκτησε μια πολύπλευρη μόρφωση.

Λίγο με τις  φιλοσοφικές συζητήσεις  που άκουγε , λίγο που συνήθιζε να κοιμάται πάνω σε  μαρξιστικά βιβλία  που είχα σε μια πρόχειρη βιβλιοθήκη στην αποθήκη,  ήρθε σε επαφή με ανατρεπτικές ιδέες.

Ήταν τότε που μου έφερνε κάθε τόσο ποντίκια.

Είχε επηρεαστεί από την «Σκέψη του Μάο» όπου σε κάποιο απόφθεγμα του είπε : «Δεν μας ενδιαφέρει τι χρώμα έχει η γάτα, αρκεί να πιάνει ποντίκια.»

Μου είχε κουβαληθεί και παλιότερα ένα σκυλάκι που το ονόμασα «Φλού».

Έζησε δεκαεπτά χρόνια και πέθανε επάνω στον πάγκο μου.

Τον βρήκα ένα χειμωνιάτικο πρωινό.

Τον έθαψα δίπλα,  στο παρκινγκ του ψυχιατρείου.

Ήταν στην συμμορία της «Λούλας της κουτσής» και ήταν κολλητός με τον «Τζίνο του ψυχιατρείου».

Δεν ήταν όμως το ίδιο.

Ο Φλού με κοίταζε σαν να έλεγε: «Με ταΐζει …είναι ο Θεός!».

Η  Λουτσίντα  με κοίταζε σαν να έλεγε: « Με ταΐζει… είμαι Θεά».

Ο Φλου σε κοίταγε με ένα βλέμμα  γεμάτο ευγνωμοσύνη και αφοσίωση.

Η Λουτσίντα με κοίταζε με ένα βλέμμα άλλοτε χαδιάρικο,  άλλοτε θυμωμένο και άλλοτε τόσο διαπεραστικό που ανατρίχιαζα.

Τον μεσαίωνα του χριστιανισμού ο Πάπας έβγαλε το πόρισμα ότι οι γάτες είναι όργανα του σατανά και διέταξε την εξόντωση τους.

Εν συνεχεία αυξήθηκε ο πληθυσμός των ποντικών και σε συνδυασμό με την βρώμα και την έλλειψη απορρυπαντικών, εξαπλώθηκε η πανώλη και εξόντωσε τον μισό πληθυσμό της Ευρώπης.

Μαζί εξοντώθηκε από την πανώλη  και ο μισός πληθυσμός της Κέρκυρας.

Η πανώλη υποχώρησε κάποια στιγμή παντού αλλά στην Κέρκυρα τα λαμόγια της αριστοκρατίας διέδωσαν ότι έκανε το θαύμα του ο Άγιος Σπυρίδωνας .

Έτσι , που λέτε, πλούτισαν ακόμα περισσότερο μερικές οικογένειες εις βάρος των πιστών.

Δε βαριέσε!

Όταν βγήκα στην σύνταξη έκανα τελετή λήξης.

Έβαλα ένα τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο,  δυο μπουκάλια κονιάκ , μερικά σοκολατάκια, ξηρούς καρπούς και τα λοιπά.

Στην κορύφωση της τελετής λήξης έριξα το κλειδί του εργαστηρίου στο καναλέτο υπό τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των γειτόνων.

Εν συνεχεία πήρα παραμάσχαλα την Λουτσίντα και πήγα σπίτι μου.

Η Λουτσίντα έμεινε στο σπίτι μία μέρα.

Την επομένη έφυγε και γύρισε στο εργαστήριο.

Μπήκε μέσα από ένα σπασμένο τζάμι και θρονιάστηκε σε μια λουδοβίκεια πολυθρόνα που είχε ξεμείνει του Μιχάλη του ταπετσιέρη. 

Έκτοτε επί πέντε χρόνια , κάθε μέρα , της πήγαινα δύο φορές την ημέρα το φαί της.

Η Λουτσίντα έζησε είκοσι τρία χρόνια.

Έκανα τον υπολογισμό ως εξής.

Ο Σπύρος , ο μπάτσος της γειτονιάς,  πέθανε πριν δεκαέξι χρόνια (σύμφωνα με την χήρα).

Συν πέντε χρόνια που ήταν κατάκοιτος.

Συν δύο χρόνια που τον θυμάμαι να παίζει με την Λουτσίντα  στην  αυλή του, μας κάνουν είκοσι τρία.

Η γηραιότερη γάτα της Κέρκυρας, κατά την  διεύθυνση προστασίας ζώων . Αν ζούσε και ένα χρόνο ακόμα θα ήταν μάλλον η γηραιότερη γάτα της Ελλάδας.

Λίγες μέρες πριν την πρωτοχρονιά του 2025   κατέπεσε.

Σταμάτησε σχεδόν να τρώει.

Έπεσε από το τοιχίο και χτύπησε το πόδι της.

Δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου.

Συμφωνήσαμε με τον γιατρό ότι δεν είχε νόημα να υποφέρει για μερικές μέρες ακόμα.

Έτσι που λέτε.

Γράφω σήμερα λίγα λόγια για την Λουτσίντα  όχι γιατί είμαι  κανένας από τους συνήθεις «φιλόζωους»  των μικροαστικών σαλονιών.

Γράφω διότι εξαιτίας  της Λουτσίντα  κατάλαβα ότι η ύπαρξη μας είναι απολύτως συνδεδεμένη με όλα ανεξαιρέτως τα ζωντανά του πλανήτη.

Θα δημοσίευα μια νουβέλα μια νουβέλα με τίτλο «Καφέ Μιμόζα» αλλά η απώλεια της Λουτσίντα με ανάγκασε να γράψω κάτι σαν επικήδειο  και να δημοσιεύσω , κατ εξαίρεση,  μια φωτογραφία της από τότε που μου  είχε αποκαλύψει  τα πρώτα υπαρξιακά της ερωτήματα.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

«Νερό καλάρει το Fore Peak νερό και τα πανιόλα*».

Κάθε δώδεκα του Δεκέμβρη γιορτάζει ο Άγιος.

Δεν χρειάζεται να ρωτήσουμε «ποιος Άγιος» διότι ως γνωστόν «Ένας είναι ο Άγιος».

Οι πιστοί του Αγίου (μετά από έναν χρόνο ασταμάτητων βλαστημιών εναντίων του )  πηγαίνουν να  ζητήσουν συγχώρεση και να ανάψουν το , αναλόγου μεγέθους,  κερί τους.

Εμείς οι άπιστοι κάνουμε τον περίπατό μας  μακριά από την πολυκοσμία.

Ανηφορίζω  από την «Σπηλιά».

Κάνω την καθιερωμένη  μικρή στάση στην «Λεμονιά».

Θα νόμιζε κανείς ότι σταμάτησα να ξαποστάσω.

Λάθος . Η στάση εδώ έχει το νόημα ενός μικρού προσκυνήματος .

 Πως κάθονται , ας πούμε, αμίλητοι οι πιστοί μπροστά στην εικόνα.

 Κάνει κρύο και ψιλοβρέχει τη νύχτα στη Λεμονιά.

 

Δεν υπάρχει ψυχή στην μικρή πλατεία.

 

Απέναντι θα πρέπει να ήταν  οι «ρετσίνες του Θύμη» και από πάνω το Μπορντέλο της Πολυξένης.

Δίπλα  το γραφείο κηδειών του Μακροπόδη  «Η Μετανάστευσις» και από πάνω το Μπορντέλο της Κουλοχέρως .

Στη γωνία το καφενείο της κυρίας Κούλας  και δίπλα το τσαγκάρικο του κυρ Βασίλη.

Απέναντι η Παναγία η ευαγγελίστρια και πιο δίπλα η ταβέρνα του «Μαύρου».

Φαίνεται ότι η χωροταξία δεν ήταν τυχαία. Ο  τόπος της αμαρτίας , , ο τόπος της εξιλέωσης και αμέσως μετά ο «Μακροπόδης» με το «ταξιδιωτικό του γραφείο».

Κάνει κρύο και ψιλοβρέχει τη νύχτα στη Λεμονιά.

Συνεχίζω το οδοιπορικό στους Άγιους τόπους.

Δεξιά μου θα πρέπει να ήταν ο φούρνος του Μαρτζούκου  και πιο κάτω οι τζιτζιμπίρες του Σαγιαδινού.

Αριστερά μου η ταβέρνα του κυρ Αλέκου του Κουτσού  και παρακάτω οι «κατουρίστρες του  Σγούμπου».

 

Η «Κουλοχέρω» πιο πριν είχε μια κάμερα στην «Μίνα» , στους στάβλους ,  και αργότερα ( μετά τον πόλεμο) μετακόμισε στην Λεμονιά.

 

Ένα φεγγάρι ήταν και στους Άγιους Πατέρες.

 

Ήταν αξιοσέβαστο πρόσωπο. Ακόμα και σήμερα οι παλαιότεροι την θυμούνται με αληθινό σεβασμό.

 

Η Κουλοχέρω βοήθησε πολλές οικογένειες τα χρόνια της πείνας.

 

Μου έχουν πει πολλά για αυτήν άνθρωποι που την πρόλαβαν  .

 

Ήταν φίλη και με τον Νίκο Καββαδία.

 

Όταν ερχόταν στην Κέρκυρα ο Καββαδίας συναντούσε την Κουλοχέρω και  τον κύριο Πέτρο.

 

Έτυχε να τον γνωρίσω τον κύριο Πέτρο πριν πεθάνει και μου μίλαγε συχνά με υπερηφάνεια για τον φίλο του  Νίκο Καββαδία.

 

Συναντιόταν εδώ , σε αυτήν την μικρή , αόρατη και κακόφημη πλατειούλα όταν το καράβι του ποιητή έδενε στην Κέρκυρα.

 

Ακολουθούσε μια δαιδαλώδη διαδρομή από το Καμπιέλο και την Αντιβουνιώτισσα μέχρι να φτάσει στην Λεμονιά .

 

 Ο κύριος Πέτρος  ήταν ένας  γνωστός και αξιοσέβαστος  εύπορος αστός .

 

Δεν έπρεπε να τον σχολιάσουν στην πιάτσα βλέποντάς τον να κατευθύνεται στην κακόφημη πλατειούλα.

 

Συνεχίζω προς την Μίνα

 

Σε αυτήν την πλέον κακόφημη γειτονιά της πόλης τα πολύ παλιά χρόνια ήταν οι «στάβλοι» . 

Αργότερα εδώ ήταν τα μπουρδέλα.

Μετά έγινε   το πολυτελές εστιατόριο και μπαρ  «Stables».  

Τώρα είναι το μπαρ «Jasmine».

Απόψε έχει «live» ο Παναγιώτης και η παρέα του. Η Αφροδίτη , ο Θοδωρής και ο Αποστόλης.

Θα πουν και μερικά τραγούδια από ποιήματα του Νίκου Καββαδία.

Κάθομαι σε μια γωνιά στον πάγκο του μπαρ με ένα ποτήρι κρασί.

Τριγύρω διάφοροι φίλοι.

Βρισκόμαστε με την μυρωδιά.

Η παλιά γειτονιά των μπορντέλων της  Κουλοχέρως και του Καββαδία γεμάτη από νέους.

Τραγουδούν μαζί  με τους μουσικούς  τα τραγούδια  χωρίς να φαντάζονται ότι ακριβώς εκεί σε μια άλλη εποχή σύχναζαν αυτοί που τα έγραψαν.

Βγαίνω στην αυλή για ένα τσιγάρο.

Κοιτάζω δίπλα το καμπαναριό της Παναγίας της Τενέδου.

Γυαλίζει από την υγρασία μέσα στην νύχτα.

Κάποτε την είχαν κάνει δημόσια βιβλιοθήκη οι Γάλλοι Δημοκρατικοί.

Βρίσκομαι στο σωστό σημείο.

Εδώ είναι ο δικός μας ναός και, ορθώς,  εδώ ήρθαμε εδώ να προσκυνήσουμε .

Έχουμε και εμείς τους Αγίους μας ρε αδερφέ.

 

 

 

 

 

* «Νερό καλάρει το  , νερό και τα πανιόλα».

Πρόκειται για έναν στοίχο από ένα ποίημα του Νίκου Καββαδία.

Fore Peak στα καράβια λένε την δεξαμενή του πόσιμου νερού.

Στα πλοία της εποχής γύρω από τον πόλεμο , το Fore Peak ήταν στην πλώρη.

Η φράση σημαίνει ότι ήταν τόση η θαλασσοταραχή που η πλώρη βυθιζόταν σε κάθε κύμα και σήκωνε την θάλασσα  στα  πανιόλα , δηλαδή στα πατώματα του πλοίου.