Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

Καφέ Μιμόζα

Translator
Εδώ μαζεύεται η αφρόκρεμα της βαθιάς Κέρκυρας.

Εργατική τάξη, ανανήψαντα πρεζόνια του ΟΚΑΝΑ, οι παροικούντες του ψυχιατρείου  και εγώ.

Εάν επιχειρούσα να γράψω για όλους θα χρειαζόμουν μερικά γιγαμπάιτ οπότε ας αρκεστούμε ενδεικτικά  σε μερικές χαρακτηριστικές φιγούρες που μου έρχονται σκόρπια στο μυαλό.

 

Ο Λευτέρης ο Μπαμπέφ

Μια μυστήρια και μοναχική φυσιογνωμία που κάθε πρωί μου κάνει μια και μόνη ερώτηση.

Αυτό γίνεται κάθε μέρα εδώ και είκοσι χρόνια.

 

Η πρώτη ερώτηση που μου έκανε πριν απο χρόνια ήταν: «Ποιος ήταν ο Μπαμπέφ».

Αιφνιδιάστηκα.

-«Ένα Γάλλος ηγέτης της Γαλλικής επανάστασης» απάντησα.

 

Κουνάει σοβαρός το κεφάλι του. «Νόμιζα πως ήταν Βούλγαρος» μου απαντάει και φεύγει.

Αποφεύγει να συνεχίσει διότι ξέρει ότι για τα πρώτα τριάντα δεύτερα δεν χρεώνω.

Έκτοτε έλαβε το παρατσούκλι «Ο Λευτέρης ο Μπαμπέφ».

 

Ο Τέλης ο Σμπερλάδος

Ο Τέλης  είναι δημοτικός υπάλληλος παντός καιρού.

Έχει ένα τίκ .

Ξαφνικά κλείνει με δύναμη τα μάτια του , στρίβει αριστερά το κεφάλι απότομα , ανοίγει διάπλατα το στόμα και μένει έτσι για λίγα δευτερόλεπτα.

Αμέσως μετά επιστρέφει στις εργοστασιακές ρυθμίσεις σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.

Μερικοί λένε ότι το έπαθε γιατί τον είχανε βάλει υπεύθυνο για τα τασάκια και τους καφέδες στις ατελείωτες συνεδριάσεις των δημοτικών συμβουλίων και λένε ότι άκουσε τόσες μαλακίες που στο τέλος δεν άντεξε ο άνθρωπος.  

Άλλοι πάλι λένε ότι το έπαθε όταν μετακόμισε από το Καμπιέλο. Είχε πουλήσει το ερείπιο, όπου έμενε, και πήρε μια γκαρσονιέρα απέναντι από το Εργατικό κέντρο.

Δεν υπολόγισε καλά και έκτοτε είχε στα δέκα μέτρα τα μεγάφωνα του Εργατικού Κέντρου να παίζουν ριπλέι το «Πάγωσε η τσιμινιέρα»

 

Ο Μάκης ο Αναρχικός

Ο Μάκης  έχει υψηλό επίπεδο ενσυναίσθησης και χιούμορ πράγμα σπάνιο για φανατικούς πάσης φύσεως.

Με βλέπει σκεφτικό και με ρωτάει τι μου συμβαίνει.

Του εξηγώ ότι κάθε μέρα διαβάζω, θέλοντας και μη, αυτή την αγγελία στην κολόνα απέναντι μου.

Μια νοσοκόμα αναλαμβάνει ηλικιωμένους. Μπάνιο, ενέσεις , βεντούζες κλπ.

-«Με τσακίζει!» του λέω.

Φεύγει αμίλητος.

Την επομένη στην κολόνα είναι κολλημένη μια νέα αφίσα.

Από πάνω γράφει «Γκαλά όπερας» παρακάτω έχει την φωτογραφία της Μαρία Κάλλας και πιο κάτω γράφει «Κατάληψη Αντινομία».

 

Η Τσίν

Η Τσίν είναι Κινέζα και δουλεύει το Κινέζικο της γειτονιάς.

Είναι σοβαρή.

Πίνει τον καφέ της , κοιτάει τα αυτοκίνητα έξω και μου λέει σκεφτική:

-«Αυτά τα αυτοκίνητα στην Κίνα κάνουν πολλά λεφτά»

-«Επειδή είναι δυτικά;» ερωτώ αφελώς.

-«Όχι ...είναι πολλοί που κάνουν συλλογή από αντίκες.»

 

Ο Αντωνάκης ο Πασόκος

Εδώ μιλάμε για το βαθύ Πασόκ με Κερκυραϊκά χρώματα.

Λαϊκό στέλεχος του Κινήματος και της τοπική αυτοδιοίκησης.

Φοράει ρούχα που είναι αδύνατο να βρεθούν στο εμπόριο.

Πήγε να δώσει συνέντευξη σε τοπικό τηλεοπτικό σταθμό φορώντας βεραμάν παντελόνι, πορτοκαλί σακάκι, ροζ πουκάμισο , γραβάτα κίτρινη με τον Τουίτι στην μέση και λέει σοβαρός στον δημοσιογράφο:

-«Επιτέλους κύριε Ζηνιάτη, ας μιλήσουμε σοβαρά για τα προβλήματα της Κέρκυρας!»

Ο ίδιος κάποτε είχε ανακοινώσει ότι «εφέτος θα γίνουν στους ελαιώνες αεροψεκασμοί από εδάφους».

 

Ο Γιάννης ο Κουτσουμπαλόβ

 

Ετούτος είναι οπαδός του Κουτσούμπα ειδικά.

Με χαιρετάει συνωμοτικά ως εξής:

Πρώτα πρέπει να αγγίξουμε τις γροθιές μας , χτύπημα τις παλάμες μας από αριστερά , μετά από δεξιά , μετά από πάνω , ύστερα από κάτω και τέλος να αναφωνήσουμε «Κουτσούμπαλόβ!»

Ενίοτε μου ζητάει και ένα ευρώ χωρίς να έχει ανάγκη.

Επινόησα μια αποτελεσματική μέθοδο για να τον αποφύγω. Μου ζητάει ένα ευρώ και εγώ του λέω:

-«Ένα ευρώ! Κράτα πέντε να κάνεις την δουλειά σου.»

Βάζω το χέρι στην τσέπη και βγάζω την κάρτα.

-«Τί είναι αυτό;»

-«Κάρτα ...δεν έχεις πιοουές;...λυπάμαι, έτσι γίνονται οι συναλλαγές σήμερα.»

 

Ο Τάσος ο Πιτσικαμόρτης

 

Ο Τάσος είναι ο νεκροθάφτης  της γειτονιάς.

Πίνει αμίλητος ουζάκι με μεζεδάκι.

Δεν έχει πολλές κουβέντες.

Δεν τον ενδιαφέρει το ποδόσφαιρο , τα πολιτικά η ο καιρός.

Εκεί που τσιτώνεται είναι όταν ο Στάθης  ως προβοκάτορας  τον προκαλεί λέγοντας δήθεν αδιάφορα:

-«Τα μάθατε; Η κυρία Λουΐζα έβαλε βηματοδότη.»

Εκεί αρπάζεται ο Τάσος.

-«Τι αηδίες είναι αυτές ογδόντα πέντε χρονώ γυναίκα! Είναι ζωή αυτή με βηματοδότη; Ας το να πάει στο διάολο!»

 

Ο Προβοκάτορας  

 

Ο Στάθης είναι  ο προβοκάτορας του καφέ Μιμόζα.

Μπαίνει ο Τάκης με το Βουλκανιζατέρ να πιεί τον καφέ του και ο Στάθης λέει δήθεν αγανακτισμένος:

-«Είναι δρόμοι αυτοί που έχουμε; Πήγα στις Μπενίτσες και κόντεψα να σκοτωθώ μέσα στους λάκκους.»

Αγριεύει το μάτι του Τάκη.

-«Μία χαρά είναι οι δρόμοι... είχες και στο Κράτσαλο τέτοιους δρόμους;».

 

Στο «Καφέ Μιμόζα» μπορούν να συμβούν τα πάντα ανά πάσα στιγμή.

Σκέφτομαι ότι αν υπήρχε μια κρυφή κάμερα και κατέγραφε τα πάντα θα γινόταν μια εκπομπή με απίστευτη τηλεθέαση.

 

 

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

Κ

 Ο Κ ήταν ο ήρωας του Κάφκα στο αριστούργημα του «Ο Πύργος».

Ο Κ φτάνει σε μια πόλη που ζει στην σκιά ενός μυστηριώδους Πύργου.

Το ίδιο και ο Κλίχας.

Ο Κλίχας ήταν ο ήρωας της δικής μας ιστορίας.

Είχα γράψει έναν επικήδειο για αυτόν πριν από χρόνια και κάπου το είχα καταχωνιασμένο στα έγκατα του  σκληρού  μου δίσκου.  

Η αλήθεια είναι ότι τον είχα ξεχάσει μέσα στην οχλαγωγία .

Μου τον θύμισε ένας φίλος.

Έψαχνε κάτι  που είχα γράψει για αυτόν πριν από χρόνια.

Γράφω ξανά σήμερα μετά δεκατρία χρόνια.   Τώρα έρχεται στο νου μου πιο αχνά και πιο καθαρά, όπως συμβαίνει πάντα με όλους τους μύθους.

Ο Κλίχας ήταν άνθρωπος της πιάτσας.

Εργάτης του ποδαριού και άνεργος εναλλάξ.

Κοντός , ξερακιανός γύρω στα 50 με χαλασμένα δόντια και μονίμως οργισμένος με το «σύστημα».

Έβγαζε πύρινους λόγους για τα κακώς κείμενα.

Μιλούσε με χειρονομίες και έκανε και τις ανάλογες γκριμάτσες.

Ο Κλίχας ήταν μονίμως αδικημένος , οργισμένος και ζητούσε να πάρει εκδίκηση.

Η ανεργία, οι δημόσιες τουαλέτες , οι δρόμοι, το νοσοκομείο , τα πάντα.

Μίλαγε και νόμιζες ότι ήταν στα όρια εμφράγματος.

Ένας αδιαφανής και σκοτεινός μηχανισμός τον κατέτρεχε.

Δεν μίλαγε ποτέ για συγκεκριμένα πρόσωπα.

Ο μηχανισμός ήταν κάτι  σκοτεινό και ακαθόριστο.

Το όνειρό του ήταν να γίνει οδοκαθαριστής.

Του αρκούσε και μια θέση  εποχιακού με την επιδίωξη να μονιμοποιηθεί κάποτε.

Ο Κ ήταν μια περίπτωση ανθρώπου που χρειαζόταν βοήθεια.

Μια ελάχιστα πιο δίκαιη και πιο οργανωμένη κοινωνία θα μπορούσε να τον κρατήσει στην ζωή.

Ο  Κ ήταν με τον τρόπο του  μια ζωντανή καταγγελία της αδικίας , της γραφειοκρατίας  και  της εξουσίας.

Ήταν τόση η ένταση με την οποία ζούσε την ασχήμια που δεν μπορούσε να δει τίποτα όμορφο γύρω του.

Συμβαίνει σε πολλούς όταν είναι να τους καταπιεί το τέρας.

Θυμάμαι μια φορά στα νιάτα μου μια ανάλογη περίπτωση μιας οργισμένης κοπέλας.

Κοίταζα το ηλιοβασίλεμα και τόλμησα να της πω κάτι για την αίσθηση που μας δημιουργεί.

-«Καλά δεν βλέπεις τα καλώδια της ΔΕΗ στη μέση;» μου απάντησε.

Δυστυχία.

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να δουν τίποτα όμορφο στον κόσμο.

Έτσι συμβαίνει πάντα πριν την κατάρρευση.

Τον Κ τον αγαπούσα και τοξερε.

Υπήρχαν πολλοί που τον κουρδίζανε για να γελάσουν.

Πάντα υπάρχουν και αυτοί.

Ένα βράδυ του Αυγούστου κατέβαινα προς τον Αγιαντώνη.  

Ο Κ ανέβαινε.

Συναντηθήκαμε έξω από τον Άγιο Φραγκίσκο.

-«Κερνάς μια μπύρα;»

-«Δεν πίνω μπύρα..αν θες κρασί.»

Εκνευρισμένος κάνει μια χειρονομία.

-«Κρασί…ότι νάναι.»

-«Όχι όμως μέσα ..ούτε κάτω από ομπρέλες.. έξω.»

-«Έξω ..όπου θέλεις».

Πήραμε καμιά δεκαριά φέτες παντσέτα από του Δαρμανή που τότε είχε το κρεοπωλείο στην Σπηλιά.

Πήραμε από το σούπερ μάρκετ λίγο τυρί και μια μποτίλια κρασί.

Ζήτησα από τον σερβιτόρο του Μαύρου Γάτου να μου ανοίξει τον φελλό και να μου δανείσει και δύο ποτήρια κολονάτα.

Καθίσαμε στο χορτάρι απέναντι στην πλατεία.

Ξεκίνησε να μου μιλάει για την πορεία του διορισμού του στο Δήμο ως  οδοκαθαριστή.

«Τα χαρτιά» ήταν έτοιμα και «είχανε πάρει το δρόμο τους».

Μπαίνει σε λεπτομέρειες.

Υπάρχει «ένα πρόσωπο» που περνάει ο λόγος του και θα τα «σπρώξει».

«Όλο το θέμα είναι να φτάσουν στο γραφείο του προϊσταμένου της καθαριότητας.»

«Υπάρχει κάποιος γνωστός που μπορεί να πει μια κουβέντα αρκεί να φτάσουν εκεί.»

«Σε καμιά δεκαπενταριά μέρες θα έχουν ανέβει στον πρώτο όροφο.»

 

Τα ίδια μου τα είχε πει πάρα πολλές φορές.

Τον άκουγα υπομονετικά.

Από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσα να παρακολουθήσω.

Ήταν και το κρασί.

Με ρώτησε κάτι κάποια στιγμή αλλά  είχα χάσει την συνέχεια.

Εκνευρίστηκε.

 -«Καλά τσάμπα μιλάω τόση ώρα?»

-«Έλα ρε Σπύρο μην κάνεις έτσι …λέγε …τι έλεγες?»

-«Να τα πω από την αρχή δηλαδή?»

Σηκώθηκε όρθιος για να αποδίδει καλύτερα .

Μιλούσε ασταμάτητα και κούναγε τα χέρια του σαν να πάλευε με τον αόρατο μηχανισμό.

Σαν να έβλεπες τον Πύργο του Κάφκα σε θεατρικό.

Μιλάμε για ένα ασύλληπτο ατσελεράντο  που θα το ζήλευαν όλοι οι μεγάλοι του θεάτρου.

Πάνω που έχει φορτώσει για τα καλά και όλα δέιχνουν ότι φτάνουμε στο highlight συμβαίνει το αδιανόητο.

Ανοίγουνε τα αυτόματα μπέκ ποτίσματος του κήπου και μας λούζουν.

Έβρεχε από παντού!

Ο Κλίχας δεν ήξερε κατά που να κάνει για να αποφύγει τα νερά.

Βρίζοντας άρχισε να μουντζώνει τον ουρανό, την Νομαρχία , την Μητρόπολη,  το φρούριο, τα δικαστήρια, τον ΟΑΕΔ και τέλος μην έχοντας τι άλλο να μουντζώσει μούντζωσε και το μνημείο του Ναύαρχου Ουζάκωφ.

Ανηφορίσαμε την Τένεδο προς την Μίνα .

Στου «Γκίκα» χωρίζανε οι δρόμοι μας.

Δεν τον ξανάδα.

Κάηκε.

Λογικά πρέπει να βρίσκεται στον παράδεισο τώρα.

Υπάρχει και εκεί μηχανισμός.

Έχουν Βασιλιά, Βασίλισσα και Διάδοχο. Έχουν μόνιμους Αρχάγγελους με σπαθιά , απλούς Αγγέλους πεζικάριους, αγίους , οσίες  τα πάντα.

Λένε μάλιστα ότι εκεί ο Βασιλιάς είναι μεγαλόψυχος.

Ας ελπίσουμε ότι θα δώσουν και του Κλίχα ένα γράβαλο να μαζεύει τα φύλλα που θα πέφτουν από τα δέντρα του παραδείσου.

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

Έγκλημα στο μοναστήρι

Ο Γέροντας Ευθύμιος της Ιεράς μονής Παναγίας της  Παλιοκαστρίτσας σηκώθηκε από το κρεβάτι βαριεστημένα αργά το πρωί των Χριστουγέννων.

Εκτός από τα υπόλοιπα καθήκοντα του έχει αναλάβει να ταΐζει και τις κότες  της μονής.

Βγαίνοντας από το κελί του κοιτάζει  και κάνει την καθημερινή του εκτίμηση για τον καιρό.

Καθώς προχωράει προς τα κοτέτσια βλέπει στην μέση στο παρκινγκ  της μονής  κάτι που τραβάει την προσοχή του.

Πλησιάζει και η ανάσα του κόβεται.

Ένας άνδρας ακίνητος είναι πεσμένος κάτω.

Προσπαθεί να τον σηκώσει και διαπιστώνει με τρόμο ότι ο άνδρας είναι νεκρός.

Γυρνάει τρέχοντας στο μοναστήρι και ξυπνάει  τον Ηγούμενο.

Ο αξιωματικός υπηρεσίας του τοπικού αστυνομικού τμήματος στέλνει τον μοναδικό αστυνομικό με το  μοναδικό περιπολικό .

Πράγματι ο πεσμένος άνδρας είναι νεκρός στην μέση του έρημου παρκινγκ.

Ο επιθεωρητής Γρηγορίου της διεύθυνσης εγκληματολογικού  κοιμάται με τα πόδια επάνω στο γραφείο και το στόμα ανοιχτό.

Τον βασανίζει μια χρόνια ιγμορίτιδα.

Τον ξυπνάει απότομα τον κουδούνισμα του υπηρεσιακού τηλεφώνου.

Φοράει το παλτό του και βγαίνει στο προαύλιο.

Χρειάζεται δύο χρόνια ακόμα για να συνταξιοδοτηθεί.

Η μετάθεσή του στην Κέρκυρα ήταν ότι χρειαζόταν στην ηλικία του.

Το τελευταίο έγκλημα που έγινε στο νησί ήταν πριν δέκα χρόνια όταν ο παπάς  ενός ορεινού χωριού σκότωσε την παπαδιά διότι πίστευε ότι τον απατά με τον καντηλανάφτη.

Φτάνει  στο μοναστήρι και δίνει εντολή να απομακρυνθούν όλοι από το πτώμα.

Με την πρώτη ματιά διαπιστώνει ότι  το πτώμα δεν έχει εμφανή τραύματα.

Ο μοναδικός αστυνομικός του τοπικού αστυνομικού τμήματος τοποθετηθεί ταινία σήμανσης γύρω από τον τόπο του εγκλήματος.

Το νοσοκομειακό είναι ήδη στο δρόμο.

Ο ιατροδικαστής του νοσοκομείου απεφάνθη ότι ο ηλικιωμένος άνδρας   είχε δεχθεί χτυπήματα με βαρύ αντικείμενο και έφερε κατάγματα στα πλευρά , στο χέρι και στην σπονδυλική στήλη.

Το τελευταίο χτύπημα στην σπονδυλική στήλη ήταν και το μοιραίο.

Ο επιθεωρητής Γρηγορίου προσπαθεί να συλλέξει πληροφορίες.

Ο δολοφόνος αλλά και το θύμα  είχαν μόνο ένα δρόμο για να ανέβουν στην μονή.

Κανείς δεν υπήρχε εκεί για να τους δει να ανεβαίνουν.

Την ημέρα των Χριστουγέννων το πρωί και μάλιστα σε αυτήν την ερημιά δεν  υπήρχε κανείς άλλος  εκτός από το θύμα και τον δράστη.

Γύρω από τον τόπο του φόνου δεν υπήρχε κανένα ίχνος πάλης.

Τι είχε συμβεί;

Ο επιθεωρητής Γρηγορίου βρισκόταν μπροστά σε ένα ανεξήγητο μυστήριο.

Επιστρέφει στην πόλη γεμάτος σκέψεις.

Μέχρι το μεσημέρι έχει στην διάθεση του όλα τα στοιχεία του θύματος.

Ηλικιωμένος χαμηλοσυνταξιούχος , ακτιβιστής της αριστεράς ,  συγγραφέας φανταστικών ιστοριών και γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους  της πόλης.

Ποιος μπορεί να ήθελε τον θάνατό του.

Η μόνη εχθρός του ήταν μια επίσης ώριμη ευτραφής συγγραφέας αριστερών ρομάντζων  τύπου Αρλεκίν .

Το άλλοθι της είναι ατράνταχτο.  Την ώρα του εγκλήματος  βρισκόταν στο Έμεραλ στο Σαρόκο από όπου αγόρασε ένα κιλό  μελομακάρονα , τέσσερα  γαλακτομπούρεκα και δύο ζαμπονοτυρόπιτες.

Το υπουργείο προστασίας του πολίτη πίεζε αφόρητα να υπάρξει αμέσως αποτέλεσμα της έρευνας του εγκληματολογικού διότι διάφορες αριστερές ομάδες και οργανώσεις είχαν αρχίσει να βγάζουν ανακοινώσεις.

Έκαναν σαφείς υπαινιγμούς για   παρακρατικούς κύκλους που βρισκόταν πίσω από το έγκλημα. 

 Οι πιο ακραίοι μιλούσαν και πιθανή ανάμιξη ξένων μυστικών υπηρεσιών.

Ένας γνωστός μουσικοσυνθέτης του νότου  ετοίμαζε ένα νέο ορατόριο με τίτλο «Το ορατόριο του νεκρού αδελφού» .

Μάλιστα, επειδή η αριστερά ζούσε στην δίνη του γουόκ κινήματος,  ήταν έτοιμος , εάν το έγκλημα είχε σεξουαλικό κίνητρο να το μετατρέψει σε «Ορατόριο της νεκρής αδελφής».

Για να μην πολυλογούμε, τελικά η υπόθεση μπήκε στο αρχείο ανεξιχνίαστων εγκλημάτων και ο επιθεωρητής Γρηγορίου μετατέθηκε  στο νησάκι  Κίναρος του Αιγαίου όπου έχει μόνο μια κάτοικο.

Εκεί δεν υπάρχει καμία περίπτωση να γίνει  έγκλημα  εκτός αν ο ίδιος ο επιθεωρητής σκοτώσει την μοναδική κάτοικο του νησιού.

Αυτά αγαπητοί μου  φίλοι συνέβησαν σε  ένα παράλληλο σύμπαν.

Ως γνωστόν , σύμφωνα με την θεωρία των παράλληλων συμπάντων, η ιστορία συμβαίνει με πολλούς τρόπους και σύμφωνα με τις επιθυμίες  του κάθε ενός.

Εμείς όμως γνωρίζουμε μόνο την δική μας εκδοχή, του δικού μας σύμπαντος,  και αυτήν ακριβώς θα εξιστορήσω  αμέσως.

Το πρωί των Χριστουγέννων το θύμα  πηγαίνει στο μοναστήρι.

Δεν πάει να προσευχηθεί διότι η σχέση του με τα θρησκευτικά δρώμενα είναι μάλλον πλημμελής  . Απλώς του αρέσουν, κάτι τέτοιες ώρες, οι ερημιές.

Παρκάρει στο έρημο παρκινγκ και κατευθύνεται ολομόναχος προς το μοναστήρι.

Γύρω του δεν υπάρχει ψυχή.

Κρατάει στο χέρι του ένα πακετάκι κράκερ.

Ξαφνικά δέχεται από πίσω ένα δυνατό χτύπημα στο ύψος του κώλου που τον ξαπλώνει κάτω.

Βάζει το δεξί του χέρι  στην άσφαλτο , γδέρνεται και τραντάζεται μέχρι τον ώμο.

Σκίζεται το παντελόνι του   και το μπουφάν του στον αγκώνα. 

Γυρίζει όπως ήταν ξαπλωμένος και βλέπει έκπληκτος από πάνω του ένα …κριάρι.

Μην έχοντας τι άλλο να κάνει του δίνει ένα ..χαστούκι.

Το κεφάλι του κριαριού γυρνάει δεξιά , βλέπει τα κράκερ του χαμηλοσυνταξιούχου που είχαν πέσει στην άσφαλτο και πέφτει με τα μούτρα στο φαί.

Ώσπου το κριάρι να φάει τα κράκερ,  το θύμα καταφέρνει να σηκωθεί και να φύγει άρον - άρον .

Αυτά, λοιπόν,  αγαπητοί μου συμβαίνουν στο δικό μας σύμπαν.

Τα λέμε αργότερα σε κάποιο άλλο παράλληλο σύμπαν όπου στην διαδρομή για το μοναστήρι η μοναδική επιζήσασα σφήκα από το περσινό καλοκαίρι  μπαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο του αυτοκινήτου,  τον τσιμπάει , παθαίνει αλλεργικό σοκ, φτάνει στο νοσοκομείο κακήν κακώς και μια νοσοκόμα με ξεκούμπωτα τα τρία πρώτα κουμπιά της μπλούζας της του κάνει ένεση κορτιζόνης και του σώζει την ζωή.

Άργησα λίγο να γράψω την νέα μου νουβέλα διότι  επί δέκα πέντε  μέρες  βάζω διάφορες αλοιφές στο δεξί μου χέρι και κοιμάμαι από το ένα πλευρό.

 

Πολλά φιλιά και ευτυχές το νέο έτος.