Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Η μάμα Ροζίνα

Η Μάμα Ροζίνα είχε καταφύγει στο μπροστινό μέρος της μηχανής ενός αυτοκινήτου. Την άκουσα να νιαουρίζει γοερά. Έσκυψα και ανάμεσα από τα ανοίγματα της μπροστινής μάσκας βλέπω δύο μικρά γατίσια , τσιμπλιασμένα και βουρκωμένα μάτια να με κοιτούν με αγωνία.
Δεν ήξερα τι να κάνω . Κτύπησα όλα τα κουδούνια της πολυκατοικίας να βρω τον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου . Άκουσα διάφορα πρωινά μπινελίκια και σκέφτηκα ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα παρά να αφήσω το γατί στην τύχη του.
Έκανα μερικά βήματα. Ασυναίσθητα κοιτάω πίσω και βλέπω το γατί στο πεζοδρόμιο να με ακολουθεί .
Ύστερα από πολλές προσπάθειες κατάφερα να το πιάσω .
Το εγκατάστησα στο πατάρι .
Η Ροζίνα γρήγορα βρήκε παρέα έναν μαύρο και πανέμορφο γάτο τον Blacksmith, το οποίο και σπίτωσε στο πατάρι.
Με τον Blacsmith κοιμόνταν αγκαλιά αλλά τελικά «δόθηκε» σε έναν σεσημασμένο, τυχάρπαστο , βρώμικο, άσχημο , αναμαλλιασμένο και περιπλανώμενο αλητόγατο.
Ο Blacksmith παρακολουθούσε αδιάφορα την Ροζίνα να τον απατά ξεδιάντροπα.
Ύστερα Από μερικές μέρες τον έκαναν κομμάτια δύο σκυλιά που κατάφεραν και τον στρίμωξαν στο απέναντι αδιέξοδο.
Η Μάμα Ροζίνα γέννησε σε λίγο καιρό πέντε γατάκια .
Η γριά (και σοφή) γειτόνισσα μου ανέλαβε να μεγαλώσει τα δύο διότι – όπως είπε - «η Ροζίνα είναι μικρή και εάν τις τα αφήσουμε όλα δεν θα τα καταφέρει».
Σε μερικές μέρες βρήκα το ένα από τα τρία πεθαμένο . Τα δύο που έμειναν μεγάλωσαν μια χαρά. Η Μάμα Ροζίνα δεν τα άφηνε από τα μάτια της.

Σταμάτησε να τους δίνει γάλα ακριβώς την στιγμή που μπορούσαν να φάνε μόνα τους . Τους έφερνε ζωντανά σαμιαμίδια για να τα εκπαιδεύσει στο κυνήγι.
Όλα πήγαιναν καλά αλλά εμένα με έτρωγε η ανησυχία.
Όταν άρχισαν να βγαίνουν έξω φοβόμουν ότι θα τα σκοτώσουν τα αυτοκίνητα. Τα έψαχνα κάτω από τα αυτοκίνητα και στις διπλανές αυλές.
Η Μάμα Ροζίνα με παρακολουθούσε με απορία . Κάποια στιγμή αποφάσισα να της μιλήσω κινδυνεύοντας να γίνω κακός.
«Καλά αναίσθητη είσαι;»
«Δεν βλέπεις ότι κινδυνεύουν από τα αυτοκίνητα;»
Με κοίταξε βαθειά στα μάτια και μου είπε:
«Καλύτερα να ζήσουν ελεύθερα σήμερα , ακόμα και αν αύριο τα σκοτώσει ένα αυτοκίνητο, παρά να ζήσουν για πάντα στο σκοτεινό πατάρι προκειμένου να αισθάνομαι σίγουρη ότι δεν θα μείνω μόνη, έχοντας μάλιστα βιώσει την απώλεια τους».
«Έτσι και αλλιώς η ζωή είναι θέμα πιθανοτήτων»
Έτσι μίλησε η Μάμα Ροζίνα και τώρα που σας μιλάω έχει ανέβει πάνω στο πληκτρολόγιο και με κοιτά ερευνητικά .

Η Μάμα Ροντίνα, η χελιδόνα με την οποία συγκατοικώ στο χωριό, γέννησε στην φωλιά της κάτω από την ξύλινη ξεχυτή .
Συνήθως διαβάζω ανάσκελα στο μπαλκονάκι μου και στα διαλείμματα παρακολουθώ την ζωή των γειτόνων μου.
Όταν ήρθε η ώρα να πετάξουν η μάμα Ροντίνα τα άφησε δύο μέρες νηστικά και ύστερα έκανε βόλτες έξω από την φωλιά καλώντας τα να δοκιμάσουν να πετάξουν.
Από κάτω λαγοκοιμόταν ένας γάτος της γειτονιάς που αν τον πιάσω στα χέρια μου αλλοίμονο του.
Η Μάμα Ροντίνα θέτει τα χελιδονάκια μπροστά σε δύο επιλογές. Η να μείνουν στην φωλιά και να πεθάνουν στα σίγουρα από την πείνα η να δοκιμάσουν να πετάξουν και εάν τα καταφέρουν να ταξιδέψουν με το σμήνος σ’άλλη γη σ’άλλα μέρη.
Πράγματι δοκίμασαν και τα κατάφεραν εκτός από ένα το οποίο έπεσε δίπλα στο γάτο.
Πριν ο γάτος προλάβει να συνέλθει από την έκπληξη και να αρπάξει στα σουβλερά του δόντια το πουλάκι , δέχθηκε μια ομοβροντία από τασάκια, αναπτήρες, κινητά , φλιτζάνια καθώς και τις «Ανοικτές Φλέβες τις Λατινικής Αμερικής» του Εδουάρδο Γκαλεάνο, που τον πέτυχαν στο κεφάλι.
Έτσι, άλλωστε, εξηγείται και το πατροπαράδοτο μίσος των γάτων του χωριού μου για τους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς .
Άλλη μια ευκαιρία για τον πιτσιρίκο.
Έφυγα πριν δοκιμάσει ξανά .
Μπορεί να κατέληξε στην κοιλιά του γάτου. Μπορεί και να ετοιμάζει τα πράγματα του για το μεγάλο ταξίδι του φθινοπώρου.
Ποιος ξέρει; Και γιατί να ξέρει, άλλωστε;

Την Μάμα Ρόζα μου την κουβάλησε ένα Φθινόπωρο μια Ιρλανδέζα που θα έφευγε για την πατρίδα της . Επρόκειτο για ένα Γκριφόν ιμιτασιόν (αυτά με τα μουστάκια και τα μαλλιά που πέφτουν στα μάτια τους).
«Για καμιά εικοσαριά μέρες» Μου είπε.
Γύρισε μετά από έξι μήνες.
Εντωμεταξύ η Ρόζα είχε γκαστρωθεί και γέννησε τέσσερα κουταβάκια. Δεν της άρεσε στο ξύλινο σπιτάκι που της είχα ετοιμάσει και πήγε και γέννησε βαθειά μέσα σε μια βατσουνιά δίπλα σε ένα ρέμα όπου δημιούργησε μια αυτοσχέδια σπηλιά.
Μια των ημερών έπιασε μια καταρρακτώδης βροχή . Έφυγα τρέχοντας από την δουλειά να προλάβω να μην πάρει το ρέμα τα κουτάβια μαζί με την Μάμα Ρόζα. Χώθηκα μέσα στη βατσουνιά και είδα την Ρόζα να έχει εγκαταλείψει τα τρία κουτάβια μέσα στα νερά και τις παγωμένες λάσπες.
Κάτω από την κοιλιά της είχε βάλει το ένα .
«Μήπως αυτό το ένα γεννήθηκε με κοντή ουρά;» με ρώτησε ένας φίλος κτηνίατρος.
«Που το ξέρεις;» Ρώτησα έκπληκτος.
«Σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις διαλέγουν το πιο γερό για να σώσουν, και αυτό συνήθως έχει κοντή ουρά» μου είπε.
Έμεινα να τον κοιτάω με ανοιχτό το στόμα.
Την Μάμα Ρόζα την συνάντησα μετά από πολύ καιρό. Ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο με την Ιρλανδέζα . Της έφυγε από το λουράκι διέσχισε τον δρόμο ανάμεσα από τα αυτοκίνητα και ανέβηκε επάνω μου. Με γέμισε σάλια με εκείνα τα σιχαμερά μουστάκια της.
Έκτοτε δεν την ξαναείδα.
Πέθανε ο Άνδρας της Ιρλανδέζας και μετακόμισε στην πατρίδα της.

Η Μάμα Νίνα είναι «κλερονόμα». Ο πατέρας της φρόντισε να αγοράσει ερειπωμένα ακίνητα στην κατοχή για «ένα ντενεκέ λάδι». Προίκισε καλά τις δύο κόρες του. Η Νίνα πήρε 1500 ρίζες ελιές και μερικά ακίνητα στην Πόλη. Μαζί με τα δυο τρία ακίνητα του άντρα της έγιναν μια σεβαστή περιουσία που τους απέδιδε ένα σταθερό και ασφαλές εισόδημα.
Μένει στο γωνιακό διαμέρισμα του πρώτου ορόφου.
Στα 70 της η Νίνα ζει εκεί με τον 75χρονο άνδρα της και τον 45χρονο γιό της.
Η Οικογένεια ήταν οι πιο ήσυχοι και οι πιο παράξενοι γείτονες.
Η Νίνα έβγαινε ελάχιστα στο μπαλκόνι και μόνον για να ποτίσει τα λουλούδια της.
Δεν άκουσα ποτέ την φωνή της . Δεν την συνάντησα ποτέ στον δρόμο. Παρά την περιουσία της είχε πάντα την «κοψιά» το ντύσιμο και την συμπεριφορά της γυναίκας του χωριού.
Τον Άνδρας της τον Κώστα τον έβλεπα τακτικά στο σούπερ μάρκετ. Μιλούσαμε ελάχιστα. Καλοσυνάτος, φτωχοντυμένος και με ένα ζευγάρι γυαλιά πρεσβυωπίας που το ένα μπράτσο τους συγκρατείται όπως- όπως με ζελοτέιπ.
Ο Γιός ο Νικόλας έβγαινε μια-δύο ώρες το πρωί , ανέβαινε στο ολοκαίνουργιο σκουτεράκι του και πήγαινε σε μια γειτονική λέσχη στοιχημάτων. Δεν έπαιζε ποτέ, καθόταν μόνος σε ένα τραπέζι στην γωνία και παρακολουθούσε τις συζητήσεις των θαμώνων χωρίς να παίρνει ποτέ μέρος. Έφευγε αθόρυβα όπως ερχόταν, και ξανά στο σπίτι.
Τον έβλεπα πολλές φορές να κάθεται σε ένα γραφειάκι δίπλα στο παράθυρο με αναμμένο μόνο το φώς του γραφείου να ξεφυλλίζει βιβλία και χαρτιά .
Μερικές φορές , τα καλοκαίρια έβγαινε και στο μπαλκόνι με ένα ξεχειλωμένο σώβρακο, άσπρο με μπλε πουά, που σε έκανε να αναρωτιέσαι που το βρήκε.
Αν τύχαινε να περάσεις κάτω από το μπαλκόνι και έκανες το λάθος να σηκώσεις τα μάτια σου ψηλά έβλεπες τα γεννητικά όργανα του Νικόλα με φόντο το δειλινό.
Αυτή η καθημερινότητα της οικογένειας παρέμενε αδιαφοροποίητη για πολλά χρόνια. Οι πιο πολλοί γείτονες δεν γνώριζαν την ύπαρξη τους . Μερικοί την ένιωθαν όταν πότιζε η Νίνα τα λουλούδια της και εκτόξευαν προς τον πρώτο όροφο διάφορες βρισιές και βλαστήμιες.
Ένας νεαρός νοσοκόμος μου είπε ότι είναι «σάϊκο».
Η αλήθεια είναι ότι η οικογένεια έδειχνε να συζεί χωρίς εσωτερική επικοινωνία και σου δημιουργούσε μια εντύπωση καταθλιπτικών ανθρώπων που ζούσαν παράλληλα.
Ώσπου μια μέρα είδαμε κηδειόχαρτα κολλημένα στην είσοδο.
Ο Νικόλας …. Ανακοπή….. τέλος.

Η Νίνα δεν ξαναβγήκε ούτε στο μπαλκόνι.
Τον Κώστα τον είδα μια φορά στα απορρυπαντικά του σουπερ μάρκετ .
Μου είπε ότι η Νίνα είναι στο σπίτι και συγυρίζει κάθε μέρα το δωμάτιο του συχωρεμένου του Νικόλα.
Κάθε πρωί του ετοιμάζει το πρωινό του και το μεσημέρι δεν κάθεται στο τραπέζι αν δεν έρθει η ώρα που πάντα γύριζε ο Νικόλας από την λέσχη.
«Σε τι φταίξαμε;» μουρμούρισε σαν να μιλούσε σε κάποιον άλλο.
Δεν άντεχα άλλο τα βουρκωμένα του μάτια. Πήρα από το ράφι ένα απορρυπαντικό πιάτων με άρωμα λεμόνι και έφυγα βιαστικά.

Το σκουτεράκι του Νικόλα μένει δεμένο με αλυσίδα στην κολόνα της ΔΕΗ.
Πάνω στη σέλα του κάθετε αναπαυτικά η Ροζίνα.
Με κοιτάει ερευνητικά καθώς περνάω. Πλησιάζω και την χαϊδεύω. Σκύβω και την ρωτάω στο αυτί:
«Πες μου τι σκέφτεσαι;»
«Αναρωτιέμαι πως τα καταφέρατε και γίνατε τα αφεντικά του πλανήτη» μου λέει.
«Δεν ενδιαφερόταν κανείς άλλος για την θέση» της απαντάω και συνεχίζω το δρόμο μου με τα νύχια του απαξιωτικού της βλέμματος καρφωμένα στην πλάτη μου.

8 σχόλια:

Μαρίτσα είπε...

Γι' άλλη μια φορά εξαιρετικός!

lucinta είπε...

Εξαιρετικό πράγματι!

Ανώνυμος είπε...

Πολύ καλό...

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
Λάουρα Μαρτινέγκου είπε...

Ά ρε σοφέ τροβατόρε!
Στα επόμενα χερκάπια θάρθω και εγώ.

Ανώνυμος είπε...

μια άλλη εικόνα απο τα παλαιά ανάκτορα

http://afrofriends.wordpress.com/2010/09/06/toiletteoldpalace/


:)

Theorema είπε...

Τροβατόρε, συγκλονιστικό κομμάτι!!! Άξιζε η αναμονή! Σε ευχαριστούμε.

Κατερίνα είπε...

Πού ωραίο και συγκινητικό.