Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Το κιβώτιο



Ο Νίκος Παργινός τρώει κάθε μέρα στις έντεκα το πρωί ένα από κείνα τα συσκευασμένα αρτοσκευάσματα με γέμιση σοκολάτας που πουλάνε τα περίπτερα.

Δεν το αγοράζει από το περίπτερο που βρίσκεται έξω από την πόρτα των Λυκείων.
Περνάει απέναντι στα διαλλείματα και το αγοράζει από το σούπερ μάρκετ με εξήντα λεπτά.
Έτσι, με δέκα ευρώ την βδομάδα, που του δίνει ο πατέρας του, τρώει όλη τη βδομάδα την μαρέντα του και του μένουν και για καφέ την Παρασκευή στο Λιστόν.

«Βασικά» του αρέσουν τα πεινιρλί αλλά κάνουν δύο ευρώ και «δεν βγαίνει».

Δεν θα υπήρχε ενδιαφέρον στην μικρή καθημερινή ιστορία του μικρού Νικολάου Παργινού αν δεν συνέβαινε κάτι που με έσπρωξε να γράψω.

Λίγο καιρό πριν  ένα γραφείο κηδειών τοιχοκόλλησε μια αφισέτα για τον  θάνατο ενός αγνώστου στους περισσότερους.

Τον ήξεραν λίγοι στην γειτονιά του. Έμενε μόνος . Η γυναίκα του είχε πεθάνει κάπου στο ΄90. Δεν έκαναν παιδιά και κανένας δεν γνωρίζει κάποιον από τους μακρινούς του συγγενείς (αν υπάρχουν).

Στην κηδεία, αυτοί που πήγαν ήταν μετρημένοι στα δάκτυλα.

Διαδόθηκε ότι στο υπόγειο της μονοκατοικίας που έμενε βρέθηκε ένα κιβώτιο. Το είχε βάλει  στην μέση του δωματίου και είχε κλειδώσει μαζί και ένα γερμανικό λυκόσκυλο.

Όταν άνοιξαν βρήκαν ετοιμοθάνατο το λυκόσκυλο και, λένε, ότι στο κιβώτιο είχε χρυσές λίρες , κοσμήματα ακριβά και πολλά χρήματα.

Με τον θάνατό του έκλεισε η αυλαία μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες της πόλης μας.

Ένας από τους μακρινούς του προγόνους είχε έρθει το 1817 από την Πάργα.

Εκείνα τα χρόνια οι Εγγλέζοι κάνανε στα Γιάννενα μια συμφωνία με τον Αλή Πασά.
Θα του πουλούσαν την Πάργα και δεν θα βοηθούσαν τους Σουλιώτες  αρκεί και αυτός να παραιτούταν από κάθε αξίωση του στα Επτάνησα.

Έτσι , λοιπόν, οι Άγγλοι πήραν ένα σεβαστό ποσό από τον Αλή Πασά και οι Παργινοί υποχρεώθηκαν να πουλήσουν τα υπάρχοντά τους και να φύγουν.

Αμέσως εμφανίστηκαν  σαν τα μανιτάρια Real Estate από τους ελάχιστους γραμματιζούμενους Παργινούς και συνετάχθησαν τα συμβόλαια.

Από την γρήγορη και βεβιασμένη αυτή συναλλαγή αλλάξανε χέρια μεγάλες περιουσίες.

Όταν οι Παργινοί αποβιβάστηκαν στην Σπηλιά μαζεύτηκε κόσμος για να τους δει.

Στεκόταν στις δύο πλευρές του δρόμου και στη μέση περνούσε ένα αμίλητο και κουρασμένο πλήθος που όλοι κουβαλούσαν στην πλάτη τους ένα σακί.
Για αυτό το σακί δεν «πληρωθήκαν».
Μέσα ήταν τα κόκκαλα των πεθαμένων τους.

Είχαν και οι «μεσίτες»  σακί αλλά μέσα δεν είχαν κόκκαλα.

Ένας από αυτούς «αξιοποίησε»  το σακί του και έγινε σπουδαίος και τρανός.

Από γενιά σε γενιά το σακί  μετατράπηκε σε εργοστάσια, ακίνητα, μεγάλες εκτάσεις και στο τέλος συρρικνώθηκε σε  ένα κιβώτιο.

Ο Αλή Πασάς ξεφορτώθηκε τους «κλέφτες» Παργινούς που τον έκλεβαν στο τελωνείο.
Ξέκανε και τους Σουλιώτες που είχανε στήσει μια Μπίζνα απάνω στα βουνά με «διόδια»  και ταπαίρνανε χοντρά από τους «τίμιους διερχόμενους εμπόρους».

Οι «Ευγενείς» Άγγλοι ξεκοκάλισαν τα χρυσάφια που πήραν από τον Αλή Πασά για να φορτωθούν αυτοί τους Παργινούς.

Οι «τίμιοι Μεσίτες» γίνανε «αυτοδημιούργητοι αστοί» μπήκαν στα σαλόνια και έκαναν που και πού καμιά αγαθοεργία για να συντηρούν το φιλολαϊκό τους προφίλ.

Οι Παργινοί πήραν μερικά κέρματα στην τσέπη, ένα σακί αναμνήσεις στην πλάτη και πιάσανε δουλειά στο εργοστάσιο του "μεσίτη".

Ο τελευταίος απόγονος των «μεσιτών»  πέθανε μόνος και κανένας δεν φαίνεται να ενδιαφέρετε για τα κόκκαλα του.

Το κιβώτιο δεν ξέρουμε ακόμα που κατέληξε.

Ο σκύλος σώθηκε από μια φιλοζωική οργάνωση και τον πήρε ένας χωριάτης να του φυλάει το χτήμα.

Ο μικρός Νίκος Παργινός συνεχίζει κάθε μέρα στις έντεκα  να κάθετε στα σκαλιά της πολυκατοικίας απέναντι από τα λύκεια και να μασουλάει συντηρητικά των εξήντα λεπτών.

Περνάμε μπροστά από το περιστύλιο του Μαίτλαντ.
Η Ξεναγός  με την ταμπέλα εξηγεί σε ένα πλήθος τουρίστες το «πόσο σπουδαία προσωπικότητα υπήρξε».

Ο Ιάσωνας δίπλα  με βλέπει σκεπτικό και με ρωτάει «τι έχω».


«Που να σου εξηγώ!»
.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Ο Θεός αγαπάει τους μουτρωμένους

Νομίζω ότι η Ιερότερη στιγμή της βδομάδας είναι η πρωινή κυριακάτικη, ανοιξιάτικη βόλτα,  αρκεί να αλητεύεις μόνος  με τις σκέψεις σου.

Υπάρχει σήμερα μια μουντάδα με ολίγη από Ήλιο που μετατρέπεται αργά σε ήλιο με ολίγη από μουντάδα.

Η όστρια η ψαροχέστρα (που λένε και οι ψαράδες) μας  έχει καθίσει στο σβέρκο αλλά ο Ιάκωβος (ο προσωπικός μου Μετεωρολόγος) με έχει διαβεβαιώσει ότι  Τρίτη με Τετάρτη το πολύ θα το γυρίσει σε μαΐστρο και θα καθαρίσει.

Ωραία είναι και έτσι.

Αυτό το δυσδιάκριτο της  πρωινής μουντάδας  αρέσει στην  φύση, όπως και σε όλα τα θηλυκά άλλωστε.

Περπατάω και κοιτάω τις πλάκες του πεζοδρομίου.

Λίγοι γνωρίζουν ότι σε αυτές τις πλάκες είναι γραμμένη μια σπουδαία ερωτική ιστορία που μπροστά της ωχριά ακόμα και η «Κύρια με τις Καμέλιες».

Ένας φίλος μου , λοιπόν,  προκειμένου να  γοητεύσει  μια κοπέλα αγόρασε εκατοντάδες μαρκαδόρους και άρχισε από τον Ανεμόμυλο να γράφει σε κάθε πλάκα του πεζοδρομίου «σ΄αγαπώ».

Έγραφε κάθε βράδυ από τις έντεκα μέχρι τις οχτώ το πρωί.
Το πεζοδρόμιο έχει μάκρος κοντά δύο χιλιόμετρα και πλάτος τέσσερα μέτρα. Σε κάθε τετραγωνικό μέτρο αντιστοιχούν , κατά μέσον όρο,  πέντε πλάκες.

Με έναν πρόχειρο υπολογισμό που έκανα μου έβγαινε σαράντα χιλιάδες πλάκες.

Έκανε , δηλαδή περίπου μια εβδομάδα εργαζόμενος σκληρά όλη νύχτα για να γράψει σαράντα χιλιάδες φορές «σ΄αγαπώ».

Τέτοια επιμονή δεν έχει ούτε ο ψωριασμένος κεραμιδόγατος που πολιορκεί κάθε βράδυ την Λουτσίντα.

Όλα πήγαιναν καλά στην πρωινή μου περιπλάνηση ώσπου με πρόλαβε η Τζώρζια.

Περπατούσε γρήγορα , μουτρωμένη και με το κεφάλι κάτω.
Σου έδινε την εντύπωση ότι είχε ξεχάσει το  «μάτι» της κουζίνας ανοιχτό και γύριζε για να το σβήσει.

«Καλημέρα» της λέω.
«Που την είδες την Καλημέρα;…» μου απαντά  «…μας περόνιασε τα κόκκαλα η μούχλα.»

Πριν προλάβω να την συγκρατήσω μου άδειασε ένα φορτηγό προβλήματα πάνω στο κεφάλι.
«Τα μουράγια που θα τα πάρει η θάλασσα..»
«Το έργο στο ΝΑΟΚ που δεν θα τελειώσει ποτέ…»
«Μας πνίξανε τα σκουπίδια…»
«Σκάψανε όλη την πόλη και την αφήκανε έτσι…»
«Το αφρικάνικο σκαθάρι που θα εξαφανίσει όλους τσου φοίνικες..»
Μέχρι και μια υποψία σκατίλας έπιασε η μύτη της από κάποιο καναλέτο και την έκανε «βρώμα και.. λυσωδία».

Περνάμε το Κορφού Παλλάς, ανεβαίνουμε τον ανήφορο του ΝΑΟΚ  και συνεχίζει να με μαστιγώνει.

Αισθάνομαι σαν  τον Βαραβά που θα καταλήξω τελικά να με σταυρώσει στον μνημείο του Μαίτλαντ.

Κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτομαι ότι πάντα (καθώς λένε) στις ενδιάμεσες περιόδους της ιστορίας κυριαρχεί η απαισιοδοξία.

Έτσι θάναι.

Αλλιώς την «Πρέβεζα»  θα την είχε γράψει ο Ροσσίνι και τον κουρέα της Σεβίλλης ο Καρυωτάκης.

Ωστόσο, λες, ότι η απαισιοδοξία είναι και η απαραίτητη προϋπόθεση για να στρατολογήσουν οπαδούς τα θρησκευτικά και πολιτικά δόγματα.

Για να υποσχεθείς στον πελάτη έναν παράδεισο πρέπει να  έχει βεβαιωθεί ότι αυτό που ζει είναι μια κόλαση.

Το χειρότερο που μπορείς να κάνεις στον μάρτυρα του Ιαχωβά (που με κουράρει) είναι να του πεις ότι είσαι ευχαριστημένος από την ζωή…. έστω και μερικώς.

Θα βγάλει σπυριά. 
Θα προσπαθήσει να σε πείσει ότι όλα πάνε κατά διαόλου και ότι ο άνθρωπος θα γνωρίσει την πραγματική ευτυχία στον παράδεισο.

Σκέφτεσαι , όμως, ότι αν  στον παράδεισο δεν υπάρχει το καλό και το κακό με τι θα ασχολούμαστε;

Αν δεν υπάρχουν γκρεμοί και βουνά παρά μονάχα λιβάδια, ο παράδεισος θα μοιάζει με την Λάρισα.

Η ζωή θα γίνει βαρετή και θα γενικευτούν οι περιπτώσεις των μανιοκαταθλιπτικών.

Αν είναι έτσι τότε πως θα αυτοκτονήσει κάποιος στον παράδεισο;  Γκρεμός δεν θα υπάρχει.

Ακόμα και αν  αρχίσεις στις κλωτσιές κανένα λιοντάρι για να σε φάει πάλι δεν γίνεται τίποτα διότι τα λιοντάρια θα τα έχει κάνει ο Θεός χορτοφάγα και θα κοιμούνται αγκαλιά με τσι προβατίνες…. και αν τελικά βρείς τον τρόπο και αυτοκτονήσεις που θα πάς μετά; …ξανά στον παράδεισο;

Τέτοια σκέφτομαι ανεβαίνοντας τον Γολγοθά του ΝΑΟΚ και η Τζώρζια πίσω, μου έχει οργώσει τον πλάτη βουρδουλιές.

Το επόμενο σαββατοκύριακο λέω να κάνω την διαδρομή  Στρινίλας – Παντοκράτορας.


Τρείς ώρες πριν να φέξει.
.

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Η Συμμορία του Μπούμπη



Εκτός από όλα τα άλλα που συμβαίνουν στην (πολυτάραχη) ζωή μου πρέπει να αντιμετωπίζω κάθε τόσο και τον μάρτυρα του Ιαχωβά που με έχει αναλάβει εργολαβικά.

Μάλλον τους έχει εξιτάρει το γεγονός ότι είμαι άθεος και έχουν βαλθεί να με μυήσουν.

Προχτές μου ήρθε αγριεμένος.

Παραξενεύτηκα διότι συνήθως έχει ένα, δήθεν, γαλήνιο ύφος του πεφωτισμένου που ήρθε εξ ουρανού με μοναδικό σκοπό να με σώσει.

«Με δαγκάσανε οι σκύλοι στην Πάνω πλατεία…» μου λέει  «…με ρίξανε κάτω, μου σκίσανε το παντελόνι και μου ρίξανε και μια δαγκαμασιά στο πλάτη….. Πήγα στο νοσοκομείο και μου κάνανε δύο ράμματα ….. Θα κάνω μήνυση του Νικολούζου*».

«Δεν φταίει ο Νικολούζος» του λέω σοβαρά.

«..και ποιος φταίει; … να μαζέψει τσου σκύλους και να τσου βάλει σε σκυλοκομείο».

«Άκου…»  του απαντώ «…για τσου σκύλους δεν φταίει ο Νικολούζος…. φταίει ο Θεός.»

Με κοιτάζει σοβαρός.

«..Και γιατί φταίει ο Θεός;»

«Γιατί αυτός έφτιαξε τσου σκύλους….. ας μη τσου φτιάχνε σαρκοφάγους…. ας τσου φτιάχνε να βόσκουνε πρικαλίδα.»

Μπερδεύεται.

Με κοιτάζει αμήχανα και μάλλον θυμωμένος.

Αυτοί οι άνθρωποι  έχουν όλοι την ίδια κοψιά.

Προσέξτε το ύφος του Κουτσούμπα στην τηλεόραση.
Ένα ράμα.

Συνεχίζω ακάθεκτος την προέλαση μου.

«Για να σιγουρευτούμε , πάντως, ρώτησε τον.»
«Ποιόν;» με ρωτάει.
«Το Θεό, βεβαίως…..»
«Δεν μπορούμε να ξέρουμε τους σκοπούς του Θεού.» μου απαντάει με ύφος κατηγορηματικό.
« Καλά, τόσο σπουδαίο είναι να μας το πει να μας φύγει και η απορία:» συνεχίζω εγώ.

Η Συζήτηση φρακάριζε και έδωσα ένα τέλος.

«Από την περιγραφή του σκύλου που σε δάγκασε φαίνεται ότι πρόκειται για τον Μπούμπη.
Να έχεις το νού σου.
Έχει φτιάξει μια συμμορία  και έχουνε βάλει στο μάτι τσου μάρτυρες του Ιαχωβά»



*(Νικολούζος = Δημάρχος Κερκυραίων με τον συνδυασμό του ΣΥΡΙΖΑ)

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Αναμονές


Γνώρισα τον Θύμιο πριν από αρκετά χρόνια.
Είναι καιρός, τώρα, που έχει πεθάνει.
Μου ζήτησε να του περιφράξω ένα χτήμα πέντε στρεμμάτων και να του φτιάξω και ένα σιδερένιο πορτόνι .
Πήγαμε στο χτήμα με το σκονισμένο φορτηγάκι μου.
Στον δρόμο μου είπε σχεδόν όλη την ιστορία της ζωής του.
Έφυγε μετά τον πόλεμο και δούλεψε στα ξένα.
Ήταν απλός άνθρωπος , σοβαρός και με μονίμως θλιμμένο βλέμμα.
Το χτήμα του ήταν σε ένα ύψωμα πάνω από μια από τις γνωστότερες και ωραιότερες παραλίες του νησιού.
Ήταν το μόνο που είχε μείνει απούλητο από την περιουσία του πατέρα του.
Θυμόταν ότι ο παππούς του το είχε σε μεγάλη εκτίμηση όχι για την θέα αλλά γιατί εκεί έστηνε αγκίστρια και έπιανε δεκάδες κοτσυφούς και κίχλες.
Η οικογένεια επιβίωσε τα χρόνια εκείνα και από τα αγκίστρια.
Έτσι γίναμε φίλοι με τον Θύμιο.
Ο Θύμιος έβαλε μπροστά και έφτιαξε τα θεμέλια για ένα σπίτι αρκετά μεγάλο.
Οι δύο του γιοί δεν έδιναν σημασία γιατί τότε είχαν το μυαλό τους αλλού.
Επειδή τα λεφτά θα τελείωναν πριν γίνει το σπίτι ο Θύμιος προτίμησε να ρίξει το βάρος στην σωστή θεμελίωση.
Έτσι, όταν γέρασε, ήταν έτοιμη μια επίπεδη πλάκα με έναν μεγάλο βόθρο δίπλα και με «αναμονές» για να συνεχίσουν οι επόμενοι.
Τούλεγα να το μοιράσει.
Μουλεγε ότι αν τα παιδιά του δεν μπορούν να το χτίσουν και να συμβιώσουν τότε ας το κάνουν τα εγγόνια του..και αν δεν το κάνουν και τα εγγόνια ας το κάνουν τα δισέγγονα και αν δεν μπορούν και αυτά .. «μη συφτάκει και γένει».
Πέθανε ο Θύμιος. Πήγα και στην κηδεία του και πολύ σύντομα οι γιοί τον ξέχασαν . 
Κανένας δεν είχε λεφτά να χτίσει το σπίτι και αρχίσανε και οι καυγάδες.
Ο Μικρότερος ήθελε να βάλουν λεφτά για να ξανακάνουν τα θεμέλια στην άκρη του χτήματος για να είναι κοντά στον γκρεμό ώστε να έχει περισσότερη θέα.
Ο Μεγαλύτερος ήθελε να μείνει εκεί που είναι διότι δεν θα ξαναγινόταν καλύτερη θεμελίωση.
Ο Καιρός περνούσε με καυγάδες και ελλείψει χρημάτων δεν γινόταν τίποτα.
Δεν φτάνει αυτό άλλα μόλις ο γιος του μεγαλύτερου πήγε να φτιάξει μια πρόχειρη κατασκευή με τουβλέτες στην μια άκρη της πλάκας για να πηγαίνει κανένα σαββατοκύριακο ο άλλος του έφερε την αστυνομία.
Τον σταμάτησαν και άρχισαν και τα δικαστήρια.
Η πλάκα χορτάριασε γύρω γύρω και ίσα που φαίνεται πλέον από τον δρόμο.
Όταν περνάω, πλέον, από εκεί προσπαθώ να μην την κοιτάζω.
Θυμάμαι το μελαγχολικό βλέμμα του Θύμιου.



Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Πίπες


Ο Μικέλης στα νιάτα του έκανε πίπες.

Τα χρόνια εκείνα όλοι οι κάτοικοι των χωριών της Μέσης κάνανε πίπες.

Οι πίπες ήταν τότε μια παραδοσιακή οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων αυτών των χωριών που ξεκίνησε σαν συμπληρωματική στο φτωχικό τους εισόδημα και έγινε κύρια.

Νέοι και γέροι, αρσενικοί και θηλυκοί , μικροί και μεγάλοι, κάνανε πίπες δίπλα στην ογνίστρα  τις ατελείωτες και βροχερές νύχτες του Κερκυραϊκού χειμώνα.

Ρώταγες τον άλλον: «τι κάνει η μάνα σου» και σουλεγε εντελώς φυσικά: «Κάνει πίπες».

Πρατούσανε στο Σαρόκο οι χωριάτες και φωνάζανε: «Πίπες! … ενανίμιση φράγκο η πίπα».

Από τσου Καστελλάνους Μέσης έως τον Γαρούνα όλοι κάνανε πίπες.

Μεγάλες περιουσίες αποχτήθηκαν τότε από της πίπες.

Τις φτιάχνανε από ξύλο Κυδωνιάς. Ήταν, λέει, το καλύτερο.
Τις πέρναγανε και ένα αυτοσχέδιο βερνίκι που το φτιάνανε στο σπίτι.

Τα χρόνια εκείνα η πίπα ήταν απαραίτητο αξεσουάρ του καπνιστή διότι όλοι για λόγους οικονομίας κόβανε το τσιγάρο στη μέση και δεν μπορούσες να το πιάσεις αν δεν είχε πίπα.

Έτσι διασκέδαζανε  και την φτώχεια γιατί έκοβε ο άλλος το τσιγάρο στην μέση με αργές κινήσεις ιεροτελεστίας και το έβαζε σε μια περίτεχνη και βερνικωμένη πίπα από τσου Καστελάνους.

Μου λέει ωραίες στόριες ο Μικέλης.

Μου μιλάει για την εποχή του πολέμου που θάβανε στο χώμα πέτρινα λαυριά και βάζανε μέσα το λάδι για να μην το βρίσκουνε οι Γερμανοί.

Τέτοια  δοχεία πήλινα φτιάχνανε και οι αρχαίοι Φαίακες και τα θάβανε στην άμμο της Γαρίτσας για να μην τα βρίσκουνε οι Βησιγότθοι του Τωτίλα.

Γιαυτό   στο μουσείο τα αρχαία πήλινα δοχεία είναι μυτερά στην βάση τους και όλοι απορούν «πως στεκόντουσαν όρθια»
Τα θυμάται όλα αυτά ο Μικέλης και μου τα αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια.

Τώρα τελευταία μιλάει μόνο για το παρελθόν.

Σαν να μην υπάρχει μέλλον, ούτε καν παρόν.

Με φώναξε, λοιπόν, να πάω στο χωριό να του φτιάξω ένα σιδερένιο πορτόνι στο σπίτι γιατί το προηγούμενο σάπισε.

Το σπίτι το έφτιαξε τον καιρό της πίπας.

Το «είχε τριάντα χρόνια αλλά το είχε κάνει «φίντο» για οικονομία».

Φτιάχνω το πορτόνι και  είμαι απορροφημένος στην δουλειά.

Με πλησιάζει και μου λέει με ύφος σοβαρό και θλιμμένο.

«Έχω πρόβλημα με το παιδί»

«Ποιο παιδί;…»  του λέω  «…Ο Γιός σου είναι πενήντα χρονώ.»

«Αυτός!»  μου λέει

«Και τι έχει; Εγώ μια χαρά τόνε βλέπω.»

«Ετούτο δώ!..» μου λέει «..δε δουλεύει καλά.»

Μου δείχνει με το δάχτυλο το κεφάλι του.

«Τι έκανε δηλαδή ρε Μικέλη;»

«ΤΙ έκανε!!; Έλα! Τι έκανε! Μου ξερίζωσε το αμπέλι και φύτεψε …γκαζόν!....

Ακούς εκεί γκαζόν!!! Προβατίνες είμαστε;»

«Μού φερε και ένα μηχάνημα με ρόδες να του το κουρεύω, λέει.»

« Μου κουβάλησε και έναν κοπρίτη που είναι σαν αρνί με λουρί, να τονε βγάζω βόλτα για χέσιμο.»


«Τι να κάνω εγώ τώρα; Να πηγαίνω στο καφενείο με τον κοπρίτη δεμένονε από το λουρί και να τους λέω ότι είμαι ξεθεωμένος γιατί κούρευα το γκαζόν;»

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Το Γιοφύρι της Μηλιάς


Είπα να γράψω την μικρή αυτή ιστορία μέρες πούναι να μην χαθεί. Μου την αφηγήθηκε μια ασυρματίστρια του πυροβολικού του Δημοκρατικού στρατού.
Τέτοιες μέρες, λοιπόν, το ’47 έπεσε το γιοφύρι της Μηλιάς.
Κανείς πλέον δεν θυμάται την ύπαρξη του.
Άλλωστε δεν ήταν και κανένα αριστούργημα της αρχιτεκτονικής. Μερικά κυπαρίσσια και τέσσερα ξύλινα υποστυλώματα.
Ήταν όμως ο μόνος τρόπος για να έρθουν σε επαφή οι δύο όχθες .
Αν ρωτήσεις τις όχθες όλου του κόσμου θα σου πουν ότι ένα γεφύρι είναι το σπουδαιότερο πράμα.
Θεωρούν το γεφύρι τους το ομορφότερο. Άλλωστε η αισθητική της κάθε όχθης και η ιστορίας της διαμορφώνεται από δικό της γεφύρι.
Όταν πέφτει ένα γεφύρι οι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων το βλέπουν στην τηλεόραση και κουνούν το κεφάλι τους αδιάφορα.
Οι όχθες όμως θρηνούν.
Σήμερα τεράστιες τσιμεντένιες γέφυρες κοιτούν περιφρονητικά το ποτάμι κάτω στην Μηλιά γιατί δεν ξέρουν ακόμα.
Αισθάνονται ακλόνητες πανίσχυρες και αιώνιες.
Δεν έχουν ακόμα γράψει την ιστορία τους.
Το Γιοφύρι της Μηλιάς έπεσε τον χειμώνα του ’47.
Τα νερά παράσυραν τα κυπαρισσένια υποστυλώματα και έκοψαν στην μέση ένα κοπάδι που περνούσε.
Οι Τσομπάνηδες απελπισμένοι ξεκίνησαν να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής για την στάνη αφήνοντας τα μισά πρόβατα τους μόνα στην απέναντι όχθη μέσα στην κοσμοχαλασιά.
Εκείνη την ώρα είδαν να κατεβαίνουν προς το ποτάμι στρατιώτες.
Ήταν μια μονάδα υποστήριξης πυροβολικού του Δημοκρατικού Στρατού.
Ανάμεσα στου αντάρτες ήταν και η 17χρονη ασυρματίστρια που μου αφηγήθηκε την ιστορία.
Οι Αντάρτες έπρεπε να ανεβούν στο Μέτσοβο το ταχύτερο δυνατό. Δεν είχαν χρόνο να ξαναφτιάξουν το γεφύρι.
Τότε έφτασε ένα τσούρμο συμπεθέρων από το διπλανό χωριό που πήγαιναν να ζητήσουν την νύφη από ένα άλλο χωριό που βρισκόταν απέναντι.
Αποφάσισαν όλοι να βρουν τρόπο να περάσουν το ποτάμι.
Ο Καθένας είχε τους λόγους του.
Πήγαν στο χωριό και μάζεψαν όσα σχοινιά υπήρχαν και έφτιαξαν μια πρόχειρη κατασκευή.
Πέρασαν το παγωμένο ποτάμι πιασμένοι από τα σχοινιά.
Η ασυρματίστρια κόντεψε να πνιγεί. Πάγωσε και άφησε τα σχοινιά από τα χέρια της . Την πρόλαβε κάποιος και την έπιασε από την χλαίνη.
Όταν έφτασαν απέναντι, Το συμπεθεριό θα συνέχιζε το δρόμο του προς το ξένο χωριό.
Οι τσοπάνηδες μάζεψαν τα πρόβατα και αποφάσισαν να τα πάνε και αυτοί στο ξένο χωριό για να βρουν μέρος να τα προφυλάξουν.
Οι Αντάρτες τους ακολούθησαν. Αν συνέχιζαν όλη την νύχτα το δρόμο τους βρεγμένοι θα πάγωναν.
Την επόμενη μέρα οι αντάρτες συνέχισαν για το Μέτσοβο και οι συμπέθεροι με τους τσοπάνους ξαναγύρισαν στο χωρίο τους.
Πέρασαν τα χρόνια και τις προάλλες ταξίδευα προς την Ηγουμενίτσα.
Πέρασα πάνω από την άψυχη ακόμα τεράστια τσιμεντένια γέφυρα.
Κοίταξα κάτω.
Κάπου εκεί θα πρέπει να ήταν.
Κανείς δεν θυμάται πλέον την ξύλινη γέφυρα της Μηλιάς.
Σαν να μην υπήρξε.
Μάλλον δεν ζει κανείς πλέον για να θυμάται.
Αν θέλει κανείς να μάθει θα πρέπει να πάρει τον παλιό δρόμο.
Να κατέβει στο ποτάμι και να ρωτήσει τις όχθες.
Αυτές ξέρουν περισσότερα.

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Οι Καμπάνες του Άγιαρσενιού


 Πρέπει να ήταν ο πιο περίεργος πελάτης που μπήκε στο εργαστήριο μου.
Ήθελε, λέει , να διαλέξει παλιά κομμάτια από σίδερο.
Θα τα χτυπούσε και θα τα ηχογραφούσε.
Εν συνεχεία θα έκανε μια μουσική σύνθεση για την πτυχιακή του εργασία.

Ήταν ένας ευγενικός αδύνατος νεαρός φοιτητής του τμήματος μουσικών σπουδών με αραιά  κοκκινόξανθα γένια που κατέληγαν σε ένα ασθενικό μυτερό μουσάκι κάτω από το σαγόνι.

Μου θύμιζε ήρωα του Ντοστογιέφσκι.

Χτύπαγε  κομμάτια σίδερο και εγώ συνέχιζα την δουλειά μου.
Κάποια στιγμή χτύπησε δυο τρείς φορές το ίδιο σίδερο.
«Αυτό θα το πάρεις» του είπα με σιγουριά χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω.
«Γιατί;» ρωτάει.
«Γιατί μας αρέσει» απαντώ
«Και γιατί «μας αρέσει» συνεχίζει.
«Δεν ξέρω αγόρι μου …μάλλον είναι «Μι».
Με κοίταξε παραξενεμένος . Πήρε τα σίδερα που είχε διαλέξει και έφυγε αφού με ευχαρίστησε.

Έτσι λοιπόν μου ήρθαν στο μυαλό μετά από τόσα χρόνια οι καμπάνες του Άγιαρσενιού.

Όταν ήμουν τεσσάρων με πέντε χρονών , η Νόννα μου η Βανθία με τάιζε κάτι χυλούς που δεν τρωγόντουσαν με τίποτα.

Είχαμε κάνει μια συμφωνία.
Θα ανεβαίναμε στο καμπαναριό του Άγιαρσενιού και για κάθε κουταλιά βασανιστηρίου θα χτύπαγα μια καμπανιά.

«Μια κουταλιά και μια καμπανιά».

Για κάποιο ανεξήγητο λόγο μου άρεσε τόσο πολύ ο ήχος της καμπάνας που τον αντάλλασα με μια κουταλιά δηλητήριο.

«Σώνει όρη κοπέλα να κοιμηθούμε» διαμαρτυρόταν  οι γειτόνοι.

Πέρασαν τα χρόνια και βρέθηκα στον Πειραιά να έχω γίνει φίλος με έναν από τους τελευταίους μαστόρους που έφτιαχναν καμπάνες.
Είχε ένα μικρό χυτήριο μπρούτζου  και δυο μεγάλους τόρνους.
Όταν  είχε την καμπάνα πάνω στον τόρνο φώναζε έναν περίεργο τύπο τυφλό με μπαστούνι και σκύλο.
Καθόταν ο τυφλός σε μια καρέκλα και ο μάστορας χτυπούσε μια φορά την καμπάνα.
«Ανέβαζε» του έλεγε ο Τυφλός.
Ο Μάστορας έπαιρνε ένα πάσο εσωτερικά την καμπάνα . Αφαιρούσε δηλαδή μέταλλο από την εσωτερική επιφάνεια της καμπάνας.
Την ξαναχτύπαγε.
«Ανέβαζε και άλλο»  του έλεγε ο τυφλός.
«Λίγο ακόμα».
«Εκεί!»
Σταμάταγε ο μάστορας. Πλήρωνε τον τυφλό και τελείωνε η παράξενη τελετουργία.

Νόμιζα ότι αυτή η εμμονή στο ακριβές κούρδισμα της καμπάνας δεν είχε κανένα νόημα .
«Κάποια ιδιοτροπία των καλογέρων του μεσαίωνα που έφτασε μέχρι τις μέρες μας » σκέφτηκα.

Πέρασαν και άλλα χρόνια και μέσα σε ένα σπήλαιο στην Σλοβενία οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν απομεινάρια εργαλείων ανθρώπων του Νεάντερνταλ.
Ανάμεσα τους ξεχώρισαν ένα κόκκαλο αρκούδας που πάνω του είχε πέντε ολοστρόγγυλες τρύπες  διαφορετικής απόστασης η μια από την άλλη και διαφορετικής διαμέτρου.

Έμειναν άναυδοι.

Το κόκκαλο της αρκούδας ήταν μια φλογέρα με πέντε μουσικούς τόνους.

Η Ανημίτονη Πεντατονική κλίμακα!

Η Κλίμακα της αρχαίας κινέζικης μουσικής, της Ινδικής , της  μεσαιωνικής  εκκλησιαστικής, των σημερινών πολυφωνικών τραγουδιών της Βαλκανικής και της γειτονικής μας Ηπείρου, της Τζαζ, της Ρόκ , των νέγρικων Μπλουζ.

Προσπαθούσα να φαντασθώ  αυτό το πλάσμα  να ανοίγει με ένα μυτερό πέτρινο εργαλείο την κάθε τρύπα.

Να  φυσάει  και να ξαναφυσάει στο κόκκαλο και να συνεχίζει να ανοίγει την τρύπα υπομονετικά.

Ξαφνικά να σταματάει.
«Εδώ»
Ακριβώς «Λα»
440 Hz /sec.

Ο Νεαντερντάλιος αυλός ήταν έτοιμος.

Δεν είναι δυνατόν!

Γιατί σταμάταγε ακριβώς εκεί;

Γιατί του άρεσε ακριβώς εκεί;

Κάποιοι μου είπαν ότι  είναι επιλογή του Θεού.

‘Άλλοι πάλι που βιαζόταν να ξεμπερδέψουν μου απάντησαν αόριστα ότι είναι η «αισθητική  που αποκτήσαμε από τους ήχους της φύσης».

Αναρωτιέμαι ακόμα.

Μερικές φορές που λιποψυχώ δεν θέλω να μάθω.

Μόλις ξύπνησα.

Κυριακή σήμερα

Η ώρα είναι  εννιά παρά τέταρτο .

Σε λίγο θα χτυπήσουν οι καμπάνες του Άγιαρσενιού.