Το πάρτυ
Μια μέρα πριν το πάρτυ ο Παναγιωτάκης έβαλε ανακοίνωση στην είσοδο και ανακοίνωνε ότι το πάρτυ θα αρχίσει στις 8οομμ και θα τελειώσει στις 12οομμ και ζητούσε προκαταβολικά συγνώμη για την ενόχληση.
Την ίδια στιγμή, ο «διαχειριστής Βαγγέλη» πήρε ένα –ένα τα διαμερίσματα και ψιθύριζε ότι στον «Δεύτερο» απόψε θα γίνουν «όργια».

«Αυτό είναι ανήκουστο!»
«Ντροπή!»
«Εμείς δηλαδή γιατί δεν έχουμε ειδοποιηθεί?»
«Στο πηγάδι κατουρήσαμε?»
Στις 8οομμ ακριβώς κτυπάω το κουδούνι του Παναγιωτάκη και μου ανοίγει η Μάμα .
Το σαλόνι είναι όλο άδειο από έπιπλα και σε μια γωνιά έχουν εγκαταστήσει τα μηχανήματα .
Μου φέρνουν με κάθε επισημότητα μια μπύρα σε κουτάκι κάθομαι σε μια γωνιά και παρακολουθώ διακριτικά .
Μου λένε και δυο τραγούδια των active member που ξέρουν ότι μου αρέσουν και συνεχίζουν με τα δικά τους.
Κάποια στιγμή μου λένε ότι θα κάνουν και δίσκο με τα τραγούδια τους.
Τα τραγούδια τους μιλούν για μικρές και «ασήμαντες» ιστορίες της γειτονιάς μας .
Το ένα μιλάει για κάποιον πιτσιρικά που διάρρηξε το περίπτερο της γειτονιάς και αντί να πάρει τα λεφτά , έφαγε όλες τις σοκολάτες και τον έπιασαν την άλλη μέρα στο «Νισοκομείο» που πήγε για πλύση στομάχου.
Το άλλο για μια «σκύλα» από το Α3 που έκαιγε καρδιές «έτσι για να γουστάρει» και που «κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να Τήνε «πάρει» .
Το άλλο για κάποιο ντελίβερι «από την κάτω Κουλίνα»…. που «είχε «πειράξει» τα ζιγκλέρ (από το παπί) και (αν κατάλαβα καλά, μάλλον ) σακατεύτηκε ….«ένα βράδυ που έτρεχε στο λόφο Κογιεβίνα»..
Η βραδιά κυλούσε καλά .
Όλοι χόρευαν και τραγουδούσαν εκ περιτροπής.
Η Μάμα έψηνε τυροπιτάκια στην κουζίνα .
Ο Παναγιωτάκης είχε στριμώξει κάποια συμμαθήτρια του στην κρεβατοκάμαρα της Μάμας .
Η Μάμα απέξω χτύπαγε την πόρτα και φώναζε « Έβγα έξω ορέ , που να μπει ο διάολος μέσα σου , θα γκαστρώσεις την ξένη κοπέλα».
Τα γνωστά.
Όσο πλησίαζαν τα μεσάνυχτα η αγωνία της Μάμας κορυφωνόταν.
«Μην φωνάζετε ορέ θα μας φέρει την «Αστενομία» ο Βαγγέλης!».
Ο «Διαχειριστής Βαγγέλης» , εν τω μεταξύ ήταν πάνω από το τηλέφωνο και παρακαλούσε να μην σταματήσουν οι μουσικές στις δώδεκα για να ειδοποιήσει την «Αστενομία».
Πέντε λεπτά πριν τα Μεσάνυχτα ένας από την συμμορία , που ήταν στο βάθος του σαλονιού της ακολασίας, παίρνει τηλέφωνο από το κινητό του στο σταθερό του σπιτιού που ήταν εγκατεστημένο σε τραπεζάκι στο χολ επάνω σε περίτεχνο σεμεδάκι.
Δίπλα στο τηλέφωνο περιμένει ,αδιάφορα δήθεν, ο έτερος της συμμορίας.
Χτυπάει μια το τηλέφωνο , χτυπάει δύο.
Τρέχει η Μάμα από την κουζίνα να το σηκώσει σκουπίζοντας τα χέρια της από την ποδιά της και με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
Και μόλις απλώνει το χέρι της να πιάσει το τηλέφωνο, το αρπάζει ο συμμορίτης που περίμενε .
«Εμπρός» - λέει ο συμμορίτης- ενώ η Μάμα τον κοίταγε στα μάτια με αγωνία.
«Τι κάνουμε εδώ?»
«Τι να κάνουμε ρε φίλε? Πάρτυ κάνουμε !»
«Τι Πάρτυ?»
« Πάρτυ ρε φίλε … Παρτούζες…Χασίσια …τα γνωστά!»
«Απαγορεύεται?»
«Και ποιος είσαι εσύ ρε φίλε?»
«Ο Διοικητής της ασφάλειας?»
«Στ’ α……α μας!!»
Και «του» κλείνει το τηλέφωνο!
Η Μάμα μένει για μια στιγμή άφωνη και με γουρλωμένα τα μάτια.
Ετοιμάζεται να καταρρεύσει ψιθυρίζωντας
«θα με κλείσουν στη φυλακή».
Προσπαθώ να την συγκρατήσω.
«Μην κάνεις έτσι σου κάνουνε πλάκα».
«Τι πλάκα?»- μου λέει – «δεν τον άκουσες?».
Ο Παναγιωτάκης ο Μέγας . Να είναι καλά !