Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Το Γιοφύρι της Μηλιάς


Είπα να γράψω την μικρή αυτή ιστορία μέρες πούναι να μην χαθεί. Μου την αφηγήθηκε μια ασυρματίστρια του πυροβολικού του Δημοκρατικού στρατού.
Τέτοιες μέρες, λοιπόν, το ’47 έπεσε το γιοφύρι της Μηλιάς.
Κανείς πλέον δεν θυμάται την ύπαρξη του.
Άλλωστε δεν ήταν και κανένα αριστούργημα της αρχιτεκτονικής. Μερικά κυπαρίσσια και τέσσερα ξύλινα υποστυλώματα.
Ήταν όμως ο μόνος τρόπος για να έρθουν σε επαφή οι δύο όχθες .
Αν ρωτήσεις τις όχθες όλου του κόσμου θα σου πουν ότι ένα γεφύρι είναι το σπουδαιότερο πράμα.
Θεωρούν το γεφύρι τους το ομορφότερο. Άλλωστε η αισθητική της κάθε όχθης και η ιστορίας της διαμορφώνεται από δικό της γεφύρι.
Όταν πέφτει ένα γεφύρι οι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων το βλέπουν στην τηλεόραση και κουνούν το κεφάλι τους αδιάφορα.
Οι όχθες όμως θρηνούν.
Σήμερα τεράστιες τσιμεντένιες γέφυρες κοιτούν περιφρονητικά το ποτάμι κάτω στην Μηλιά γιατί δεν ξέρουν ακόμα.
Αισθάνονται ακλόνητες πανίσχυρες και αιώνιες.
Δεν έχουν ακόμα γράψει την ιστορία τους.
Το Γιοφύρι της Μηλιάς έπεσε τον χειμώνα του ’47.
Τα νερά παράσυραν τα κυπαρισσένια υποστυλώματα και έκοψαν στην μέση ένα κοπάδι που περνούσε.
Οι Τσομπάνηδες απελπισμένοι ξεκίνησαν να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής για την στάνη αφήνοντας τα μισά πρόβατα τους μόνα στην απέναντι όχθη μέσα στην κοσμοχαλασιά.
Εκείνη την ώρα είδαν να κατεβαίνουν προς το ποτάμι στρατιώτες.
Ήταν μια μονάδα υποστήριξης πυροβολικού του Δημοκρατικού Στρατού.
Ανάμεσα στου αντάρτες ήταν και η 17χρονη ασυρματίστρια που μου αφηγήθηκε την ιστορία.
Οι Αντάρτες έπρεπε να ανεβούν στο Μέτσοβο το ταχύτερο δυνατό. Δεν είχαν χρόνο να ξαναφτιάξουν το γεφύρι.
Τότε έφτασε ένα τσούρμο συμπεθέρων από το διπλανό χωριό που πήγαιναν να ζητήσουν την νύφη από ένα άλλο χωριό που βρισκόταν απέναντι.
Αποφάσισαν όλοι να βρουν τρόπο να περάσουν το ποτάμι.
Ο Καθένας είχε τους λόγους του.
Πήγαν στο χωριό και μάζεψαν όσα σχοινιά υπήρχαν και έφτιαξαν μια πρόχειρη κατασκευή.
Πέρασαν το παγωμένο ποτάμι πιασμένοι από τα σχοινιά.
Η ασυρματίστρια κόντεψε να πνιγεί. Πάγωσε και άφησε τα σχοινιά από τα χέρια της . Την πρόλαβε κάποιος και την έπιασε από την χλαίνη.
Όταν έφτασαν απέναντι, Το συμπεθεριό θα συνέχιζε το δρόμο του προς το ξένο χωριό.
Οι τσοπάνηδες μάζεψαν τα πρόβατα και αποφάσισαν να τα πάνε και αυτοί στο ξένο χωριό για να βρουν μέρος να τα προφυλάξουν.
Οι Αντάρτες τους ακολούθησαν. Αν συνέχιζαν όλη την νύχτα το δρόμο τους βρεγμένοι θα πάγωναν.
Την επόμενη μέρα οι αντάρτες συνέχισαν για το Μέτσοβο και οι συμπέθεροι με τους τσοπάνους ξαναγύρισαν στο χωρίο τους.
Πέρασαν τα χρόνια και τις προάλλες ταξίδευα προς την Ηγουμενίτσα.
Πέρασα πάνω από την άψυχη ακόμα τεράστια τσιμεντένια γέφυρα.
Κοίταξα κάτω.
Κάπου εκεί θα πρέπει να ήταν.
Κανείς δεν θυμάται πλέον την ξύλινη γέφυρα της Μηλιάς.
Σαν να μην υπήρξε.
Μάλλον δεν ζει κανείς πλέον για να θυμάται.
Αν θέλει κανείς να μάθει θα πρέπει να πάρει τον παλιό δρόμο.
Να κατέβει στο ποτάμι και να ρωτήσει τις όχθες.
Αυτές ξέρουν περισσότερα.