Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Μια Άννα που δεν άξιζε


Ένα από τα πλεονεκτήματα των μικρών πόλεων είναι ότι σχεδόν όλοι είναι επώνυμοι.

Δύσκολα κρατάς την ανωνυμία σου εδώ.

Αυτό για πολλούς που έχουν συνηθίσει στις μεγάλες πόλεις είναι κατάρα.

Μερικές φορές μπορεί να έχουν και δίκιο, παρόλο που δεν χάνουν την ευκαιρία να καταριούνται και την αποξένωση των μεγαλουπόλεων.

Στα μικρά χωριά αυτή η αυτονόητη  καθημερινή επαφή με τους ίδιους ανθρώπους πολλές φορές είναι αβάσταχτη και άλλες, πάλι,  είναι ευλογία.

Όταν πηγαίνω στο χωριό, μάλλον ψάχνω την ησυχία μου σε λάθος μέρος.

Είναι φορές που στο κατώι μου τα βράδια είναι μαζεμένοι διάφοροι γειτόνοι.

Μιλάνε ασταμάτητα.  Ενδιάμεσα θυμούνται τραγούδια. Έχει τύχει να με πάρει ο ύπνος στον καναπέ και να ξυπνήσω τα μαύρα μεσάνυχτα. Έχουν φύγει οι προηγούμενοι και έχουν έρθει άλλοι ,με το κρασί τους και τους και τον μεζέ τους.  Συνεχίζουν αδιαφορώντας πλήρως για την παρουσία της αφεντιάς μου.

Τους υπενθυμίζω να κλείσουν την πόρτα φεύγοντας και πάω για ύπνο.

Στις μικρές πόλεις είναι καλύτερα (η χειρότερα) τα πράγματα . Όλοι γνωριζόμαστε λίγο ως πολύ αλλά δεν ξενυχτάμε και στο σπίτι του άλλου αν δεν μας έχει καλέσει.

Έτσι λοιπόν είπα σήμερα μέρα πούναι να μιλήσω για μια αλλιώτικη Άννα της γειτονιάς.

Θυμάμαι την  Αννούλα από τότε που πήγαινε στο γυμνάσιο. Πέρναγε ζαλωμένη τη τσάντα της κάθε μέρα από μπροστά μου.

Από τότε ήταν ένα κορίτσι ασουλούπωτο. Χοντρούλα με καστανά μαλλιά, «ασύμμετρο» σώμα, αμίλητη και σκυφτή. Σου έδινε την εντύπωση ότι κάτι την απασχολούσε. Ήταν μονίμως βυθισμένη στις σκέψεις της.

Δεν θυμάμαι να με χαιρέτησε ποτέ.

Γνώριζα καλά μια καθηγήτρια της και μου είπε ότι ήταν η χειρότερη μαθήτρια με μεγάλη απόσταση από την αμέσως προηγούμενη.

Η Άννα τέλειωσε το γυμνάσιο με τα χίλια ζόρια.  Έψαξε για δουλειά στην γύρω περιοχή.
Δεν ήταν «εμφανίσιμη» και απέτυχε να προσληφθεί στο κυλοτάδικο , στο κατάστημα ρούχων , καθώς και στο «καφέ» της γειτονιάς.

Έβαψε τα μαλλιά της, έφτιαξε και τα φρύδια της, «τύλιξε» και έναν μεσόκοπο με καθαριστήριο ρούχων και έβγαζε κανένα εικοσάρικο που και πού.
 
Κάποια βραδιά που γύριζα σπίτι την είδα στην γωνιά να φιλιέται με ένα Αλβανόπουλο που έμενε με την οικογένεια του εκεί κοντά.

Βρήκε στο σκουπιδοντενεκέ μια χαλασμένη πλαστική φυσαρμόνικα με χρωματιστά πλήκτρα.

Κάθετε στο μπαλκονάκι ανάμεσα σε τέντες, καλώδια της ΔΕΗ και σαραβαλιασμένα αιρκοντίσιον και προσπαθεί να παίξει.

Η γριά από κάτω φωνάζει: «Σώνει ορη κοπέλα μας πήρες τα αυτιά!»

Έτυχε να γνωρίσω και την μάνα της . Δούλευε τότε στον Δήμο καθαρίστρια.

«Τι να κάνω με αυτήν την κοπέλα; …δεν κάνει για τίποτα. Μας κουβάλησε και ένα σκυλί. Δεν μας φτάνουνε τα βάσανά μας πρέπει να ταΐζουμε και το σκύλο τώρα! Ούτε το στόμα την δεν ανοίγει. Όλη μέρα είναι έτσι όπως τηνε βλέπεις.»

«Δεν το πιστεύω , κυρά Σοφία μου, γατί αν δεν αξίζει η Άννα τότε δεν αξίζει τίποτα.»


Με κοιτάει απορημένη.

3 σχόλια:

akrat είπε...

καλησπέρα

είναι ωραίο θέμα οι τύποι γύρω μας

Σοφία είπε...

Τι γλυκό
να γράψεις για κάποιον που κανείς ποτέ δεν θα ασχολείτο μαζί του.
Όλοι μας κάπου κάποτε είχαμε δίπλα μας μια τέτοια γειτόνισσα,
μα την ξεχάσαμε, την προσπεράσαμε.

Il Trovatore είπε...

Χαιρετώ Ακράτ και Σοφία.