Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

Το απόλυτο υπερόπλο της σαπουνόφουσκας

 Η Βούλα ζει  μόνη στην Αστρακερή*.

Το σπίτι της  είναι σε ένα λόφο δίπλα στην θάλασσα.

Προτιμάει την μοναχική ζωή  αλλά  δεν έχει αποκοπεί από τον κόσμο.

Κατέβηκε στην  θάλασσα για το πρωινό της μπάνιο.

Θα γυρίσει αργότερα να ποτίσει το χειμωνικό*

Έχει βάλει και κάτι κομιντορίτσια*  πολύ γλυκά και στρογγυλά σαν βερίκοκα. Έχει και μελιτζάνες άσπρες και μαύρες και πιπεριές.

Μας μιλάει με θαυμασμό για τα κρινάκια της άμμου που ζουν σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες χωρίς να χάνουν την τρυφεράδα και το άρωμα τους.

Αν προλάβει θα έρθει και στο γλέντι στο χωριό.

Το γλέντι στο χωριό  γίνεται απόψε χωρίς κάποιο προφανή λόγο.

Απλώς ένα κάλεσμα στο φέισμπουκ  «Ελάτε να γλεντήσουμε».

Το χωριό κάνει το επίσημο πανηγύρι του «του Θωμά».

Όπως είναι γνωστό , τα παλιά χρόνια στο χωριό ζούσε κάποιος που τον έλεγαν Θωμά.

Ο Θωμάς , λοιπόν , λέει ο μύθος,   ήταν ο μόνος που κατάφερε να τελειώσει το δημοτικό με το «πέντε»  και «διαγωγή κοσμία».

Έκτοτε , κάθε χρόνο , «του Θωμά»,  ασκώνουνε λιτανεία.

Ενυ γουέι!

Το δειλινό , τα πάντα ήταν έτοιμα στο παλιό προαύλιο του σχολείου.

Ο  Ήλιος κατακόκκινος  γέρνει πάνω από Μπόρς *

Ένας  χωριανός , μετανάστης στην Γαλλία,   αγωνιά να βγάλει φωτογραφία το ηλιοβασίλεμα.

Θα το στείλει , λέει, με «Μέσετζερ» στους Γάλλους φίλους του.

«Το Μέσετζερ δεν στέλνει ηλιοβασιλέματα , στέλνει φωτογραφίες από ηλιοβασιλέματα. Το ηλιοβασίλεμα είναι  αίσθηση και  βίωμα Το πρόβλημα είναι ότι το χάνεις αυτή τη στιγμή ματαίως.»  Του λέω.

Ματαιοπονώ.  Δεν δείχνει να καταλαβαίνει.

Με τούτα και με κείνα αρχίζει το γλέντι σιγά - σιγά.

Ορχήστρα δεν υπάρχει.

Ευτυχώς.

Τα πάντα γίνονται από έναν ντιτζέι – υδραυλικό-ελαιοπαραγωγό-ξενοδοχοϋπάλληλο κλπ κλπ.

Κάθεται  μπροστά στην κονσόλα με σύνδεση στο ιντερνέτ από δεδομένα τηλεφώνου και διευθύνει τα πάντα.

Ξεκινάμε απαλά με παλιά τραγούδια των χωριών τ΄Αγύρου*

«Στο Βαλανειό  είναι οι έμορφες , τσ΄Αιδούλους   μαυρομάτες

Και στο καημένο το Ζυγό κοντούλες και γιομάτες…»

Και συνεχίζει με στιχάκια σε ρυθμό Αγυριώτικο.

« Να χαμηλώναν τα βουνα και οι λεμονοκορφάδες

νάβλεπα την αγάπη μου στην άκρη τσου Σγουράδες»

Και…

«Απόπερα τσου Μαλακιούς , σιμά τσου Ραφαλάδες

Όπου είναι μια μελαχρινή γιομάτη νοστιμάδες»

Ωραία κυλούσε η βραδιά  και το κέφι συνεχώς δυνάμωνε.

Ξαφνικά ο ντιτζέι κάνει μια μικρή παύση και συζητάει με μια κοπέλα .

Αμέσως μετά ακούμε παράξενες μουσικές  και άγνωστους ρυθμούς.

Κοιταζόμαστε με απορία.

Τότε, ξαφνικά,  σηκώνονται οι παρέες των Αλβανών του χωριού και πιάνουν τον χορό.

Πρωτόγνωρο.

Οι μουσικές και ο χορός  εξαιρετικοί.

Από τα μέρη  του. Βόρεια Αλβανία . Από χωριά κοντά στα σύνορα με το Κόσσοβο και την Βόρεια Μακεδονία.

Άλλοτε αργόσυρτοι και χαριτωμένοι και άλλοτε γρήγοροι και δυναμικοί.

Ένας άλλος πολιτισμός, πολύ κοντινός,  με τον οποίο έχουμε την τιμή να συζούμε  και ελάχιστα τον γνωρίζουμε.

Δουλεύουν εδώ χρόνια πολλά . Κάνανε οικογένειες . Τα παιδιά τους είναι φίλοι και συμμαθητές με τα παιδιά μας και δεν αναρωτηθήκαμε  «Ποιοι είναι τέλος πάντων αυτοί οι  φτωχοί  και περιφρονημένοι γείτονες μας;»

Μετά τη αμηχανία της πρώτης στιγμής έγινε η αρχή .

Σηκώθηκαν οι πρώτοι και οι πρώτες και μπήκαν στο χορό των Αλβανών προσπαθώντας να ακολουθήσουν τα πολύπλοκα και άγνωστα βήματα.

Στο επόμενο Αλβανικό  κομμάτι σηκώνονται να  χορέψουν μερικά παιδιά , Αλβανόπουλα και Ελληνόπουλα.

Ξέραν τα βήματα και ήταν απολύτως συντονισμένα.

Ρωτώντας μαθαίνουμε ότι «τσου Βελονάδες»  πηγαίνουν σε σχολείο  χορού και ξέρουν ακόμα και ποντιακά.

Έχουμε μείνει με ανοιχτό το στόμα.

Ζηλέψανε και μια παρέα Πολωνών τουριστών και θελαν και αυτοί να χορέψουν.

Ο αξεπέραστος Ντιτζέι τους βρήκε αμέσως ανάλογο παραδοσιακό Πολωνικό τραγούδι .

Χόρεψαν όλοι μέχρι αργά. Οι Αλβανοί εργάτες με τις οικογένειες τους , τρείς Αλβανίδες τουρίστριες που μένανε στο χωριό,  οι δικοί μας μετανάστες στην Γαλλία και όλο το χωριό.

Και μέσα στο γλέντι νάσου και ένα ζευγάρι Ρομά που πουλούσαν κάτι  διαβολικά υπερόπλα που εκτόξευαν σαπουνόφουσκες.

Χιλιάδες πολύχρωμες σαπουνόφουσκες να λαμπυρίζουν πάνω από τον χορό.

Έλαμπε χθες βράδυ το προαύλιο του σχολείου.

Λάμπανε τα μάτια.

Λάμπανε οι ψυχές.

Λάμπανε και οι σαπουνόφουσκες  στον αέρα.

Νόμιζες ότι ήσουν σε μυστική τελετή Δερβίσηδων Μπεχτασήδων  την ώρα που χορεύουν με κατάνυξη.

Πανωθέ τους  οι αιωρούμενες σαπουνόφουσκες  σαν την  ανύψωση της συνείδησης στο Θείο.

Κοιμήθηκα αργά στον Μπότζο* με ένα σεντόνι.

Απέναντι μου τα φώτα των Αγραφών  και  μετά η θάλασσα .

Δίπλα μου οι «σάλπιγγες των αγγέλων» ευωδιάζουν και προσπαθούν να ξεπεράσουν τα κεραμίδια.

Πάνω τα αστέρια του Ιουλίου συνεχίζουν το ταξίδι τους στο άπειρο σαν μικρές σαπουνόφουσκες.

Αγρυπνούμε.

Έχουσι την γνώσιν οι φύλακες. 

 

*Αστρακερή

Μικρή παραλία της βόρειας Κέρκυρας.

 

*Χειμωνικό

Λέμε το πεπόνι

 

*Κομιντορίτσι

Λέμε το ντοματακι

*Μπόρς

Χωριό στα παράλια της Νότιας Αλβανίας.

 

*Αγύρου

Περιοχή στο κέντρο της Βόρειας Κέρκυρας

 

*Μπότζο

Λέμε το μικρό μπαλκόνι στο χωριάτικο Κερκυραϊκό σπίτι.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Για μια ζωή χωρίς διακοπές

 Η Ανουντσιάτα ζούσε χωρίς  διακοπές  ώσπου μια γερμανική βόμβα  έκοψε το νήμα της μακραίωνης ζωής της.

Από το καθολικό μοναστήρι απέμεινε μονό το καμπαναριό άθικτο.

Στην θέση της απέμεινε για χρόνια ένας τεράστιος λάκκος.

Ο λάκκος γέμισε νερά της βροχής με αποτέλεσμα  γίνει μια πισίνα στο κέντρο της πόλης.

Τα καλοκαίρια τα παιδιά γλίστραγαν στις λασπωμένες πλαγιές της  τεράστιας λούμπας  και έπεφταν στο θολό λασπόνερο μέσα σε αλαλαγμούς.

Οι μανάδες  ματαίως προσπαθούσαν να τα μαζέψουν  και η  νέα πλατεία της πόλης γινόταν ένα  απίστευτο σκηνικό με γέλια , φωνές παιδιών ,  κυνηγητά , βουτιές και ξυλοδαρμούς.

Τόχει η μοίρα μας , μια στις τόσες,  η ζωή της πόλης να διακόπτεται από τους Γερμανούς.

Πρώτα ήρθαν οι Γερμανοί βάνδαλοι του Τωτίλα  και κατέστρεψαν την πόλη.

Μετά ήρθαν οι Γερμανοί Ναζί του Χίτλερ  και την βομβάρδισαν.

Αργότερα ήρθαν τα μνημόνια του Γερμανού Σόιμπλε και συνέχισαν το έργο των προκατόχων τους.

Ας ελπίσουμε ότι θα σταματήσουν όλα εδώ.

Ύστερα , λοιπόν, από  αμέτρητους μισθούς  Υπουργών , Δημάρχων , Περιφερειαρχών, Προέδρων , Μελετητών και  Αρχαιολόγων, το καμπαναριό της Ανουντσιάτα αναστηλώθηκε. Ο λάκκος πλακοστρώθηκε  και , εάν είναι τυχερές οι μεθεπόμενες γενεές,  θα παραδοθεί και επισήμως δια της μεθόδου της κοπής κορδέλας.

Έστω και έτσι.

Αν αργούσαν και άλλο θα έπεφτε το καμπαναριό.

Το μοναστήρι θα ξεχνιόταν για πάντα   και η πλατεία θα μετονομαζόταν σε πλατεία «οκαζιόν» από το ομώνυμο κατάστημα ρούχων που βρισκόταν εκεί.

Στα παγκάκια της πλατείας τώρα κάθονται οι «παρατηρητές».

Παλιά ήταν οι αυτοί οι  ίδιοι που ανακάλυψαν τις  νεροτσουλήθρες  στον λάκκο της Ανουντσιάτα.

Πρόκειται για ηλικιωμένους, πλέον,  Κερκυραίους θυμόσοφους που παρατηρούν τους περαστικούς και σχολιάζουν με ύφος ράθυμο.

«Τώρα αυτός κάνει διακοπές;»

Δεν έχουν και άδικο.

Περνάει ένας οικογενειάρχης μεταφέροντας  όλα του τα υπάρχοντα από την Αθήνα.

Πτυσσόμενες καρέκλες, ψησταριές, μίξερ, φριτέζες, τοστιέρες, ομπρέλες, σαμπουάν, αφρόλουτρα, σκύλους με πτυσσόμενα λουριά,  κλουβιά, γάτους σε ειδικά γατόσπιτα.

Σέρνει και δύο βαλίτσες με ροδάκια που ντένουν στο πλακόστρωτο.

Κάθιδρος και σοβαρός.

Δεν βλέπει το καμπαναριό ούτε τον ενδιαφέρει.

Κοιτάει στο κινητό το gps.

Παλεύει με νύχια και με δόντια να φτάσει στο airbnb.

Θάνατος!  Που έλεγε και ο Καρυωτάκης.

Ο Σπύρος  τον λυπάται.

Του θύμισε μια παλιά ιστορία , τότε που ήταν φαντάρος , και που ήρθε στην Κέρκυρα με εικοσαήμερη άδεια στην Κέρκυρα από την Αλεξανδρούπολη ….στα ποδάρια.

Ναι! Στα ποδάρια! Χωρίς ούτε μια δεκάρα στην τσέπη.

With no lovin' in our souls And no money in our coats

Που λέγανε και οι ανεπανάληπτοι Rolling Stones.

Πέντε μέρες δρόμο.

Έφτασε μετά από τρείς  μέρες νηστικός στην Κατάρα.

Παραλίγο να τονε φάνε οι Λύκοι.

Σε ένα καφενείο τουφτιαξε ο καφετζής μεζέ και τούδωσε και ένα πακέτο τσιγάρα.

Έφτασε στα Γιάννενα  με το φολξβαγκεν ενός Γερμανού τουρίστα.

Τρείς η ώρα τα ξημερώματα πήγε να μπει σε ένα στρατόπεδο να κοιμηθεί και παραλίγο να τονε σκοτώσει ο φρουρός.

Τον πήρε μια καμιονέτα της ΕΣΑ  μέχρι την Βροσίνα.

Από κει τον πήρε ένα τρακτέρ φορτωμένο κοπριά και τον άφησε στην Ηγουμενίτσα.

Το λιμεναρχείο τον έβαλε τσάμπα στο φερυμπότ.

Ξανά έφαγε στην Κέρκυρα τσάμπα σε ένα μαγειρειό στην Πλατυτέρα.

Μπακαλάρο κοκκινιστό με πατάτες .

 Δύο πιάτα.

Δούλεψε και μερικά μεροκάματα.

Έκλεισε και συμφωνία γάμου και κίνησε για την επιστροφή στην Αλεξανδρούπολη.

Παρόλα αυτά εκείνη η εικοσαήμερη άδεια ήταν για τον Σπύρο ένα πανηγύρι.

Ένα ταξίδι ζωής .

Μια ανεπανάληπτη εμπειρία.

Γνώρισε τόπους .

Κινδύνευσε.

Πείνασε.

Γνώρισε ανθρώπους  .

Τον βοήθησαν στο ταξίδι και τους θυμάται πάντα.

Κοιτάει  τον Αθηναίο οικογενειάρχη που περνάει και τον λυπάται.

«Είναι , τώρα, ζωή που κάνει αυτός ο άνθρωπος;»

«Εγώ δεν έκανα ποτέ διακοπές και δεν πρόκειται να κάνω.»

Λέει κατηγορηματικά .

Ο διπλανός του ρίχνει το φαρμάκι.

«Μην στενοχωριέσαι εσύ θα κάνεις  διακοπές μια και καλή»