Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Τζέρτζι Καστριώτη και 1ης Μαΐου γωνία

 Ο Βίκτωρας  δούλευε  ως κηπουρός σε ένα μικρό ξενοδοχείο στη Δασιά.

Εκτός από κηπουρός ήταν και καθαριστής πισίνας , αυλής, υδραυλικός, ηλεκτρολόγος, ψυκτικός, νυχτοφύλακας, πλακάς, και σοβατζής. Ενίοτε δε μεταμορφωνόταν σε μπάρμαν και ρεσεψιονίστ. 

Έμενε με την γυναίκα του και τις δύο του κόρες σε μια ανοίκιαστη και εγκαταλελειμμένη γκαρσονιέρα  εκεί κοντά.

Ο Βίκτωρας ήταν Αλβανός αγρότης από  ένα χωριό κοντά στο Φιέρι.

Το όνομα του ήταν Viktor.

Δόξαζε τον Θεό  διότι δεν χρειάστηκε να το αλλάξει.

Θα μπορούσε να τον έλεγαν Husein  η Ibrahim  η  ακόμα Ismail.

Ο Βίκτωρας , λοιπόν, τα ήξερε όλα όπως συνήθως οι Αλβανοί εργάτες.

Ο Βίκτωρας ήταν αεικίνητος και ακούραστος όπως συνήθως οι Αλβανοί εργάτες.

Ο Βίκτωρας ήταν ξεροκέφαλος όπως συνήθως οι Αλβανοί εργάτες.

Ο Βίκτωρας ήταν αφελής πέρα από τα επιτρεπόμενα όρια ασφαλείας.

Ο Βίκτωρας ήταν φιλότιμος , πρόθυμος και ειλικρινής.

Τα χρόνια εκείνα (λίγο πριν από το 2000μχ) ο  Βίκτωρας ήταν από την πρώτη φουρνιά  τολμηρών Αλβανών που ήρθαν να δουλέψουν στην Κέρκυρα για ένα κομμάτι ψωμί, χωρίς ασφάλιση , και με ακαθόριστο ωράριο.

Από αγρότης, που ήταν , τώρα  έπρεπε να μαζεύει τα φύλλα , να κουρεύει το γκαζόν,  να κουρεύει προσεκτικά τα  διακοσμητικά φυτά και να μαζεύει τα σκατά από τους σκύλους.

Δραχμή-Δραχμή μάζευε τα λεφτά ο Βίκτωρας.

Δεν έτρωγε , δεν έπινε, δεν υπήρχε για αυτόν καφενείο, δεν υπήρχε διασκέδαση, δεν υπήρχε καν βόλτα στην πόλη μην ζητήσουν τίποτα τα παιδιά.

Ένα βράδυ πήγα σπίτι του .

Η γυναίκα του μας έφερε τσίπουρο με λίγο τυρί και ελιές.

Μέσα στην κουβέντα  μου λέει εμπιστευτικά :

-«Έχεις ένα εκατομμύριο δραχμές στην άκρη;»

-«Έχω Βίκτωρα»

-«Αν το βάλεις σε μια τράπεζα στην Αλβανία που θα σου πω εγώ θα παίρνεις δέκα τα  εκατό το μήνα».

-«Βίκτωρα … δέκα τα εκατό το χρόνο,  θέλεις να πεις.»

-«Όχι! …δέκα τα εκατό το μήνα!»

-«Αγόρι μου ποια τράπεζα θα σου δώσει εκατό χιλιάρικα το μήνα για ένα εκατομμύριο;»

-«Υπάρχουν τράπεζες στην Αλβανία που δίνουν τόσο τόκο»

Ματαίως προσπαθούσα να τον πείσω ότι πρόκειται για καραμπινάτη απάτη.

-«Βίκτωρα  θα σας φάνε τα λεφτά. Η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου γίνεται πάντα με βίαιο τρόπο.»

-«Αυτά τα μαρξιστικά μας τα λέγανε  στο σχολείο.. φτάνει!»

Ένα βράδυ ο Βίκτωρας έπεσε να κοιμηθεί και το πρωί οι τράπεζες είχαν κλείσει.

Οι κόποι χιλιάδων Αλβανών εργατών  έκαναν φτερά και κανείς δεν ήξερε τίποτα.

Ξέσπασε εξέγερση. Κατέλαβαν τα στρατόπεδα και πήραν τα όπλα.

Το κράτος στον νότο καταλύθηκε.

Απελπισμένοι άνθρωποι γυρνούσαν στους δρόμους και μη έχοντας  κάποιο ορατό εχθρό μπροστά τους πυροβολούσαν στον αέρα  η ακόμα χειρότερα τις λάμπες του δημοτικού φωτισμού.

Ανάμεσα τους και ο Βίκτωρας.

Τότε πήγα για πρώτη φορά στην Αλβανία.

Μια εφημερίδα , που δεν την διάβαζε ούτε ο αρχισυντάκτης της, μου ανέθεσε να κάνω ένα ρεπορτάζ.

Έτσι έγινα και δημοσιογράφος σε εμπόλεμη ζώνη.

Μετά από τόσα χρόνια απορώ που βρήκα το κουράγιο να κάνω αυτό το ταξίδι.

Στο μυαλό μου είναι όλα ασπρόμαυρα.

Η «Καλλιόπη» , ένα μικρό σαπιοκάραβο,  που κούναγε και στην μπουνάτσα.

Ο Μολυβένιος ουρανός.

Οι ριπές στους Άγιους Σαράντα.

Ο οπλισμένος με τα μακριά μαλλιά στο λιμάνι μπροστά σε ένα κτήριο που έγραφε στα Αλβανικά  «Κατάληψη».

Οι κατεστραμμένοι δρόμοι προς το Αργυρόκαστρο.

Τα μπλόκα στα χωριά  με τους οπλισμένους κατοίκους που μας ζητούσαν ταυτότητες.

Το σκοτεινό και πνιγηρό  ξενοδοχείο στο Αργυρόκαστρο με τις λαμαρίνες στα παράθυρα για να μην μπαίνουν οι σφαίρες μέσα.

Το δείπνο στο εστιατόριο του  που περιλάμβανε κονσέρβα σαρδέλες και πορτοκαλάδα σε τενεκεδένιο κουτάκι.

Οι διαμένοντες, διαφόρων εθνικοτήτων , όλοι οπλισμένοι σαν αστακοί.

Το παιδί με το κομμένο χέρι που ζητιάνευε απ, έξω.

Δεν ήταν μόνον ο φόβος για την ζωή μου .

Δεν ήταν η μοναξιά στο αέρα που σου κόβε την ανάσα. 

Ήταν, περισσότερο,  η  απελπισία που περιφερόταν στους δρόμους.

Εκείνα τα άδεια βλέμματα.

Ένα θρίλερ που με στοιχειώνει από τότε.

Τα χρόνια πέρασαν και οι κόρες του Βίκτωρα σπούδασαν στην Ελλάδα , παντρεύτηκαν και ζουν εδώ.

Η Αλβανία είναι πλέον μια ξένη χώρα για αυτές.

Ο Βίκτωρας πηγαινοέρχεται προσπαθώντας να κρατήσει ενωμένο το νήμα.

Έτσι αποφάσισα , μετά από εικοσιπέντε χρόνια, να ξαναπάω ως τουρίστας.

Σαν  να με έσπρωχνε κάτι ακαθόριστο.

Ο Αλβανός αστυνομικός στο Μαυρομάτη μου ζητάει ταυτότητα.

Την σβανάρει και μου την ξαναδίνει.

Τα πάντα τρέχουν  στο μυαλό μου σαν βιντετοκλίπ.

Οι  δρόμοι προς το Αργυρόκαστρο μου φαίνονται σαν άγνωστοι.

Άψογοι και σύγχρονοι παρόλο που βρισκόμαστε στην παραμεθόριο της Αλβανίας.

Πολλά νεόκτιστα σπίτια .

Η ταβέρνα του Γιοβάνη στους Γεωργουσάτες με το εξαιρετικό φαγητό  και την ευγενέστατη σερβιτόρα  κάτω από τον πλάτανο.

Μπροστά μας η Δρόπολη λουσμένη στον ήλιο , η κοιλάδα του Δρίνου και απέναντι το εργοστάσιο της Πέπσι.

Το πανηγύρι στο Καλογοραντζή με τις πανέμορφες και πανύψηλες Δροπολίτισσες  και τις μουσικές του Πωγωνίου.

Το τουρνουά ποδοσφαίρου στο γήπεδο της Δερβιτσάνης.

Τα λόγια του  γέρου αγρότη στο πεζούλι  «Μπορεί να μην ξέραμε πολλά αλλά προσπαθήσαμε».

Ο  αστυνομικός στο Αργυρόκαστρο που διέκοψε την κυκλοφορία για να μας βάλει στο λεωφορείο.

Το ξενοδοχείο που πήγα πριν από είκοσι επτά χρόνια στριμωγμένο ανάμεσα σε νεόκτιστα ξενοδοχεία  αμφιβόλου αρχιτεκτονικής   αισθητικής .

Το μνημείο στο Τεπελένι.

Το αξεπέραστο κρασί στο Λεσκοβίκι.

Ο νεαρός εργάτης , εκεί στη μέση του ορεινού κάμπου με τις μηλιές και τις Κερασιές έξω από την Ερσέκα , σε ένα ξεχασμένο καφενεδάκι που με ξεναγούσε σαν διπλωματούχος ξεναγός.

Ο Βελής , ο σκύλος στο κήπο του ξενοδοχείο στην Κορυτσά που, εκτός από το ξενοδοχείο φύλαγε και ένα κοπάδι κατσίκες παραδίπλα για να βγάλει τα προς το ζην.

Η στρουμπουλή κοπελίτσα με τα τυριά στο Πόγραδετς  και ο γέρος που έψηνε κοτόπουλα.

Ο Μιχάλης που δούλευε παλιότερα στην Κατερίνη και τώρα άνοιξε ψησταριά στο παλιό παζάρι.

Ο γέροντας στο καφενείο που μου έλεγε «βουλιάζουμε» και ο νεαρός που έψηνε σουβλάκια στο πανηγύρι και μου έλεγε «Θα τα καταφέρουμε».

Ένα απίστευτο μιξ του παρελθόντος και του παρόντος  σε κάθε ματιά.

Η σημαία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, το άγαλμα του παρτιζάνου και ο ναός της αναστάσεως του Κυρίου σε ένα πλάνο.

Κάπου εδώ έχω παρκάρει το αυτοκίνητο.

Τζέρτζι Καστριώτη και πρώτης Μαΐου γωνία.

Συνεχίζουμε το ταξίδι.

«Στα τετρακόσια μέτρα, στον κυκλικό κόμβο, πάρτε την δεύτερη έξοδο.»

Έχουμε δρόμο ακόμα.

Το παρελθόν είναι για να μας διδάσκει , όχι για να μας στοιχειώνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: