Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Δέκα χιλιάδες βήματα


Μερικοί περπατάνε για να φτάσουν.
Άλλοι περπατάνε για να έρθουν.
Κάποιοι περπατάνε γιατί έχουν κάνει μπαϊπάς.
Άλλοι πάλι περπατάνε για να μην κάνουν μπαϊπάς.
Η Ελένη περπατάει σοβαρή πίσω από μια τζαμαρία βαστώντας μια μπάρα και βρίσκεται  διαρκώς στο ίδιο μέρος.
Εγώ, πάλι, περπατώ γιατί μόνο έτσι μπορώ να σκέφτομαι.

Πάντα απορούσα με τους σοφούς που κάθονται σε μια βαριά πολυθρόνα και σκέφτονται βαστώντας  το κεφάλι τους .

Έχω μπει στον πειρασμό να μετράω τα βήματα μου. Άλλοτε σκέφτομαι να μετράω τις πλάκες των πεζοδρομίων.

Φοβάμαι μην καταλήξω σαν τον Τζάκ  Νίκολσον στην «Λάμψη».

Από απέναντι έρχεται ο Γιώργος με τα χέρια στις τσέπες και τους ώμους γυρτούς.
Τσακώθηκε κάποια φορά με τον πατέρα του στο χωριό και από τότε εγκατέλειψε δια παντός την μαγευτική κάτω Παυλιάνα  και  εγκαταστάθηκε μονίμως στα σκαλιά του Μάρκς εντ Σπένσερ.

Μου ζητάει πάντα ένα ευρώ.

Του το έδινα , ώσπου είδα και αποείδα και όποτε τονε συναντάω προλαβαίνω και του ζητάω εγώ ένα ευρώ.

Τον ανέλαβε η Μαρία , η κομμώτρια της γειτονιάς και τον  κούρεψε με την συμφωνία να τονε κουρέψει όπως ήθελε αυτή.

Έτσι ο Γιώργος κυκλοφορεί σαν ινδιάνος Τσερόκυ με βαμμένη κόκκινη την κοφτερή φούντα στην κορυφή του κεφαλιού του.

-«Που πάς;» του λέω σοβαρά.
-«Δεν πάω» μου λέει
-«..Και τι κάνεις;»
-«Έρχομαι.»  μου λέει  και προσπερνάει βιαστικός και σοβαρός πριν του ζητήσω το ευρώ.

Έχει αρχίσει να μυρίζει Γιορτές.

Δεν το «πιάνεις»  στην ατμόσφαιρα  όπως άλλοτε . Το καταλαβαίνεις από τα φωτάκια του Δήμου.  
Μου αρέσει αυτή η ιδέα να ρίχνουν τα φωτάκια απελητά πάνω στα  δέντρα της λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Έχουν αυτό το χαοτικό που δεν ενοχλεί.
Από την άλλη μου αρέσουν και τα φωτάκια στην Ανουντσιάτα που σχηματίζουν εκείνο το αρμονικό σχήμα  μυτερής σκεπής πάνω από την πλατειούλα.

Κάθομαι από κάτω και κοιτάω ψηλά σαν μικρό παιδί.

Περνάει  ο Αντώνης που ψήφιζε πάντα  το κόμμα που ήταν να κυβερνήσει βάσει δημοσκοπήσεων.

Στέκεται δίπλα μου και κοιτάει και αυτός απορημένος.
-«Τι κοιτάς;» μου λέει
-«Τα φωτάκια… ωραία  δεν είναι;»
-«Ποια φωτάκια; Μας καταστρέψανε! Δεν υπάρχει φράγκο!»
-«Μα  και όταν είχες φράγκα πάλι δε σ’άρεσε τίποτα Αντώνη μου!»

Συνεχίζω προς την πλατεία.

Σκέφτομαι ότι πλησιάζουν απειλητικά οι κρίσιμες μέρες των γιορτών  και θα μαζευτούν οι συγγενείς για να τσακωθούν.

Αυτές τις  (άγιες) μέρες άλλοι μελαγχολούν απλώς και άλλοι τσακώνονται.

Το κακό είναι ότι ξοδεύουν και τα τελευταία τους λεφτά για να το κάνουν.

Μάλλον φταίει που μαζεύονται  όλες οι προσδοκίες ευτυχίας και στριμώχνονται μέσα σε ένα δωδεκάωρο.

Νομίζω ότι την καλύτερη πρωτοχρονιά την έκανα εν πλω προς την Αγκόνα.

Διάβαζα στην καμπίνα και ξαφνικά ακούω από τα μεγάφωνα να μας ειδοποιούν για το πρωτοχρονιάτικο πάρτι που θα γίνει στο σαλόνι του πλοίου.

Ξαφνιάστηκα γιατί , όπως ήμουν βυθισμένος στο βιβλίο, είχα ξεχάσει ότι σε λίγα λεπτά θα άλλαζε ο χρόνος.

Ουδέποτε έδινα σημασία σε αλλαγές που είχαν να κάνουν με τον χρόνο με τον οποίο οι σχέσεις μας , άλλωστε, ήταν πάντοτε, τουλάχιστον ψυχρές (θα έλεγα).

Είπα να κάνω μια εξαίρεση και να παρευρεθώ στο πάρτι για την γιορτή του πιο μισητού εχθρού μου.

Έτσι βρέθηκα ανάμεσα σε ένα πολύβουο πλήθος συνταξιδιωτών μου που μέχρι πριν λίγα λεπτά δεν γνωριζόταν και τώρα χόρευαν ασταμάτητα  σαν να ήταν παλιοί συμμαθητές.

Ο  Ηλεκτρολόγος του πλοίου με κέρναγε σαμπάνιες σαν να ήθελε ντε και καλά να με μεθύσει.

Είχε συγκινηθεί που δούλευα παλιά στα ναυπηγεία  και με θεωρούσε σχεδόν άνθρωπο δικό του.

Μου είπε και όλη την ιστορία της ζωής του στο αυτί γιατί είχε πολλή φασαρία.

Τα ξημερώματα τους άφησα να  χορεύουνε  το  «Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο» , σκούπισα  με μια χαρτοπετσέτα το αυτί μου από  τα σάλια  και πήγα για ύπνο.

Ήδη πρέπει νάχω κάνει εννιά χιλιάδες βήματα.

Οι καμπάνες τ’ αγιού χτυπάνε χαρμόσυνα.

Κάποιοι περνάνε με άρτο στα χέρια.

Τα  φώτα στην πλατεία είναι σβηστά για οικονομία.

Στην προηγούμενη κατοχή ήταν σβηστά για να μην τα βλέπουν τα αεροπλάνα.


Να μην ξεχάσω να πάρω μια μποτίλια  κονιάκ .

3 σχόλια:

Μαρίτσα είπε...

Ωραίο!

Ανώνυμος είπε...

Ωραίο κείμενο, γιατί κουτουλαει μεθυσμένο στις κολώνες.

Il Trovatore είπε...

Γειά σου Χερκάπα αξέχαστε!