Όταν γνώρισα την οικογένεια της Θεοδώρας , πριν από μερικά χρόνια, ο
πατέρας δούλευε σε μια εταιρεία αναψυκτικών .
Είχε βγάλει επαγγελματικό
δίπλωμα και γύρναγε με ένα φορτηγό σε
όλο το νησί.
Η Μάνα της είχε αναλάβει να φροντίζει μια μοναχική ηλικιωμένη γυναίκα.
Τότε η Θεοδώρα τελείωνε το δημοτικό.
Τέτοια εποχή ήταν που μας κάλεσαν
σπίτι τους το βράδυ για ένα ποτήρι
κρασί.
Καθόμαστε στην αυλή και η Μάνα της
τηγάνιζε λουκάνικα στην κουζίνα.
Η Θεοδώρα με τον μικρότερο αδελφό της μάζευαν πυγολαμπίδες από τριγύρω και τις έβαζαν
σε ένα γυάλινο βάζο.
Εμείς είχαμε σοβαρές
συζητήσεις.
Κάποια στιγμή μας διέκοψαν για
να μας δείξουν τις πυγολαμπίδες .
«Ζουν πολύ λίγο πουλάκι μου…. κρίμα είναι …άφησε το καπάκι ανοιχτό και θα φύγουν μόνες τους»
«Έχουμε και εμείς στο χωριό μας
τέτοιες!» είπε και αμέσως σοβάρεψε απότομα
σαν να μετάνιωσε.
Η Θεοδώρα προσπαθούσε πάντα να αποφύγει οποιαδήποτε κουβέντα
για το χωριό της.
Άλλαξε αμέσως κουβέντα.
Με ρώταγε για το μυστήριο των πυγολαμπίδων .
Ήθελε να μάθει πως γίνεται και φωτίζουν την
νύχτα.
Που
ζουν την ημέρα.
Πότε
γεννιούνται και πότε πεθαίνουν.
Της
έκανε μεγάλη εντύπωση όταν της έλεγα ορθά κοφτά: «Δεν ξέρω».
Πέρασαν
τα χρόνια και χαθήκαμε.
Η Θεοδώρα έμαθα ότι πήγε στο Πανεπιστήμιο σε
κάποια άλλη πόλη.
Προχτές
είχε την ετήσια Λιτανεία της Αγίας Δωρεάς.
Είδα
πολλούς γείτονες και φίλους καθολικούς
να περιμένουν στο πεζοδρόμιο.
Πολλοί
από αυτούς είναι Μαλτέζοι.
Πάντα
ήταν οι παρακατιανοί, οι φτωχοί , οι παραγκωνισμένοι της μικρής μας κοινωνίας.
Οι
προγόνοι τους έχτισαν όλη την πόλη αλλά πάντα
έμεναν στα περίχωρα.
Σπουδαίοι πετράδες και
αγρότες .
Γέμισε
με κήπους η πόλη τριγύρω με λαχανικά και
φρούτα.
Πάντα
αισθανόταν μειονεκτικά για την ταπεινή τους καταγωγή.
Κάναμε
και εμείς ότι μπορούσαμε.
Πηγαίνουν
με την πομπή προς τον Ντόμο.
Είδα
την Θεοδώρα στην απέναντι πλευρά του
δρόμου. Παραλίγο να μην την γνωρίσω. Πιασμένη χέρι-χέρι με το αγόρι της περίμενε
δίπλα στο περίπτερο.
Είπα
να περάσω απέναντι να την χαιρετίσω αλλά η αστυνομία δεν επέτρεπε την διέλευση
του δρόμου.
Όταν
κάνω την βόλτα μου τα βράδια βλέπω από τον ΝΑΟΚ τα φώτα της Κονίσπολης ξαπλωμένη αιώνες στην
πλαγιά της απέναντι ακτής και θυμάμαι την Θεοδώρα και την οικογένεια της.
Εργατικοί
, λιγομίλητοι, συγκρατημένοι και ταπεινόφρονες.
Πάντα
ξένοι.
Πολλές
φορές ονειρεύομαι μακρινά ταξίδια.
Τέτοιες
μέρες όμως θάθελα να βρισκόμουν σε ένα θεϊκό μπαλκονάκι απέναντι στην Κονίσπολη με ένα ποτήρι κρασί.
Να δω την
Κέρκυρα όπως την βλέπουν οι Κονισπολιάτες εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Να
νυχτώνει, λέει, και να αρχίσουν να
φέγγουν οι Πυγολαμπίδες.
Να
ρεμβάζω και να περιμένω να πέσει καλά η νύχτα γιατί, είναι γνωστό, ότι όσο
βαθύτερο είναι το σκοτάδι τόσο περισσότερο φεγγοβολάνε οι πυγολαμπίδες.
2 σχόλια:
μ΄άρεσε!
Λίγο έκλαψα γιατί θυμήθηκα τις πυγολαμπίδες που έβλεπα στο δρόμο για το σπίτι της αγαπημένης μου φίλης, ξένη κι αυτή στην Κέρκυρα.
Δημοσίευση σχολίου