Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Η τριλογία του κώλου μέρος τρίτο. Το ΟΙκολόπαιδο


Κατόπιν απαιτήσεως του κοινού μου αναφέρομαι σήμερα στο ΟΙκολόπαιδο.
Αποτελεί το τρίτο (και τελευταίο)  μέρος της Τριλογίας (του κώλου).
Το Οικολόπαιδο σε αντίθεση  με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις  είναι μια περίπλοκη ιστορία. Εδώ  έχουμε να κάνουμε με μια μεταμοντέρνα  κατάσταση.
Το δικό μας Οικολόπαιδο  έχει πλέξει τα μαλλιά του ράστα φοράει σκισμένο τζιν  διακοσίων ευρώ και  ισοθερμικό μαύρο κολάν από μέσα.
Πιστεύει ακράδαντα ότι η «άποψη» είναι  δική του και ως εκ τούτου δεν μπορείς να την βρεις οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη Γή .
Νομίζει ότι ο ουρανός , τα αστέρια, οι γαλαξίες, οι μαύρες τρύπες, τα Pulsars, οι σούπερ νόβα, τα σύννεφα ,  οι πόλεις , και οι άλλοι άνθρωποι  είναι το ντεκόρ της ύπαρξής του.
Μαλακίζεται  στο δωμάτιο του κάτω από την αφίσα του Μπόμπ  Μάρλευ  αλλά  του αρέσει και ο Στάλιν.
Ταλαντεύεται ανάμεσα  στο «συμπαγές κόμμα της εργατικής τάξης» και σε έναν  μεταμοντέρνο νεοχιπισμό.
Πιστεύει ότι η επανάσταση  πρέπει να γίνει  μετά την εξεταστική, πριν από τις διακοπές  και οπωσδήποτε  μετά τις μία το μεσημέρι.
Είναι οπαδός του κλασικού δόγματος «χασίσι, γαμίσι και επιστροφή στη φύση».
Προφανώς το προβάλει και ως αίτημα προς διεκδίκηση διότι από ότι έχω καταλάβει του λείπουν και τα τρία.
 Είναι επίσης οπαδός του αδελφού του Μάρξ  ο οποίος ως γνωστόν έγραψε το «δικαίωμα στην τεμπελιά».
Δεν διευκρινίζει πάντως αν αυτό το πανανθρώπινο δικαίωμα στην τεμπελιά  μπορεί να το έχει και ο πατέρας του.
Πιστεύει ότι  «ζωή στη φύση» είναι να είσαι ξαπλωμένος κάτω από ένα δέντρο και κάθε που πεινάς να ανοίγεις το στόμα σου και να πέφτει και ένα διαφορετικό δροσερό φρούτο στο ανοιχτό σου στόμα. Μια  περίπτωση ΟΙκολόπαιδου που γνώρισα στην Αθήνα πίστευε ότι υπάρχουν κάτι πανύψηλα δένδρα που βγάζουν ντοματοσαλάτες.
Διαπνέεται από έναν καινοφανή μετααμοραλισμό (θα έλεγα).
Τα πάντα γύρω του είναι μιας χρήσεως.
Η ΟΙκολόμαμμα  μένει γαντζωμένη επάνω του  προκειμένου να ρουφήξει και την τελευταία σταγόνα της όποιας  ζωντάνιας του   πριν πεθάνει.
Ο ίδιος μένει γαντζωμένος στην μάνα του μέχρι να ρουφήξει και το τελευταίο ευρώ της σύνταξης της.