Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Όσα παίρνει ο άνεμος




Αυτήν την εποχή ο άνεμος παίρνει σκουπίδια.
Αν παρατηρήσεις δε και την φορά κατά την οποία σκορπίζονται τα σκουπίδια στις άκρες των δρόμων μπορείς να καταλάβεις και την κατεύθυνση του ανέμου .
Εκτός από σκουπίδια ρίχνει και τα φύλλα στην λεωφόρο Αλεξάνδρας, όπως σε όλη την Κέρκυρα άλλωστε .
Αυτό για άλλους είναι καλό και για άλλους κακό.
Για τον Ευριπίδη τον Ποιητή των πεζοδρομίων της Λεωφόρου Αλεξάνδρας είναι καλό διότι βλέπει: «Ένα τρελό βάλς , στην αγκαλιά τ' ανέμου» .
Για τον Λάμπρο τον καφετζή είναι μια ακόμη ευκαιρία να βρίσει εκείνο το Δήμαρχο « ..που να μπει ο διάολος μέσα του, που δεν εφύτεψε παυλοσουκιές να τρώμε και κανένα παυλόσουκο.»
Για τον Σπύρο τον οδοκαθαριστή είναι σαν να ξαναγεννήθηκε διότι έτσι ενισχύονται οι ελπίδες του για την ανανέωση της εξάμηνης σύμβασής του.
Αν , για παράδειγμα, εκεί που περπατάς στον δρόμο , και πιστεύεις ότι θα ζήσεις για πάντα , νοιώσεις έναν πόνο στο στομάχι και ο γιατρός αποφανθεί ότι σου μένουν έξι μήνες ζωής , οι έξι αυτοί μήνες θα σου φανούν ως ένα κλάσμα του δευτερολέπτου  . Αν, όμως, είσαι θανατοποινίτης και εκεί που πας για εκτέλεση σου δώσουν έξι μήνες παράταση ζωής, αυτοί οι έξι μήνες θα σου φανούν ως μία αιωνιότητα.
Εδώ , άλλωστε, επιβεβαιώνεται και η ειδική θεωρία της σχετικότητος του Αλβέρτου Αϊνστάιν καθώς επίσης και η ταινία του Αγγελόπουλου «Μια αιωνιότητα και μια μέρα».
Πρόκειται για μια πολύωρη ταινία την οποία σχεδόν υποχρέωσα το Σπύρο να τηνε δει προκειμένου να του ανέβει το ιδεολογικοπολιτικό του επίπεδο.
Με απογοήτευε όταν μου είπε : «αυτήν την ταινία θέλεις μια μέρα για να τη δεις και μία αιωνιότητα για να την καταλάβεις».
Επιστρέφουμε άρον-άρον στα πεζοδρόμια της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Σε αυτήν εδώ την πολυκατοικία , λίγο πιο κάτω από το φούρνο, μένει ο «Μπακαλάρος» .
Ο Μπακαλάρος επέστρεψε στην Κέρκυρα μετά από τις σπουδές του σε πανεπιστήμιο της Ιταλίας .
Άλλοι λένε ότι άργησε νάρθει γιατί έπαιζε τις καθυστερήσεις και μάλιστα έκατσε και για τα πέναλτι.
Οι κακές οι γλώσσες λένε ότι στα πέναλτι πλήρωσε τον τερματοφύλακα και έτσι έβαλε το γκολ που του χάρισε την πρόκριση και πήρε το πτυχίο του.
Εγώ που τόνε ξέρω καλά πιστεύω ότι έγινε το δεύτερο ,αλλά δεν θα τα χαλάσουμε εδώ.
Τον πρώτο καιρό στην Κέρκυρα καταπιάστηκε με την «Επανάσταση» και μάλιστα με τόσο ζήλο που σου έδινε την εντύπωση ότι σε κάνα δύο βδομάδες το πολύ η ανθρωπότητα θα πρέπει να έχει ξεμπερδέψει.
Αν μάλιστα άκουγε και καμιά κουβέντα πέραν των επιτρεπομένων ήταν ικανός να οδηγήσει στην λαιμητόμο τον κάθε αιρετικό.
Ο Μπακαλάρος κατ΄ αρχήν έπιασε δουλειά σε ένα εμπορικό κατάστημα που εμπορευόταν μπακαλάρους παστούς , ρέγγες και στακοφίσια .
Επειδή δεν με διαβάζουν μόνο Κερκυραίοι αλλά και πολλοί από το εξωτερικό είμαι υποχρεωμένος να εξηγήσω ότι το Στακοφίσι είναι μπακαλάρος αποξηραμένος.
Μοιάζει με ένα κομμάτι ξύλο. Μάλιστα για να τονε κόψεις σε κομμάτια χρειάζεσαι πριόνι.
Τον βάζεις στο νερό να αμολάρει , τον δένεις με σπάγκους να μην διαλυθεί , τόνε βάζεις στην κατσαρόλα με πατάτες και μαύρο πιπέρι και τονε κάνεις μπιάνκο.
Βγάζει ένα φοβερό σούγο που εμείς οι ντόπιοι το θεωρούμε κορυφαίο.
Νάναι καλά οι Ιγκλέζοι που μας τον εφέρανε.
Το λέγανε «Stock Fish” αλλά είναι γνωστό ότι δεν τα αντέχουμε τα πολλά σύμφωνα και το κάναμε «Στακοφίσι» .
Την ίδια τύχη είχαν και άλλες Ιγγλέζικες λέξεις όπως για παράδειγμα : Πικινίκι ( το Πικ Νικ), Μέτελας (Ο Άγγλος Αρμοστή Μαίτλαντ ) κλπ.
Ο Μπακαλάρος λοιπόν πίστευε ότι ήταν προορισμένος για «μεγάλα πράματα» και σύντομα προσελήφθη ως «υπάλληλος τραπέζης».
Άλλοι λένε ότι «το άξιζε»
Άλλοι λένε ότι τον έβαλε μια γνωστή του από το κόμμα που την έβαλε υποψήφια δήμαρχο και του είχε υποχρέωση.
Εγώ που τόνε ξέρω καλά πιστεύω ότι έγινε το δεύτερο ,αλλά δεν θα τα χαλάσουμε εδώ.
Τότε ήταν που έκανε μια μικρή διακοπή στην «Επαναστατική πάλη» η οποία διήρκεσε τριάντα οχτώ χρόνια.
Η Ανέλιξη του στην ιεραρχία του τραπεζικού συστήματος υπήρξε ραγδαία.
Πολλοί πιστεύουν ότι τα κατάφερε εξαιτίας του ότι το χόμπι του ήταν οι αναρριχήσεις στα βουνά. «Τι διάολο! Δεν θα τα κατάφερνε να ανέβει από τον ένα όροφο στον άλλο».
Ο Μπακαλάρος συνταξιοδοτήθηκε μετά από 38 έτη υπηρεσίας.
Την ημέρα που του κατατέθηκε στον λογαριασμό η πρώτη σύνταξη τόνε ξανάπιακε το επαναστατικό του και έβαλε σκοπό να αλλάξει τον κανονισμό της πολυκατοικίας του σε «προοδευτική κατεύθυνση προς όφελος του λαού» .
Έτσι έβαλε υποψηφιότητα για διαχειριστής.
Έβγαλε και πρόγραμμα με «τέσσερις άξονες» .
Επρόκειτο για «άξονες» που τους θυμότανε από το πρόγραμμα του κόμματος .
Στη φούρια του δεν πρόσεξε ότι τα πράματα δεν ήταν όπως παλιά που και αύξηση να έκανες στα κοινόχρηστα δεν το έπαιρνε κανείς είδηση.
Σύντομα ο Μπακαλάρος , παρά τις επαναστατικές του περγαμηνές βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου στην είσοδο της πολυκατοικίας της οδού Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Τους εκόψανε το ρεύμα της πολυκατοικίας και ένας δεξιός του τετάρτου εσακατεύτηκε μέσα στα σκοτάδια.
Τους έφυγε και η καθαρίστρια γιατί ήτανε τέσσερις μήνες απλέρωτη και τα φύλλα είχανε σαπίσει μπροστά στην είσοδο.
Εκεί ήτανε που σακατεύτηκε ο τροτσκιστής γιατρός που μένει στο ισόγειο.
Έτσι καθώς περνούσα απέξω τους βλέπω να συνεδριάζουνε και πιάνω ορισμένες φράσεις όπως «ανίκανε, τυχοδιώχτη, ρεμάλι, κρατήστε με να μην τονε βαρήσω»
Λίγο παρακάτω βρίσκω τον Σπύρο με τη σκούπα και το καρότσι του.
«Χαλάει ο καιρός Σπύρο!»
«Το βλέπω… μέχρι αύριο θα πέσουνε πάλι τα φύλλα»
«Μωρέ , καθώς φαίνεται, θα πέσουνε και μπακαλάροι!»
Σταματήσαμε στου Λάμπρου για ένα εσπρεσάκι.

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Βαγγέλης



Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται  εφτά χρόνια  απουσίας του Βαγγέλη.

Μου  λείπει.

Γι αυτό γράφω σήμερα.

Ο Βαγγέλης έψηνε το χειμώνα κάστανα στο Σαρόκο. Το καλοκαίρι το γύριζε σε αστάκια και κατηφόριζε με το καρότσι του στα Κουρτελάτσα.

Τα παλιά χρόνια , καθώς λέει η σιόρα Βιτόρια (που τα ξέρει όλα) δούλευε στου «Σαντάφη… μπορτνοζιέρης.. και έκανε δρόμους και αεροδρόμια στην έρημο τσι Σαχάρας».

Στην αρχή νόμιζα ότι επρόκειτο για κάποια άγνωστη τεχνική εταιρεία ώσπου κατάλαβα με κόπο ότι αναφερότανε στον… Καντάφι.

Ο Βαγγέλης μετά τον «Σαντάφι», λοιπόν,  δεν ξαναγύρισε στην Ήπειρο, ήρθε στην Κέρκυρα και έγινε πασίγνωστος ψήστης Καστάνων και καλαμποκιών.

Έβαλε και ταμπέλα σε χαρτόνι που έγραφε ότι «τα δικά του αστάκια δεν είναι … μαιταλαγμένα».

Τον είχανε στην μπούκα οι υπόλοιποι ψήστες.

Σε κάποια συνέλευση της πολυκατοικίας οι «διοκτήτες» τον ανακηρύξαν πανηγυρικώς διαχειριστή ένεκα του ότι κανένας δεν δεχότανε την θέση.

Η πλειοψηφία του σώματος των «διοκτητών» ήταν Πασόκοι αλλά προκειμένου να  λυθεί το πρόβλημα της εξεύρεσης διαχειριστού ψηφίσανε  με πόνο ψυχής τον δεξιό Βαγγέλη.

Οι ανακοινώσεις του Βαγγέλη στην είσοδο της πολυκατοικίας αφήσανε εποχή.

Έχω ολόκληρο αρχείο.

Θυμάμαι μια φορά  που έβγαλε ανακοίνωση διότι οι «φυτίτριες  του δεφτέρου φονάζουνε όλι νήχτα και κάνουνε όργια».

Η αλήθεια ήταν ότι κάποια φοιτήτρια ήταν αρκετά «εκδηλωτική» κατά την διάρκεια της σεξουαλικής πράξης.

Κατά  ένα περίεργο τρόπο αυτό ενοχλούσε αφάνταστα μόνο το εκλογικό σώμα των ηλικιωμένων και τους ένωνε σε έναν ανίερο διακομματικό συνασπισμό.

Ο Βαγγέλης με πίεζε να πάρω θέση.

«Ρε Βαγγέλη μου δεν γίνεται όποιος σταμάτησε να  γαμεί να υποχρεώσει και τους άλλους να σταματήσουν».

Ο Αστυνομικός που ήρθε βρέθηκε σε δύσκολη θέση.

Αφού ανέκρινε την «φυτίτρια» ανακοίνωσε ότι δεν μπορεί να ασκηθεί δίωξη διότι  «δεν υπάρχει νόμος που να ορίζει πόσο πρέπει να φωνάζει κανείς  κατά την διάρκεια του σέξ».

Ευτυχώς η θερμή «Φυτίτρια» μετακόμισε και ησυχάσανε τα πνεύματα .

Η επιχείρηση για την «αποκατάσταση της τάξεως» όμως συνεχίστηκε με αφορμή το «Πόμολο».

Το Πόμολο της εξώπορτας κάποια στιγμή άρχισε να κουνάει.

Σκέφτηκα να το φτιάξω αλλά όλο το ανέβαλα ώσπου καποιανού τουμεινε στο χέρι.

Το άφησε κάτω,   το είδε ο Βαγγέλης και έγινε έξαλλος.

«Αυτό το κωλόπαιδο το έκανε.  Αλλά δεν φταίει αυτό.  Φταίει η μάνα του η πουτάνα που τόχει κακομαθημένο. Τώρα θα του δείξω εγώ»

Ανεβαίνει επάνω να ενημερώσει την φράξια των ηλικιωμένων του Τρίτου και Τέταρτου που όταν αγοράσανε τα διαμερίσματα πίστευαν ότι θα μείνουν για πάντα νέοι.

Ώσπου να τους κατεβάσει να «δούνε τα χάλια μας» είχα πάρει ένα κατσαβίδι και ξαναβίδωσα το πόμολο.

Κατέβηκαν με μπαστούνια, πί , και πατερίτσες σαν φαντάροι του Ελληνοιταλικού μετώπου.

Μόλις είδανε ότι το πόμολο ήταν στη θέση του κοιταχτήκανε.  «Πάει τάχασε. Είναι να ψάχνουμε για άλλο διαχειριστή».

Ανεβήκανε ξανά όλοι μαζί ξανά με τον Βαγγέλη να προσπαθεί να τους πείσει ότι το πόμολο πριν λίγο ήταν βγαλμένο.

Ώσπου να πάρει το σακί με τα αστάκια ο Βαγγέλης και να ξανακατέβει είχα ξαναβγάλει το πόμολο και το άφησα κάτω.

Κόντεψε να πάθει συμφόρηση.

Άρχισε να βρίζει ξανά το «κωλόπαιδο» και την «πουτάνα την μάνα του» και εκείνη ακριβώς την στιγμή εμφανίζεται το «κωλόπαιδο» με την παρέα του και του δίνει ένα φούσκο.

Ο Βαγγέλης αρχίζει να φωνάζει «βοήθεια με σκοτώνουνε». 

Ακούει η αστυνομία «βοήθεια με σκοτώνουνε» και έρχεται με πολυβόλα.

Ανέλαβα να τους εξηγήσω πως έχουν τα πράγματα και τα στρατεύματα της τάξεως αποχώρησαν αφού συμβούλευσαν τα εμπλεκόμενα μέρη να υποβάλουν μηνύσεις.

Ήταν τόσο αποφασιστική η παρέμβασή μου ώστε ανέβηκα πολύ στα μάτια του «Κωλόπαιδου» …. Συγνώμη… του Παναγιωτάκη , τόσο που με κάλεσε και στο επεισοδιακό πάρτυ Χιπ Χοπ που έκαναν στο σαλόνι της «πουτάνας» …συγνώμη… της μάνας του.

Πέρασαν τα χρόνια και ο Βαγγέλης συγκάλεσε έκτακτη συνέλευση. 

Κατέβηκε αργά τα σκαλιά  προς την είσοδο που είμαστε μαζεμένοι.

Φορούσε μια ρόμπα γκρενά των έξι ευρώ που την έβλεπα κάθε μέρα στη βιτρίνα του κινέζικου της Πολυχρονίου Κωνσταντά και ένα ζευγάρι παντόφλες με τον Μίκυ Μάους  που κάπου τις βρήκε.

Υπέβαλε την παραίτηση του δηλώνοντας ότι «η κατάσταση δεν διορθώνεται με τίποτα».

Η αλήθεια ήταν ότι είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση.

Προχθές γύρναγα σπίτι μου αργά.

Καθώς πέρναγα από την έρημη πλατεία τόνε θυμήθηκα.

Τον είχα δει ένα βράδυ αργά,  μόνο,  με εκείνο το ραδιοφωνάκι με την δερμάτινη θήκη και το λουρί να χορεύει ηπειρώτικα στη μέση του Σαρόκου με τα χέρια απλωμένα και το βλέμμα του ψηλά.

Αξέχαστος!