Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Εστρανδιώτα



Ο Δημήτριος Μουρίκης ήταν στρατιώτης σε όλη του την ζωή.
Οι πρόγονοί του  ήταν τσοπαναραίοι κοντά στ΄Ανάπλι.
Αυτός από μικρός ήταν στρατιώτης και ως στρατιώτης επέθανε.
Υπερέτησε τον πρίγκιπα Μερκούριο Μπούα μέχρι την τελευταία του πνοή υπό τις διαταγές του στρατηγού Μπαρμπάτη.

Όταν εχάσανε τον πόλεμο στην Πελοπόννησο, μπήκανε στα Ενέτικα καράβια και έτσι ο Δημήτριος Μουρίκης  εβρέθηκε στην Κέρκυρα.
Έφτιαξε μια καλύβα επάνω στη Στρατιά , στα Αναπλιώτικα,  και έζησε για πολλά χρόνια σε αυτόν τον συνοικισμό από καλύβες μαζί με τους «Εστρανδιώτα»  της Πελοποννήσου . Τους τελευταίους υπερασπιστές της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Ήταν καταγόμενοι από το «Άλβανο», καθώς λέγανε εκείνα τα χρόνια την σημερινή κεντρική Αλβανία.

Έγραψε για αυτούς πολλά η Άννα η Κομνηνή στα χρόνια που έζησε φυλακισμένη στο μοναστήρι.

Οι Εστρανδιώτα δεν ήξεραν  τι ήταν τα γράμματα και μιλούσαν μια γλώσσα ακατανόητη για τους κατοίκους της Κέρκυρας.

Οι ευγενείς  αποφάσισαν να τους χρησιμοποιήσουν  ως ένα σώμα κάτι σαν πολιτοφυλακή η σαν αστυνομία.

Έτσι ο Δημήτριος Μουρίκης  έβγαινε κάθε μέρα στην πιάτσα φορώντας τα κουρέλια που του απέμειναν από τον πόλεμο στην Πελοπόννησο  και κρατώντας το μακρύ του κοντάρι πάνω στο οποίο είχε κρεμασμένα τρία κρανία  Τούρκων που είχε σκοτώσει έξω από τα Άνάπλι.

 Στην κορφή είχε ένα μικρό κόκκινο τριγωνικό σημαιάκι με έναν μαύρο δικέφαλο αετό στην μέση.

Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων της πόλης.
Αυτή ήταν η πλέον ήταν η δουλειά του.

Ο Δημήτριος Μουρίκης έμεινε για πάντα ξένος στο νησί.
Ο κόσμος τους φοβόταν και τους μισούσε.

Ξένος έμεινε και ο Μπαρμπάτης.
Ξένος έμεινε και ο πρίγκιπας Μερκούριος Μπούας.
Μπορεί αυτοί να πήραν χτήματα αλλά ποτέ δεν τους δέχτηκαν στα σαλόνια τους οι ευγενείς .
Τους θεωρούσαν άξεστους , αμόρφωτους και ξένους.

Όλοι τους έζησαν στο περιθώριο.
Πλούσιοι και φτωχοί.
Στρατηγοί και στρατιώτες .
Πρίγκιπες και ασήμαντοι.
Ταπεινωμένοι μέχρι να βρουν τους κατώτερους τους.

Ώσπου  επιτέλους τους βρήκαν .

Σε ένα ορεινό χωριό σκαρφαλωμένο στα βράχια πάνω από την θάλασσα ,όπου δεν μπορούσε να πλησιάσει κανείς χωρίς να τονε δούν,  ζούσαν οι τελευταίοι «ειδωλολάτρες».
Είχαν έρθει διωγμένοι πριν από αιώνες από την Λακωνία και ήταν απόγονοι, λέει,  των αρχαίων Σπαρτιατών.
Ύστερα , βέβαια από πέντε αιώνες πολλά είχαν αλλάξεις αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία.

Έβγαλε λοιπόν ανακοίνωση η αστυνομία των Εστρανδιώτα και απαγόρευε  να μπουν στην πόλη και να πουλήσουν τα πράματα τους οι «ειδωλολάτρες» από τσου Λάκωνες.

Όποιος συλλαμβανόταν θα τον σκοτώνανε επιτόπου.

Σε όλη του την ζωή ο Δημήτριος Μουρίκης ήτανε περήφανος που υπηρετούσε τον αφέντη του.
¨Ητανε περήφανος που πολέμησε τους άπιστους Τούρκους που πιστεύανε σε άλλον προφήτη.
Ήτανε περήφανος που είχε αναλάβει να εξοντώσει τους τελευταίους «ειδωλολάτρες».

Τώρα όμως τα πράματα μπερδεύτηκαν.

Ζούσε μέσα στη λάσπη της Στρατιάς . Σε έναν τόπο που τον φοβόντουσαν ,τον μισούσαν και τον περιφρονούσαν.

Ο Δημήτριος Μουρίκης πέθανε πριν προλάβει να ξεμπερδέψει τα «πράματα» .

Πέρασαν αιώνες  και  προχτές κατέβηκα στην πιάτσα να συναντήσω ένα φίλο να πιούμε κάτι.
Έκανε κρύο αλλά προτιμήσαμε να καθίσουμε έξω. Μέσα είχε πολύ κόσμο και φασαρία.

Έτσι γνώρισα τον Παύλο.

Είναι σερβιτόρος και τα πρωινά βοηθάει τον πατέρα του που είναι υδραυλικός.
«Δεν βγαίνει αλλιώς».
Μένει με τους δικούς του.
Για να κάνει οικογένεια ούτε κουβέντα.
«Μας προδώσανε»
«Υπάρχει σκοτεινό σχέδιο να αφανίσουν την Ελλάδα και εμάς τους Έλληνες».
«Μας μισούν γιατί εμείς φέραμε τον πολιτισμό».


Ο Παύλος Μουρίκης  ζει σαν ξένος σε έναν αφιλόξενο τόπο και δυσκολεύεται να ξεμπερδέψει τα «πράματα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: