Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

Μια μικρή στόρια για την πανσέληνο του Ιουνίου


 Η Αννούλα έβγαινε τα καλοκαίρια στην αυλή  με ένα πλαστικό μικρόφωνο στο χέρι και τραγουδούσε μόνη της παίρνοντας και διάφορες πόζες.

Σεκόντο έκανε ο Μάρκος  , ένα κοκκινοτρίχικο μεγαλόσωμο  σκυλί που αγαπούσε τις Σερενάτες  και μισούσε θανάσιμα τον υπάλληλο της ΔΕΗ που ερχόταν να μετρήσει το  ρεύμα.

Χάρις στον Μάρκο είχαμε δύο χρόνια να πληρώσουμε τη ΔΕΗ.

Η Αννούλα έβλεπε τότε και μια ελληνική σειρά που λεγόταν «Μανταμ Σουσού» και μιμούταν τέλεια τα καμώματα της και την φωνή της.

Όποτε με έβλεπε  με ρωτούσε: «Πως είσαι πτωχούλη;»

Πέρασαν τα χρόνια και η Αννούλα με το ψεύτικο πλαστικό μικρόφωνο και το ψεύτικο καλώδιο που κρεμότανε ματαίως  παντρεύτηκε και έκανε και μια κόρη.

Συνήθως όταν παντρεύεται μια κοπέλα και κάνει και  παιδί  ξεκινάει για αυτήν μια  καινούργια εποχή.

Η  Αννούλα και η μικρή Ραφαέλα βρέθηκαν μπροστά σε έναν απίστευτο Γολγοθά.

Η Ραφαέλα γεννήθηκε με μια πολύ σπάνια ασθένεια  που οι γιατροί όλου του κόσμου θεωρούσαν ότι ήταν μη αντιμετωπίσιμη.

Η Αννούλα πήρε την Ραφαέλα και πήγαν στο Παρίσι όπου  μια ομάδα γιατρών υποσχέθηκε ότι θα έκανε ότι ήταν δυνατόν.

Χρόνια  η μικρή Ραφαέλα έμεινε στο κρεβάτι του νοσοκομείου .

Η Αννούλα έπιασε δουλειά και βρήκε  ένα δωμάτιο κοντά στο νοσοκομείο.

Πως αντέχεται κάτι τέτοιο;
Πώς μπορεί ένα παιδάκι να μεγαλώσει μέσα σε ένα νοσοκομείο;
Πώς μπορεί μια κοπέλα που μέχρι προχτές τραγουδούσε με ένα πλαστικό μικρόφωνο να σηκώσει  ένα τέτοιο βάρος;

Κάποτε έγινε το θαύμα. Η Ραφαέλα έγινε τελείως καλά και γύρισαν πίσω στην Κέρκυρα.

Πριν από δυο τρεις μήνες πήγα στο Θέατρο  που είχε συναυλία η Κερκυραϊκή χορωδία.

Μερικά παιδιά ανάλαβαν να διαβάσουν λίγα λόγια για την ιστορία της χορωδίας.
Όπως είναι φυσικό είχαν τρακ.
Δεν είναι μικρό πράμα να βρεθεί ένα παιδί  μπροστά σε οχτακόσιους ανθρώπους.

Η Ραφαέλα μίλησε χωρίς να κομπιάσει καθόλου.
Τόνιζε εκεί που  έπρεπε .
Έδινε έμφαση εκεί που  έπρεπε.
Η ομιλία της είχε μουσικότητα και τέμπο.
Στο τέλος  πήρε την κιθάρα της και κάθισε δίπλα στα μαντολίνα.

Ξαναείδα την Ραφαέλα προχτές στην πλατεία , στο φεστιβάλ του εναλλακτικού εργαστηρίου.
Κοίταγε με προσοχή μια έκθεση φωτογραφίας.
Πλησίασα και πιάσαμε την κουβέντα.
Μου μιλούσε για την Τζάζ που της αρέσει πολύ και για τα μαθήματα που παρακολουθεί στο τμήμα μουσικών σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Θέλει να σπουδάσει μουσικοθεραπεία.
Είχα μπροστά μου έναν ώριμο άνθρωπο .
Η Αννούλα κατά την διάρκεια της κουβέντας μας με την  Ραφαέλα  είχε  πάει διακριτικά πιο πέρα  .

 Έτσι έπρεπε.

Χτες το βράδυ τα βήματα μου με φέρανε στον  κήπο του παλατιού.

Ένας εβραϊκός σύλλογος  είχε μια συναυλία για τον Κοέν και τον Μουστακί.

Θα τραγουδούσε και η Αννούλα.

Έτσι άκουσα την Αννούλα να τραγουδάει ξανά σε  αυλή μόνον που τώρα το μικρόφωνο ήταν αληθινό  και είχαμε και φωτισμούς  και ηχολήπτες και κάμερες  και πολύ κόσμο.

Μπροστά - μπροστά καθόταν η Ραφαέλα σοβαρή και  δίπλα στα κάγκελα  η Μαρία , η γιαγιά της Ραφαέλας συγκινημένη . Σίγουρα από κάπου ψηλά  παρακολουθούσε και  ο Κώστας  εξίσου σοβαρός και συγκρατημένος.

Μας είπε τραγούδια της  Έντιθ Πιάφ  και κάτωθε μας  φλέγοταν η θάλασσα.

Μας τραγούδησε  και για κάποιον που.. «ποτέ δεν είναι μοναχός  μέσα στην μοναξιά του»  και   βγήκε κατακόκκινο το φεγγάρι δίπλα από το φρούριο.

Έπειτα  ανακοινώθηκε από τα μεγάφωνα η «αφιλοκερδής συμμετοχή  του Γιώργου Νταλάρα στην αποψινή μας εκδήλωση».

Βγήκε ηλιοκαμένος με την κιθάρα του.

Ποιος ήλιος, άραγε, τον  έκαψε;

Πήγα στο  μπουφέ , πήρα μια μποτίλια κρασί  και ένα ποτήρι.
 Πήγα και έκατσα έξω , στα σκαλιά του παλατιού.

Από μακριά  ακουγόταν αγχωμένα ακομπανιαμέντα για κάποιον που «πήρε Ρετιρέ στην Κηφισιά με τραγούδια για την φτώχια και την ξενιτιά».

Όταν τελείωσε η συναυλία είδα τη Αννούλα να έρχεται.

Αγκαλιαστήκαμε.


«Πως είσαι πτωχούλη;»  μου είπε.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Πυγολαμπίδες


Όταν γνώρισα  την οικογένεια της Θεοδώρας , πριν από μερικά χρόνια, ο πατέρας δούλευε σε μια εταιρεία αναψυκτικών . 

Είχε βγάλει επαγγελματικό δίπλωμα  και γύρναγε με ένα φορτηγό σε όλο το νησί.

Η Μάνα της  είχε αναλάβει να φροντίζει μια μοναχική  ηλικιωμένη γυναίκα.

Τότε η Θεοδώρα τελείωνε το δημοτικό.

Τέτοια εποχή ήταν που μας κάλεσαν σπίτι τους  το βράδυ για ένα ποτήρι κρασί.

Καθόμαστε στην αυλή και  η  Μάνα της τηγάνιζε λουκάνικα  στην κουζίνα.

Η Θεοδώρα  με τον μικρότερο αδελφό της  μάζευαν πυγολαμπίδες από τριγύρω και τις έβαζαν σε ένα γυάλινο βάζο.

Εμείς είχαμε σοβαρές συζητήσεις.

Κάποια στιγμή μας διέκοψαν για να μας δείξουν τις πυγολαμπίδες .

«Ζουν  πολύ λίγο πουλάκι μου…. κρίμα είναι …άφησε  το καπάκι ανοιχτό και θα φύγουν μόνες τους»

«Έχουμε και εμείς στο χωριό μας τέτοιες!» είπε και αμέσως σοβάρεψε  απότομα σαν να μετάνιωσε.

Η Θεοδώρα  προσπαθούσε πάντα να αποφύγει οποιαδήποτε κουβέντα  για το χωριό της.

Άλλαξε αμέσως κουβέντα.

Με ρώταγε για το μυστήριο  των πυγολαμπίδων .

 Ήθελε να μάθει πως γίνεται και φωτίζουν την νύχτα.

Που ζουν την ημέρα.

Πότε γεννιούνται και πότε πεθαίνουν.

Της έκανε μεγάλη εντύπωση όταν της έλεγα ορθά κοφτά: «Δεν ξέρω».

Πέρασαν τα χρόνια και χαθήκαμε.

 Η Θεοδώρα έμαθα ότι πήγε στο Πανεπιστήμιο σε κάποια άλλη πόλη.

Προχτές είχε την ετήσια Λιτανεία της Αγίας Δωρεάς.

Είδα πολλούς γείτονες και φίλους καθολικούς  να περιμένουν  στο πεζοδρόμιο.

Πολλοί από αυτούς είναι Μαλτέζοι.

Πάντα ήταν οι παρακατιανοί, οι φτωχοί , οι παραγκωνισμένοι της μικρής μας κοινωνίας.

Οι προγόνοι τους έχτισαν όλη την πόλη αλλά πάντα  έμεναν στα περίχωρα.

Σπουδαίοι  πετράδες και  αγρότες .

Γέμισε με κήπους  η πόλη τριγύρω με λαχανικά και φρούτα.

Πάντα αισθανόταν μειονεκτικά για την ταπεινή τους καταγωγή.

Κάναμε και εμείς ότι μπορούσαμε.

Πηγαίνουν με την πομπή προς τον Ντόμο.

Είδα την Θεοδώρα  στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Παραλίγο να μην την γνωρίσω. Πιασμένη χέρι-χέρι με το αγόρι της περίμενε δίπλα στο περίπτερο.

Είπα να περάσω απέναντι να την χαιρετίσω αλλά η αστυνομία δεν επέτρεπε την διέλευση του δρόμου.

Όταν κάνω την βόλτα μου τα βράδια βλέπω από τον ΝΑΟΚ  τα φώτα της Κονίσπολης ξαπλωμένη αιώνες στην πλαγιά της απέναντι ακτής και θυμάμαι την Θεοδώρα και την οικογένεια της.

Εργατικοί , λιγομίλητοι, συγκρατημένοι και ταπεινόφρονες.

Πάντα ξένοι.

Πολλές φορές ονειρεύομαι μακρινά ταξίδια.

Τέτοιες μέρες όμως θάθελα να βρισκόμουν σε ένα θεϊκό μπαλκονάκι απέναντι στην Κονίσπολη με ένα ποτήρι κρασί.

 Να  δω την Κέρκυρα όπως την βλέπουν οι Κονισπολιάτες εδώ και χιλιάδες χρόνια.

Να νυχτώνει, λέει,  και να αρχίσουν να φέγγουν οι Πυγολαμπίδες.

Να ρεμβάζω και να περιμένω να πέσει καλά η νύχτα γιατί,  είναι γνωστό,  ότι  όσο βαθύτερο είναι το σκοτάδι τόσο περισσότερο φεγγοβολάνε  οι πυγολαμπίδες.


Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Βάνα


Η Βάνα ήταν μια στρουμπουλή κοπελίτσα που έμενε σε μια μονοκατοικία με κήπο στο Μοσχάτο.

Ο Κήπος είχε κάνα δυό νεραντζιές  , ένα δύο λεμονιές και πολλές τριανταφυλλιές με τριαντάφυλλα διαφόρων χρωμάτων.

Η Βάνα ήταν ασπριδερή  και αφράτη ακόμα και το κατακαλόκαιρο.

Έγραφε και ποιήματα.

Δακρύβρεχτα κοριτσίστικα ποιήματα   γεμάτα ευαισθησία  απελπισία και έρωτα.

Μου χε δώσει και μερικά  γραμμένα σε πολυτελές κίτρινο χαρτί  και στην κορυφή είχε κολλημένο με σελοτέιπ και ένα φυλλαράκι  τριανταφυλλιάς  από τον κήπο της.

Με την Βάνα «τάχαμε»  τον εφιαλτικό   εκείνο καιρό της  δοτικής, των  απαρέμφατων και των τριτόκλιτων .

Χωρίσαμε (ένα δειλινό με δάκρυα στα μάτια) για.. ιδεολογικές διαφορές .

Η Βάνα γράφτηκε στον «Ρήγα φεραίο» (τον Βελεστινλή) και εγώ  (που ήμουν από τότε πολύ  σκληρός) γράφτηκα στην ΠΠΣΠ.

Χάος μας χώριζε πλέον.

Με τι μούτρα να συναντήσω τους μυστακοφόρους μαοϊκούς της  οργάνωσης μου.

Έκρυβα την ανίερη σχέση  μέχρι που  «δεν πήγαινε άλλο».

«Ντρέπεσαι που σ αγαπάω
Πιο πολύ και από τον Μάο»

Έλεγε το άσμα της εποχής και μου υπενθύμιζε διαρκώς τον παράνομο και αντεπαναστατικό  δεσμό μου.

Πέρασαν τα χρόνια και η Βάνα έμεινε μια ασπριδερή και αφράτη ανάμνηση  στο σιδερένιο πορτόνι του μικρού κήπου στο Μοσχάτο.

Και έτσι πρέπει να μείνει  για πάντα.

Αργότερα έπιασα δουλειά στα ναυπηγεία και γνώρισα χιλιάδες  Βάνες.

Βάνες ατμού
Βάνες νερού
Βάνες λαδιού
Βάνες  τεσσάρων ιντσών
Βάνες  εννέα ιντσών
Βάνες χειροκίνητες απλές
Βάνε ηλεκτρομαγνητικές

Ήταν μια εποχή που έβλεπα στον ύπνο μου Βάνες.

Κάποτε έφυγα από την Αθήνα και νόμιζα ότι είχα αφήσει οριστικά πίσω μου τις Βάνες.

Πέρασαν τα χρόνια και ήρθε ο καιρός των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών.

Τότε συναντώ ξανά την Βάνα.

Ας πάρουμε , όμως τα πράματα από την αρχή.

Στο χωριό μου ανακοινώνονται οι υποψηφιότητες για τον πάρεδρο.

Η «Δεξιά» κατεβάζει για υποψήφιο πάρεδρο έναν γιγαντόσωμο και καλόκαρδο  ξυλοκόπο που μοιάζει με τον Πώλ Μπανυάν και  που δεν θα ησυχάσει αν δεν κόψει και την τελευταία ελιά του Κερκυραϊκού ελαιώνα.

Η «Αριστερά» κατεβάζει έναν σκυθρωπό και αγέλαστο δεξιοτέχνη της πρέφας.

Το χωριό χωρίζεται ως συνήθως σε δύο στρατόπεδα σε μια μάχη υπέρ βωμών και εστιών.

Παρακολουθώ από το παράθυρο μου κινήσεις ασυνήθιστες .

Μυστικές συναντήσεις .

Παράξενες  μεταμεσονύκτιες επισκέψεις.

Ανεπαίσθητους εκβιασμούς.

Επιστρατεύονται ακόμα και φοβερές μετεμφυλιακές αναμνήσεις για να πεισθούν  οι ταλαντευόμενοι.

Το δηλητήριο απλώνεται στις φλέβες του μικρού χωριού και κινδυνεύεις  , αν δεν προσέξεις με οποίον μιλάς,  να σε κατατάξουν στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Κανείς δεν ενδιαφέρεται τι γίνεται στον έξω κόσμο.


Τελικά νικάει ο «δεξιός» και καταλαμβάνει τον θρόνο του πάρεδρου στο καφενείο του χωριού.

Σηκώνεται σοβαρός από τον θρόνο του και ακουμπάει τα ροζιασμένα χέρια του στο λιγδιασμένο  ξύλινο  μετεμφυλιακό τραπέζι της πρέφας.

«Θα είναι..» - λέει μεγαλοψύχως - «..Πάρεδρος όλων των χωριανών».

Οι Αρμοδιότητες της «τοπικής αυτοδιοίκησης»  είναι να εξασφαλίζει την ομαλή τροφοδοσία του χωριού με νερό.

Μια νέα εποχή αρχίζει.

Θα ανοιγοκλείνει την Βάνα καλύτερα από ποτέ άλλοτε.

Α! ξέχασα.


Θα  καθαρίσει  και τον δρόμο με το χορτοκοπτικό.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Κοντσέρτο για πολυβόλα.


 Οι φοιτητές νομίζουν ότι η επιτυχία της προεκλογικής εκστρατείας εξαρτάται από την ποσότητα της γλουτολίνης και το σωστό ανακάτεμα την  κόλλας.

Οι  ωριμότεροι  δίνουν την προσοχή τους στην σωστή προβολή του υποψηφίου , στις συνεντεύξεις , στα πάνελ, στα ντιμπέιτ , στις  εξορμήσεις πόρτα - πόρτα .

Οι σημαντικότερες , όμως, και καθοριστικές προεκλογικές ζυμώσεις  γίνονται μετά τις 10 το πρωί,   τότε που οι φοιτητές δεν έχουν ξυπνήσει ακόμα από τα τσίπουρα και οι ωριμότεροι  τρέχουν εναγωνίως για το μεροκάματο.

Εκείνη την ώρα μαζεύονται στα παγκάκια οι  γερόντοι  ύστερα από μια πολύωρη και φεις του φεις  επαφή με το εκλογικό σώμα.

Είναι η ώρα  για τον καθιερωμένο απολογισμό από την μάχη  στις ουρές των ουρολόγων , των μικροβιολόγων, των  εξωτερικών ιατρείων των γκισέ των ασφαλιστικών ταμείων  και των τραπεζών.

Εκεί ,εκτός από την αυθεντικότερη σφυγμομέτρηση,  μπορείς να μάθεις και  ιστορίες που κάτω από άλλες περιστάσεις θα είχαν ταφεί κάτω από χιλιάδες τόνους  δευτερολέπτων , ωρών , ημερών και χρόνων λησμονιάς.

Ο Κώστας είναι ο βασιλιάς της πλατείας  Σαρόκου.

Νομίζεις ότι κάθεται σε ένα οποιοδήποτε παγκάκι.

Λάθος .

Αυτό το παγκάκι έχει την ίδια σημασία που έχει ο θρόνος στα μεγάλα βασίλεια. 
Ουδείς διανοείται να καθίσει στην θέση του Κώστα.

Ο Κώστας υπηρέτησε στο «Βασιλικό» ναυτικό.

Ως ναύτης βρήκε γκόμενα σε μια έξοδο σε μια λαϊκή γειτονιά του Πειραιά.

Η  ντροπαλή κοπέλα του έδωσε ραντεβού στο …νεκροταφείο για να αποφύγουν τα  αδιάκριτα βλέμματα.

Ο Κώστας πήγε στο ραντεβού φρεσκοπλυμένος , φρεσκοσιδερωμένος ,με φρεσκογυαλισμένες τις αρβύλες του  και με έναν μποκέ  κόκκινα γαρίφαλα στο χέρι.

Είχε να γαμήσει από τότε που τονε πήγε η «τσέτα» στης  Βαγγιελιώς της κουλοχέρως  που έκανε πιάτσα στην Λεμονιά.

Δεν τα κατάφερε την πρώτη φορά λόγω τράκ και η Βαγγιελιώ του είπε να ξαναπάει «μπιστιού»  την επόμενη βδομάδα.

Κάθισε σε έναν τάφο και περίμενε κοιτάζοντας αφηρημένος τριγύρω.

Χωρίς να το ξέρει είχε καθίσει πάνω στον τάφο του …Μπελογιάννη.

Σε λίγη ώρα εμφανίστηκαν από το πουθενά καμιά δεκαριά άτομα και το πήρανε σηκωτό.

Τονε βαράγανε όλη νύχτα.

Ματαίως έλεγε και ξανάλεγε ότι «έχει καλό σκοπό» και δεν την «πείραξε» την κοπέλα.

Στην αρχή νόμιζε ότι  «τα ήθη εδώ»  ήταν πολύ αυστηρά η ότι δεν ανέχονται οι ντόπιοι την βεβήλωση του νεκροταφείου.

Τον κάνανε να μην μπορεί να σηκωθεί στα πόδια του από το ξύλο.

Τόσο ξύλο δεν είχε φάει ούτε ο Κώστας Καζάκος στο «Κοντσέρτο για πολυβόλα».

Μετά από τρία μερόνυχτα ξυλοδαρμού τον αμολάρανε «λόγω αμφιβολιών».

Έκτοτε ολόκληρη η ζωή του Κώστα πέρασε  εν μέσω αμφιβολιών.

«Επί Ενώσεως Κέντρου» τον έβαλε ένας βουλευτής στο ψυχιατρείο να σφουγγαρίζει σκατά από τα πατώματα.

Εκείνη την εποχή θεωρούταν μεγάλο προνόμιο να σφουγγαρίζεις σκατά σε ψυχιατρείο.

Έτρεμες μην χάσεις την θέση.

Αργότερα , «επί ΠΑΣΟΚ»,  έβαλε και το γιο του σε κάποιο οργανισμό.

Το ΠΑΣΟΚ και εν γένει το «Κέντρο»  ήταν η θρησκεία του Κώστα.

Πίστευε ακράδαντα ότι η σωστή θέση είναι στο «Κέντρο».

Πέρασαν τα χρόνια και η γυναίκα του έπαθε Αλσχάιμερ.

Με την σύνταξή του ο Κώστας πληρώνει  την Βουλγάρα.

Είναι τόσο βαρύ το τίμημα  (της Βουλγάρας) που όταν  ακούει οτιδήποτε σχετικό με Βουλγαρία εξαγριώνεται.

Μέχρι  πρότινος ήταν κατηγορηματικός υπέρ του Βενιζέλου.
Σκιάζεται μην «ξανάρθει η δεξιά».

Η Οικονομική κρίση δεν του κάνει εντύπωση. Ύστερα από τόσα που πέρασε του φαίνεται σαν αστείο.

Προχτές βγάλανε τον γιο του   σε τρίμηνη  «διαθεσιμότητα».

Ρωτώντας έμαθε ότι αυτό είναι ένας κομψός τρόπος για να πεις την απόλυση.

Ο Γιος του δήλωσε ότι θα του φέρει τα παιδιά και «να κανονίσει με τον Βενιζέλο πως θα τα μεγαλώσουν».

Ακόμα και τότε δεν φάνηκε να κλονίζεται.

Χτες του έστειλαν  μια βεβαίωση που,   ενώ παραδέχονται ότι η αναπηρία της γυναίκας του είναι εκατό τις εκατό και χρήζει βοηθείας στο σπίτι, δεν του εγκρίνουν το μικρό βοήθημα που προβλέπεται σε αυτές τις περιπτώσεις.

Αυτή φαίνεται ότι ήταν  η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.

Τον  είδα το απόγευμα να κοντοστέκεται αφηρημένος στο κιόσκι του ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στην «Εθνική».

Πέρασε και από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και πήρε προκηρύξεις.

Τις δίπλωσε προσεχτικά και τις έβαλε στην μέσα τσέπη του σακακιού του κοιτάζοντας τριγύρω.

Κάτι λέει στους Κνίτες απέναντι  και τον κοιτούν απορημένοι.

Περνάει  κουνιστή δίπλα του η κοπέλα  με τους καφέδες.

Μάλλον δεν ξέρει ότι γίνονται εκλογές

Φοράει  ένα κολλητό κολάν  και , ίσως , ένα αδιόρατο  στριγκάκι από μέσα.


Συνεχίζει την πορεία του προς την πλατεία εν μέσω αμφιβολιών και με ασταθές βήμα.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Εξακόσιες λέξεις για την δύσκολη ζωή του Ρωτόκριτου


Γνώρισα τον Ρωτόκριτο  πριν από μερικά χρόνια.

Η κόρη τους τότε ήταν  μικρό κοριτσάκι των πρώτων χρόνων του δημοτικού.
Μοναχικό και εσωστρεφές παιδί.

Δύσκολα τουπαιρνες κουβέντα και δύσκολα σήκωνε τα μάτια να σε κοιτάξει.

Ο Ρωτόκριτος δούλευε από τότε σε ένα μικρό ξενοδοχείο τα καλοκαίρια  ως εργάτης  γενικών καθηκόντων.

Άλλαζε βρύσες , έκανε μικροεπισκευές στα ηλεκτρικά, φρόντιζε τους κήπους  και συντηρούσε τα μηχανήματα της μικρής πισίνας.

Τα καλοκαίρια γύριζε στο σπίτι αργά και βοηθούσε την γυναίκα του που είχε την γενική  ευθύνη  των υπολοίπων εργασιών.

Ο Ρωτόκριτος  είχε φτιάξει έναν  λαχανόκηπο  που μπορούσε  να συντηρήσει άνετα την οικογένεια , σχεδόν για όλο το χρόνο,  με τρόφιμα πολύ καλής ποιότητας .

Εκτός από τα λαχανικά  είχε βάλει και μια ράτσα πατάτες  γαλλικές  γλυκές που αρέσανε πολύ στην μικρή.

Δέκα τσουβάλια πατάτες .

Αρκετά για όλο το χρόνο και με κοπριά για λίπασμα.

Είχε και κουνέλια . Παιδεύτηκε  πολύ να κάνει τα κλουβιά έτσι που να μην του φευγούνε.

Είχε κοτέτσι  και  έβαλε και μερικά μελίσσια κοντά στον λόγγο.

Για κάποιο λόγο τα μελίσσια ήταν η αδυναμία του .

Το αμπέλι ήταν μια σπάνια ράτσα μαύρου Λιανόρωγου σταφυλιού  του έκανε  ένα κρασί που έμοιαζε με το Μαντζαβίνο στην γεύση.

Μούλεγε ότι το αμπέλι για να κάνει καλό κρασί  «πρέπει να χαϊδεύεις αράτα-αράτα».

Ο Ρωτόκριτος προσπαθούσε εναγωνίως να κρατήσει και μια σχετικά φυσιολογική σχέση με το χωριό και κυρίως με τους συνομήλικους του.

Πήγαινε και στις λιτανείας στα καθιερωμένα πανηγύρια και στο καφενείο . Έπρεπε να παίζει τρισέτε , να βλαστημάει και να χτυπάει και το χέρι του στο τραπέζι. 
Έπρεπε να κάθετε όρθιος κάτω από την αιωρούμενη τηλεόραση και να βρίζει και αυτός μαζί με τους άλλους τον διαιτητή. 
Τονε βάλανε και στο «διοικητικό συμβούλιο  της  ηρωικής ποδοσφαιρικής ομάδας μας » αλλά τον βγάλανε αμέσως γιατί «δεν  μπορούσε να αφιερωθεί στο άθλημα».

Γινόταν συχνά το θέμα του καφενείου.

«Μαλακα» τον ανεβάζανε «μαλακα» τονε κατεβάζανε.

«Τι τα θέλεις τα μελίσσια αφου δεν σαρέσει το μέλι»
«Εγώ έχω πάρει  ένα κιλό μέλι με οχτώ ευρώ και τόχω ένα χρόνο»
«Πατάτες είναι αυτές;»
«Κάθεσαι και παιδεύεσαι για μαλακίες»
«Τα κουνέλια τι τα θέλεις που έχουνε βρωμέψει τον τόπο;»
«Υπάρχει καμιά μαλακία που δεν την έχεις κάμει ακόμα;»

Ο Ρωτόκριτος δεν θυμώνει και δεν απαντάει.  Συνεχίζει την προσπάθειά του να μην αποκοπεί από την κοινωνία του χωριού.

Φοβάται μην μείνει τελείως μόνος.

Η συχωρεμένη η Νόνα συνήθιζε να λέει: «Μικρό χωριό,  μεγάλη κόλαση».

Κάλεσα μια Κυριακή τον  Ρωτόκριτο να τους κάμω το τραπέζι.

Καθόταν στην σειρά στο καναπέ και με κοιτάζανε χαμογελώντας που ετοίμαζα το φαΐ.

Και οι τρεις με τα χέρια στα γόνατα.

Κάθε τόσο έκανε να σηκωθεί ο Ρωτοκριτος να βοηθήσει . Δεν τον άφηνα.

Το Πάσχα που μας πέρασε φύσαγε πολύ και έκανε κρύο.

Περιμέναμε όλοι  με ανυπομονησία να ακουστεί το «Χριστός Ανέστη».

Πίσω μας ήταν η γυναίκα του Ρωτόκριτου με την κόρη της που έκανε αγωνιώδεις προσπάθειες να κρατήσει αναμμένο το κερί της.

«Χρόνια πολλά… ο Ρωτόκριτος  που είναι;»
«Αυτές τις μέρες δουλεύει στο ξενοδοχείο και δεν  πρόλαβε νάρθει…. θα τονε δούμε αύριο το μεσημέρι  α θέλει ο Θέος».

Έσκυψα και στην μικρή.

«Χρόνια πολλά κούκλα μου και να προσέχεις τον πατέρα σου είναι σπουδαίος άνθρωπος».

«Είδα τα μάτια της να φέγγουνε από   περηφάνια … η με γέλασε το φώς του κεριού;»

Πέρασε καιρός και προχτές , καθώς γύριζα στο σπίτι βρήκα στο πόμολο κρεμασμένη μια σακούλα.

Μέσα είχε μια μποτίλια μαύρο κρασί.

Δεν είμαι σίγουρος αλλά μάλλον είναι αυτός ο μαύρος Λιανόρωγος κακοτρύγης του όρους .

Μάλλον έχει μέσα και λίγη «φράουλα» για το άρωμα.


Έτσι λοιπόν είπα να ανταποδώσω με  εξακόσιες λέξεις .

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Η Ιστορία της Λουτσίντα


Ξεκίνησα ένα πρωί να πάω να πληρώσω το τηλέφωνο.
Το είχα αναβάλει αρκετές φορές και δεν πήγαινε άλλο.

Πριν φτάσω στην γωνία άρχισε να βρέχει και  γύρισα να πάρω ομπρέλα.
Πήρα την ομπρέλα και όπως έφευγα βιαστικός βλέπω ένα γατί να σέρνεται προς εμένα νιαουρίζοντας.

Ήταν πατημένο από αυτοκίνητο μάλλον,  στην μέση.
Τα πίσω πόδια και η κοιλιά του  ήταν  σιάδι.

Δεν έβλεπα ελπίδες επιβίωσης .

Ψαχούλεψα τα κόκαλα των πίσω ποδιών και φαινόταν γερά.
Σκέφτηκα ότι αν ήταν γερό και το στομάχι του μπορούσε ,με μπόλικη τύχη, να επιβιώσει.

Το έβαλα σε μια μικρή αποθήκη με γάλα , νερό και στρωσίδια.
Σε δυό εβδομάδες σηκώθηκε στα πόδια του.
Σε ένα μήνα περπατούσε κανονικά.
Σε δύο μήνες σκαρφάλωνε στο κεφάλι μου.

Ήταν παρδαλή και , μιας και όταν γνωριστήκαμε κούτσαινε , την έβγαλα Λουτσίντα.

Λουτσίντα λέγανε μια γυναίκα που σύχναζε στο Λιστόν , κούτσαινε ,  φορούσε παράξενα πολύχρωμα ρούχα , βαφόταν  πολύ έντονα και ζούσε πάντα μόνη.

Οι παλιοί Κερκυραίοι όταν θέλανε να σχολιάσουν κάποια που κουνιόταν υπερβολικά λέγανε  ότι  «αυτή κουνιέται σαν την Λουτσίντα».

Την παρομοίαζαν με ένα καΐκι που το λέγανε «Λουτσίντα»  και  έκανε την γραμμή Κέρκυρα – Παξοί  τα χρόνια εκείνα.
Όταν περνούσε  τ΄Αλεύκι  κουνιόταν πολύ γιατί εκεί  είχε συνήθως κύμα.

Η δική μας η Λουτσίντα κουνιόταν επίσης αρκετά ώστε να ξεμυαλίσει έναν  γκρίζο κεραμιδόγατο και να γκαστρωθεί.

Η κοιλιά της δεν φαινόταν καν.

Κατά μια πολύ σπάνια σύμπτωση  είχε ένα μόνο γατί στην κοιλιά της και αυτό  άρχισε να βγαίνει με τα πόδια προς τα κάτω.

Φρακάρισε και  πέθανε με το ένα ποδαράκι του έξω.

Ώσπου να καταλάβω τι συμβαίνει η Λουτσίντα κινδύνευε από σηψαιμία.

Σήμανα τσι αλάρμες  στην γειτονιά και μαζεύτηκε το ποσόν των εκατό ευρώ  μέσα σε δέκα λεπτά.

Η Λουτσίντα μπήκε σε ιδιωτική κλινική  μικρών ζώων (παρακαλώ)  με όλες τις ανέσεις και έκανε καισαρική τομή.

Ο Γιατρός είπε ότι την προλάβαμε στο παραπέντε.

Από κάποιες απίστευτες και διαβολεμένες συμπτώσεις η Λουτσίντα ζει και βασιλεύει  στην γειτονιά μας και έχει γίνει αξιαγάπητη ειδικά στα μικρά παιδιά που έρχονται ειδικά για να παίξουν μαζί της .

Κατ’ αυτόν τον τρόπο έχω γνωρίσει πολλές αξιόλογες μαμάδες  που κάτω από άλλες περιστάσεις δεν θα μουλέγανε ούτε καλημέρα.

Πάντα αναρωτιόμουν αν όσα μας καθορίζουν είναι ζήτημα  απρόβλεπτων  καταστάσεων η αν  προκύπτουν από πολύ συγκεκριμένες αιτίες.
Επειδή όμως  με βόλευε ανέκαθεν ο Ιστορικός Ντετερμινισμός, η λογική της ιστορίας  και είχα και μια συμπάθεια στον Αϊνστάιν ,  πίστευα  και εγώ ότι είχε δίκιο όταν έλεγε ότι   « Ο Θεός δεν παίζει ζάρια».

Από την άλλη μου άρεσε και η ευφυής απάντηση που του έδωσε ένας συνάδελφος του.
 -«Και ποιος είσαι εσύ βρε ανόητε που θα πεις του Θεού τι να κάνει;»

Με τούτα και με κείνα  άρχισε να με απασχολεί το  περίφημο «πείραμα της Γάτας».

Λένε λοιπόν οι μεγάλοι της κβαντικής μηχανικής:
Αν υποθέσουμε ότι κλείνουμε μια γάτα σε ένα κουτί απολύτως απομονωμένο από  το  περιβάλλον.
Μέσα στο κουτί  υπάρχει μια σανίδα που λειτουργεί με ένα φωτοκύτταρο.
Πάνω στην σανίδα στερεώνουμε ένα μπουκάλι με ένα ισχυρό δηλητήριο.
Αν το μπουκάλι πέσει θα το πιει η γάτα και θα πεθάνει.

Από μια απειροελάχιστη σχισμή στέλνουμε ένα (και μοναδικό) φωτόνιο  προς το φωτοκύτταρο.

Το φωτόνιο επειδή  είναι κύμα και σωματίδιο ταυτοχρόνως και έχει απρόβλεπτη συμπεριφορά δεν μπορούμε να ξέρουμε αν  θα ενεργοποιήσει το φωτοκύτταρο  η όχι.

Εφόσον είμαστε έξω από το κουτί κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν η γάτα είναι ζωντανή η νεκρή  επομένως η γάτα είναι και ζωντανή και νεκρή.

Αν επιχειρήσουμε να δούμε μέσα στο κουτί την πορεία του φωτονίου τότε αυτό θα αλλάξει συμπεριφορά και μόνον που το κοιτάξαμε.

Το απίστευτο είναι ότι όσες φορές και αν το κοιτάξουμε τόσες διαφορετικές συμπεριφορές θα έχει.

Αν , δηλαδή μπορούσαμε να δούμε ριπλέυ την ίδια σκηνή της (μικρής μας) ιστορίας  κάτω από απολύτως τις ίδιες συνθήκες , κάθε φορά θα βλέπαμε και διαφορετική εκδοχή χωρίς να μπορούμε να προβλέψουμε ασφαλώς  καμιά.

Έτσι στην μια περίπτωση που ξαναζούσαμε την ιστορία της Λουτσίντα μπορεί να μην την πάταγε το αυτοκίνητο , να μην ερχόταν σε μένα και να μην την ήξερα καν.
Στην δεύτερη να ερχόταν πατημένη από το αυτοκίνητο αλλά να μην γύριζα εγώ να πάρω ομπρέλα και να την εύρισκα νεκρή στο πεζοδρόμιο και ούτω καθεξής.

Αν  η ιστορία  της Λουτσίντα δεν είναι αποτέλεσμα των αιτιών που την προκάλεσαν τότε αυτό που ονομάζουμε «Ιστορία της Λουτσίντα» δεν είναι πάρα μια από άπειρες εκδοχές  που δεν μπορούν να προβλεφτούν και που εμείς θεωρούμε ότι  αυτή η μια εκδοχή είναι αποτέλεσμα των αιτιών που την προκάλεσαν.

Έτσι αν μπορέσουμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τις (άπειρες)  αιτίες  θα μπορούσαμε να προβλέψουμε ακριβώς και το αποτέλεσμα.

Μου γρατζουνάει το τζάμι.

Της ανοίγω.

Κοντεύουν μεσάνυχτα  της Πέμπτης προς Παρασκευή  και είμαι κουρασμένος.

Με κοιτάει ανήσυχα.


Θα λέει από μέσα της  «Έχει γούστο ο τρελός να μου κάνει το πείραμα της γάτας».