Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Εξακόσιες λέξεις για την δύσκολη ζωή του Ρωτόκριτου


Γνώρισα τον Ρωτόκριτο  πριν από μερικά χρόνια.

Η κόρη τους τότε ήταν  μικρό κοριτσάκι των πρώτων χρόνων του δημοτικού.
Μοναχικό και εσωστρεφές παιδί.

Δύσκολα τουπαιρνες κουβέντα και δύσκολα σήκωνε τα μάτια να σε κοιτάξει.

Ο Ρωτόκριτος δούλευε από τότε σε ένα μικρό ξενοδοχείο τα καλοκαίρια  ως εργάτης  γενικών καθηκόντων.

Άλλαζε βρύσες , έκανε μικροεπισκευές στα ηλεκτρικά, φρόντιζε τους κήπους  και συντηρούσε τα μηχανήματα της μικρής πισίνας.

Τα καλοκαίρια γύριζε στο σπίτι αργά και βοηθούσε την γυναίκα του που είχε την γενική  ευθύνη  των υπολοίπων εργασιών.

Ο Ρωτόκριτος  είχε φτιάξει έναν  λαχανόκηπο  που μπορούσε  να συντηρήσει άνετα την οικογένεια , σχεδόν για όλο το χρόνο,  με τρόφιμα πολύ καλής ποιότητας .

Εκτός από τα λαχανικά  είχε βάλει και μια ράτσα πατάτες  γαλλικές  γλυκές που αρέσανε πολύ στην μικρή.

Δέκα τσουβάλια πατάτες .

Αρκετά για όλο το χρόνο και με κοπριά για λίπασμα.

Είχε και κουνέλια . Παιδεύτηκε  πολύ να κάνει τα κλουβιά έτσι που να μην του φευγούνε.

Είχε κοτέτσι  και  έβαλε και μερικά μελίσσια κοντά στον λόγγο.

Για κάποιο λόγο τα μελίσσια ήταν η αδυναμία του .

Το αμπέλι ήταν μια σπάνια ράτσα μαύρου Λιανόρωγου σταφυλιού  του έκανε  ένα κρασί που έμοιαζε με το Μαντζαβίνο στην γεύση.

Μούλεγε ότι το αμπέλι για να κάνει καλό κρασί  «πρέπει να χαϊδεύεις αράτα-αράτα».

Ο Ρωτόκριτος προσπαθούσε εναγωνίως να κρατήσει και μια σχετικά φυσιολογική σχέση με το χωριό και κυρίως με τους συνομήλικους του.

Πήγαινε και στις λιτανείας στα καθιερωμένα πανηγύρια και στο καφενείο . Έπρεπε να παίζει τρισέτε , να βλαστημάει και να χτυπάει και το χέρι του στο τραπέζι. 
Έπρεπε να κάθετε όρθιος κάτω από την αιωρούμενη τηλεόραση και να βρίζει και αυτός μαζί με τους άλλους τον διαιτητή. 
Τονε βάλανε και στο «διοικητικό συμβούλιο  της  ηρωικής ποδοσφαιρικής ομάδας μας » αλλά τον βγάλανε αμέσως γιατί «δεν  μπορούσε να αφιερωθεί στο άθλημα».

Γινόταν συχνά το θέμα του καφενείου.

«Μαλακα» τον ανεβάζανε «μαλακα» τονε κατεβάζανε.

«Τι τα θέλεις τα μελίσσια αφου δεν σαρέσει το μέλι»
«Εγώ έχω πάρει  ένα κιλό μέλι με οχτώ ευρώ και τόχω ένα χρόνο»
«Πατάτες είναι αυτές;»
«Κάθεσαι και παιδεύεσαι για μαλακίες»
«Τα κουνέλια τι τα θέλεις που έχουνε βρωμέψει τον τόπο;»
«Υπάρχει καμιά μαλακία που δεν την έχεις κάμει ακόμα;»

Ο Ρωτόκριτος δεν θυμώνει και δεν απαντάει.  Συνεχίζει την προσπάθειά του να μην αποκοπεί από την κοινωνία του χωριού.

Φοβάται μην μείνει τελείως μόνος.

Η συχωρεμένη η Νόνα συνήθιζε να λέει: «Μικρό χωριό,  μεγάλη κόλαση».

Κάλεσα μια Κυριακή τον  Ρωτόκριτο να τους κάμω το τραπέζι.

Καθόταν στην σειρά στο καναπέ και με κοιτάζανε χαμογελώντας που ετοίμαζα το φαΐ.

Και οι τρεις με τα χέρια στα γόνατα.

Κάθε τόσο έκανε να σηκωθεί ο Ρωτοκριτος να βοηθήσει . Δεν τον άφηνα.

Το Πάσχα που μας πέρασε φύσαγε πολύ και έκανε κρύο.

Περιμέναμε όλοι  με ανυπομονησία να ακουστεί το «Χριστός Ανέστη».

Πίσω μας ήταν η γυναίκα του Ρωτόκριτου με την κόρη της που έκανε αγωνιώδεις προσπάθειες να κρατήσει αναμμένο το κερί της.

«Χρόνια πολλά… ο Ρωτόκριτος  που είναι;»
«Αυτές τις μέρες δουλεύει στο ξενοδοχείο και δεν  πρόλαβε νάρθει…. θα τονε δούμε αύριο το μεσημέρι  α θέλει ο Θέος».

Έσκυψα και στην μικρή.

«Χρόνια πολλά κούκλα μου και να προσέχεις τον πατέρα σου είναι σπουδαίος άνθρωπος».

«Είδα τα μάτια της να φέγγουνε από   περηφάνια … η με γέλασε το φώς του κεριού;»

Πέρασε καιρός και προχτές , καθώς γύριζα στο σπίτι βρήκα στο πόμολο κρεμασμένη μια σακούλα.

Μέσα είχε μια μποτίλια μαύρο κρασί.

Δεν είμαι σίγουρος αλλά μάλλον είναι αυτός ο μαύρος Λιανόρωγος κακοτρύγης του όρους .

Μάλλον έχει μέσα και λίγη «φράουλα» για το άρωμα.


Έτσι λοιπόν είπα να ανταποδώσω με  εξακόσιες λέξεις .

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

δε σε γέλασε το φως του κεριού