Για
την Ρόζα έχω γράψει κάτι σε κάποιο περιοδικό που δεν κυκλοφορεί πια και σε μια
εποχή που δεν υπήρχαν υπολογιστές.
Ξαναγράφω
σήμερα εξαιτίας του ότι προχτές το βράδυ είδα στον ύπνο μου τα μάτια
της να με κοιτάνε σε απόσταση μερικών εκατοστών.
Ξύπνησα
ανήσυχος και με ένα αίσθημα έντονης ταραχής.
Ντύθηκα
και βγήκα έξω στις τρείς τα ξημερώματα, εν μέσω απαγόρευσης της κυκλοφορίας
ένεκα Κορονοϊού, για να πάρω αέρα.
Ψιλόβρεχε
και έκανε κρύο .
Πέταξα
το τσιγάρο και ξαναμπήκα μέσα.
Την
Ρόζα μου την έφερε μια ψηλή , άγαρμπη και κοκκινομάλλα Ιρλανδέζα πριν από
τριάντα χρόνια να την κρατήσω «για δεκαπέντε μέρες» .
Θα
γύρναγε στην Ιρλανδία γιατί η μάνα της ήταν άρρωστη και δεν μπορούσε να την
πάρει μαζί της .
Μου
σύστησε την Ρόζα ως ένα «καθαρόαιμο Γκριφόν» εμβολιασμένο και με «τρόπους».
Ήταν
μια εποχή τότε που πολύ δύσκολα έλεγα «όχι» και την κράτησα.
Βρήκα
δυο τρείς παλέτες και με τις τάβλες έφτιαξα σπιτάκι κάτω από το στέγαστρο της εξώπορτας.
Έβαλα
και στρωσίδια και η Ρόζα απέκτησε εξοχικό πολυτελείας.
Τότε
μέναμε στου Σολάρι , λίγο έξω από την Κέρκυρα , σε μια ερημική μονοκατοικία
μέσα σε μια δασώδη περιοχή όπου δίπλα από το σπίτι πέρναγε και ένα ρέμα.
Το
καλοκαίρι είχε ελάχιστο νερό αλλά τον χειμώνα
φούσκωνε και μερικές φορές τα νερά φτάνανε μέχρι την πόρτα μας.
Ματαίως
επερίμενα την Ιρλανδέζα να γυρίσει .
Μετά
από λίγο καιρό η Ρόζα «εγκαστρώθηκε με κάποιο μούλο» από την γύρω περιοχή,
καθώς απεφάνθη η γειτόνισσα μας η Μαρία που είχε πλήρη εικόνα των τεκταινόμενων
στην ευρύτερη περιοχή Σολάρι-Κακαρούγκα.
Φαίνεται
ότι δεν της άρεσε το «εξοχικό» και βάλθηκε να φτιάξει μια φωλιά για να γεννήσει
μέσα σε μια βατσουνιά δίπλα στο ρέμα.
Όταν
γέννησε την άφησα εκεί αφού εκεί ένοιωθε
καλύτερα.
Μια μέρα
έπιασε μια καταρρακτώδη βροχή.
Ήμουνα
στην δουλειά .
Ξαφνικά
σκέφτηκα την Ρόζα και το ρέμα.
Πήρα
το αυτοκίνητο και έφυγα άρον άρον.
Μπήκα
στην βατσουνιά σέρνοντας μέσα στην βροχή και μέσα στην λάσπη.
Καταγδάρθηκα.
Στο
βάθος έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με την
Ρόζα.
Τα
τέσσερα σκυλάκια τα είχε αφήσει και κλαίγανε δίπλα στο ορμητικό ρέμα.
Κάτω από
την κοιλιά της είχε το πέμπτο.
Με
κοίταγε στα μάτια σε απόσταση λίγων εκατοστών με ένα βλέμμα που καθώς φαίνεται
δεν το έχω ξεχάσει ύστερα από τριάντα χρόνια.
Την τράβηξα
έξω και έβγαλα δυο δυό ι τα κουτάβια της
που κλαίγανε σπαρακτικά.
Τα
σκούπισα όλα και τα έβαλα στο «εξοχικό».
Όταν μεγαλώσανε
αρκετά τα μοίρασα σε διάφορους φίλους.
Μετά από
λίγο καιρό ήρθε και η Ιρλανδέζα και η Ρόζα ξαναγύρισε στο ζεστό της σαλονάκι.
Πέρασε
καιρός και κάποια μέρα έξω από του «Μαρκοσιαν» είδα απέναντι στο «Σινε Παλλάς» (εκεί
που είναι τώρα το Μάρκς εντ Σπένσερ ) την
Ρόζα με την Ιρλανδέζα.
Φώναξα
«Ρόζα!»
Η
Ρόζα ξαφνιάστηκε. Τράβηξε το λουρί και
έφυγε από τα χέρια της Ιραλανδέζας.
Διάσχισε
τον δρόμο με τα αυτοκίνητα (τότε δεν ήταν ακόμα πεζόδρομος) και με ένα δυσανάλογο πήδημα για το μέγεθός της
βρέθηκε στο πέτο μου να με γλύφει και να με γεμίζει σάλια με τα μουστάκια της.
Έκτοτε
δεν την ξανάδα.
Εκτός
από προχτές , ύστερα από τριάντα χρόνια, στον ύπνο μου.
Με
κοίταζε με κείνα τα υγρά μάτια μέσα στην βατσουνιά γεμάτα απελπισία και απόγνωση.
Τότε
που από το ζεστό της σαλόνι βρέθηκε
ξαφνικά μπροστά στα στοιχεία της φύσεως και έπρεπε να διαλέξει ποιο από τα
παιδιά της θα έσωζε και ποια θα πέθαιναν.
Προχτές
ηταν μια νύχτα που μου ήρθαν στο μυαλό τα μάτια του γιατρού στο Μπέργκαμο που
έπρεπε να αποφασίσει ποιος θα έμπαινε στην μονάδα εντατικής θεραπείας και ποιος
θα πέθαινε.
Η ο
νοσοκόμος του νοσοκομειακού στο Μανχάταν που πρέπει να αποφασίσει ποιον ασθενή
θα πάρει και ποιον θα αφήσει να πεθάνει.
Ήταν
μια νύχτα που όταν ξύπνησα
σκεφτόμουν πόσα χρόνια δούλευα για
να μην χρειάζεται να μπει ούτε η Ρόζα
ούτε εμείς σε αυτά τα φοβερά διλλήματα.
Από εκείνη
την θεομηνία που έβαλε την Ρόζα στα
ανείπωτα διλλήματα πέρασαν τριάντα χρόνια.
Νόμιζα
ότι τα πάντα είχαν παραγραφεί από το υποσυνείδητό μου και προχτές την νύχτα που ψιλόβρεχε ζωντανέψανε ξανά.
Μπορεί
να τα καταφέρουμε και εμείς.
Να
μην γίνουμε θηρία μέσα στην επερχόμενη ζούγκλα.
Να τα
καταφέρουμε όπως τα κατάφερε και η Ρόζα στην ζούγκλα στου Σολάρι χωρίς να χάσει
την «ανθρωπιά» της.
1 σχόλιο:
Καλημέρα. Σωστά το είπες. Να μην χαθούμε.
Δημοσίευση σχολίου