Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

Ο Πόντες.

 Ήταν μια φορά και έναν καιρό ένας βασιλιάς που έμενε σε ένα τεράστιο παλάτι.

Για κάποιο λόγο , που αδυνατούμε εμείς οι θνητοί να κατανοήσουμε, το παλάτι δεν τόνε χώραγε και έβαλε να του χτίσουν και δεύτερο.

Δεν τονε χώραγανε ούτε τα δύο παλάτια  και συνέχισε να βάζει  μαστόρους να του χτίζουν παλάτια.

Ήθελε ένα παλάτι που να βλέπει την Ανατολή , ένα την Δύση, ένα στα βουνά , ένα στη θάλασσα, ένα στην πόλη , ένα σε χωριό.

Δεκάδες παλάτια χτίστηκαν επί των ημερών του,  μα και πάλι,  ησυχία δεν εύρισκε η ψυχή του.

Επί των ημερών του είχε ένα θερινό παλάτι στην Κέρκυρα το οποίο ονόμαζε «Μον Ρεπό» και το οποίο ήταν χτισμένο στην μέση ενός τεράστιου δάσους με αιωνόβια δένδρα , δίπλα στην θάλασσα.

Είχε δική του παραλία για τους καλεσμένους του .

Δική του προβλήτα για το Γιότ.

Δική του πηγή με γάργαρο νερό.

Δικούς του στάβλους.

Δικούς του λαχανόκηπους.

Επίσης  είχε και δική του μυστική παραλία ώστε να κάνει το μπάνιο του  μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των κοινών θνητών.

Πέρασαν τα χρόνια χωρίς ο Βασιλιάς να καταφέρει να κάνει ούτε μια βουτιά στην ιδιωτική του παραλία.

Όπως συμβαίνει πάντα , έκλεισε ο κύκλος.

Έτσι συμβαίνει πάντα με τους κύκλους. Κάποια στιγμή κλείνουν.

Θα αναρωτηθεί   κανείς: «Δεν γίνεται να υπάρχουν κύκλοι που να μην κλείνουν;»

Μπορεί,  αλλά αυτό αφορά άλλους.

Στο δικό μας βασίλειο, των πεπερασμένων υποστάσεων,  οι κύκλοι (δυστυχώς η ευτυχώς) πάντα κλείνουν.  

Έτσι, λοιπόν,  κάποτε  έκλεισε ο κύκλος και ο Βασιλιάς εκθρονίστηκε.

Πριν προλάβει να χαρεί τα μεγαλεία του βρέθηκε σε ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο να κοιτάει την βροχή πίσω από το τζάμι, άγνωστος μεταξύ αγνώστων.

Εν των μεταξύ γίνεται μια επανάσταση Κερκυραϊκών διαστάσεων  και τα θερινά ανάκτορα καταλαμβάνονται από εξαγριωμένα στίφη  Κερκυραίων Μπολσεβίκων , Μενσεβίκων και Αριστερών Εσέρων.

Λέω: «Κερκυραϊκών διαστάσεων»  λόγω του ότι εμείς έχουμε μια ιδιαίτερη αντίληψη των μεγεθών.

Λέμε: «Ποταμός» και εννοούμε έναν τράφο χωρίς νερό.

Λέμε: «Εθνική οδός Κέρκυρας Λευκίμμης» και εννοούμε έναν καρόδρομο γεμάτο λακκούβες.

Λέμε: «Όρος» και εννοούμε εννιακόσια μέτρα.

Λέμε: «Γυάλινος Πύργος» και εννοούμε μια τριώροφη πολυκατοικία.

Έτσι λοιπόν από την δική μας  έφοδο στα θερινά ανάκτορα προέκυψε ένα σημαντικό όφελος.

Το δάσος έγινε τόπος αναψυχής και περιπάτου και οι παραλίες έγιναν κτήμα του λαού.

Η δε παραλία του Μόν Ρεπό ,  που ήταν ήδη προσβάσιμη στις «πλατειές λαϊκές μάζες» ,   έγινε «Λαϊκή πλαζ».

Εδώ δεν πρέπει να     παραλείψω και την ιδιωτική παραλία του Βασιλιά η οποία είναι άγνωστη στο πόπολο.

Την ανακάλυψα τυχαία.

Το πορτάκι ήταν χαμένο μέσα στα βάτα και το λουκέτο το είχε διαλύσει η αλμύρα.

Το μικρό μονοπάτι οδηγεί σε μια ατομική και σκιερή παραλία κρυμμένη από παντού.

Εδώ κάνουμε το μπάνιο μας  εμείς οι τρείς τέσσερις εναπομείναντες «αναρχοκομμουνισταί»  της νομενκλατούρας.

Την  φροντίζουμε την  καθαρίζουμε και φεύγοντας μαζεύουμε και τα κονσερβοκούτια.

Εν τω μεταξύ οι πλατιές λαϊκές μάζες έκαναν  το μπάνιο του στην παραλία του Μόν Ρεπό.

Η πιτσιρικαρία έπαιρνε φόρα  στον πόντε  και έπεφτε «μπόμπα» στο νερό.

Μιλάμε για τους θρυλικούς διαγωνισμούς «μπόμπας» που οι νικητές τους καμαρώνουν ακόμα μετά από πενήντα χρόνια.

Οι καλλίγραμμες δεσποινίδες Ανεμομύλου-Γαρίτσας-Παγκρατεικα-Κουλίνας-Αρβανιτοκάναλο,  χρησιμοποιούσαν τον πόντε ως πασαρέλα.

Αι γενεαί  πάσαι παρέλασαν από τον πόντε.

Στην κατάληψη των θερινών ανακτόρων συμμετείχε και ένα σμήνος σπάνιων και τεράστιων Πελεκάνων που μοιάζουν με προϊστορικά πτηνά και οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο πυκνό δάσος όπου και έχτισαν φωλιές μεγέθους γκαρσονιέρας.

Το δειλινό , που μαζεύονταν στις φωλιές τους, το δάσος έμοιαζε με Τζουράσικ Πάρκ.

Η Πλαζ έγινε  ο παράδεισος των παιδιών και συνδέθηκε με τις καλύτερες στιγμές από τα παιδικά τους χρόνια.

 Μετά τον εφιαλτικό χειμώνα των τριτόκλιτων, της περισπωμένης, της δασείας  και των εξισώσεων ακολουθούσε το καλοκαίρι του Πόντε.

Εκείνη την εποχή, λοιπόν,  το Μον Ρεπό ήταν και ο τόπος  των μεγάλων ερώτων του καλοκαιριού.

Πολλές σημερινές γιαγιάδες εγκαστρώθηκαν  στα πυκνά δάση πέριξ της αμμουδιάς.

Ακολουθούσε η γνωστή τελετή με τα φρεσκοπλυμένα και ανθοστόλιστα αυτοκίνητα να κορνάρουν στα Κουρτελάτσα και η οδυνηρή (ως συνήθως) συνέχεια του έγγαμου βίου.

Πάντα όμως, ιδιαίτερα στις μεγάλες δυσκολίες,   το μυαλό κατέφευγε σε εκείνα τα καλοκαίρια του έρωτα  και  της ανεμελιάς στο μικρό παράδεισο των παιδικών χρόνων.

Στο Μόν ρεπό έκλεισε ο  κύκλος των θερινών ανακτόρων αλλά άνοιξε ένας καινούργιος κύκλο καταδικασμένος να κλείσει και αυτός ώστε να ανοίξει ένας άλλος και τελειωμό να μην έχουμε.

Την εξουσία πλέον ανέλαβε ο Πεζόδρομος.

Ο «Πεζόδρομος»  βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και είναι πλήρης από τραπεζοκαθίσματα με μεζέδες, τσάγια, καφέδες και απεριτίφ κάθε γούστου.

Εδώ συχνάζει η εξουσία καθώς και η κρατική γραφειοκρατία κάθε πρωί.

Εδώ κλείνονται συμφωνίες, καταβάλλονται  «λαδώματα» και λαμβάνονται καταρχήν οι  αποφάσεις των συμβουλίων  της μικρής μας δημοκρατικής πολιτείας.

Τα τελευταία χρόνια μάλιστα στον «πεζόδρομο»  εγκαταστάθηκε και η αριστερά  λόγω του ότι θεωρείται «πιο υπεύθυνος χώρος διεργασιών».

Έτσι η «Αριστερά του πεζοδρομίου» μετετράπη ανεπαισθήτως σε «Αριστερά του Πεζόδρομου».

Μόλις , λοιπόν, η Αριστερά του Πεζόδρομου πήρε αναίμακτα την εξουσία της μικρής μας δημοκρατικής πολιτείας έδωσε σε έναν επιχειρηματία του πεζόδρομου την πλαζ του Μον Ρεπό ως «προβληματική».

Οι σημερινές μαμάδες εκτοπίστηκαν στη «Λωρίδα της Γάζας».

Η «Λωρίδα της Γάζας» είναι μια λωρίδα αμμουδιάς πλάτους ενάμισι μέτρο δίπλα στο δρόμο.

Εάν βγαίνοντας από την θάλασσα δεν προσέξεις σε πατάνε τα αυτοκίνητα.

Οι δε Πελεκάνοι,  μη αντέχοντας την κατάντια και την κακογουστιά , κατέφυγαν στα βάθη του δάσους και διέκοψαν κάθε επαφή με το ανθρώπινο είδος.

Ο Πόντες σάπισε και κατέρρευσε.

Τα φύκια κατέκλυσαν την παραλία  και τα παιδιά πρέπει να βρουν κάποιον  να τα  μεταφέρει στον Κοντογυαλό για να κάνουν το μπάνιο τους ανάμεσα στους τουρίστες.

Προφανώς και αυτός ο κύκλος θα κλείσει κάποτε.

Προς το παρόν μοιάζει αιώνιος αλλά έτσι έμοιαζε και ο κύκλος του βασιλιά καθώς και τόσοι άλλοι κύκλοι στο αμαρτωλό παρελθόν του ανθρώπου.

 

 

Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

Ένας Γκιώνης στην πάνω πλατεία

Τέτοιες μέρες της Ανοίξεως  κελαηδάει ο Γκιώνης στην πάνω πλατεία.

Μετά το σούρουπο.

Μια φορά κάθε τρία δευτερόλεπτα.

Προσπάθησα να μετρήσω  (με μια εφαρμογή του κινητού μου) και την συχνότητα του ήχου… να δώ σε τι τόνο κελαηδάει.

Θα μου πεις: «Εδώ ο κόσμος χάνεται…»

 Και θα σου απαντήσω: «Ακριβώς για αυτό  το κάνω.»

Δυστυχώς με την φασαρία της πλατείας και τις φωνές των παιδιών ήταν αδύνατο .

Μια φορά μάλιστα , κάτω από τα τίλια έπεσε ένας νεαρός Γκιώνης που για καλή του τύχη τον είδαμε και τον ανεβάσαμε ξανά στο δέντρο.

Ο Γκιώνης είναι μια μικρή κουκουβάγια με τεράστια μάτια που, έκτος από το σκοτάδι της νύχτας , τρυπάνε και το σκοτάδι της ψυχής.

Όταν  σε κοιτάξει στα μάτια  τρομάζεις.

Σαν να καθρεφτίζεται στα μάτια του το άπειρο.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις γάτες άλλα όχι τόσο πολύ.

Αυτές τις μέρες, λοιπόν,  μπουμπουκιάζουν και όλα τα δέντρα στην πάνω πλατεία.

Οι Κοκκυκιές είναι ήδη ανθισμένες.

Τα Τίλια θέλουν λίγες μέρες ακόμα.

Οι περαστικοί δύσκολα το καταλαβαίνουν γιατί κινούνται πολύ γρήγορα.

Μάλλον και η κοκκυκιά δύσκολα αντιλαμβάνεται το αστραπιαίο πέρασμα μας.

Δεν ταιριάζουν οι χρόνοι μας.

Λίγοι γνωρίζουν ότι η πάνω πλατεία  είναι ένα ζωντανό μουσείο φυσικής ιστορίας.

Τα δέντρα που είναι φυτεμένα εδώ είναι τα δέντρα της άγριας φύσης της Κέρκυρας πριν την δενδροφύτευση της με Ελαιόδεντρα.

Βαλανιδιές , αγριοκαστανιές , κοκκυκιές, κυπαρίσσια   και  τίλια ήταν τα βασικότερα δέντρα του δάσους σε όλο το νησί.

Κανονικά έπρεπε να υπάρχει και μια πλακέτα για να το μαθαίνουν και οι περαστικοί αλλά που να το πεις και ποιος να σε ακούσει.

Λίγοι επίσης ξέρουν  ότι τα μελίσσια όταν βόσκουν σε τίλια  κάνουν το καλύτερο μέλι του κόσμου.

Ποιο θυμάρι και ποιο  έλατο;

Το θεϊκό μέλι από τα τίλια είναι το μέλι των λιβαδιών του μεγάλου Μανιτού.

Είχα πάρει  από έναν Βούλγαρο χωριάτη ένα βάζο, σε κάποιο ταξίδι,  και αναθεμάτιζα την ώρα που δεν του είχα αγοράσει όλη την πραμάτεια.

Τέτοια μέρη υπάρχουν ακόμα ελάχιστα στο νησί.

Σε μία ρεματιά κάτω από το Σωκράκι, στο  «Κρύο νερό»  υπάρχει ακόμα ένα κομμάτι δάσους ανέγγιχτο από τους αιώνες με άγρια δέντρα του δάσους μια άλλης μακρινής εποχής.

Εκεί , στο  «Κρύο νερό» , μπορείς να ακούσεις ατελείωτες ανοιξιάτικες συναυλίες  αηδονιών.

Τα αηδόνια κελαηδούν με ένα ξέφρενο αυτοσχεδιασμό  όπου , καθώς λένε οι μεγάλοι μουσουργοί,  κανένα απόσπασμα τους δεν επαναλαμβάνεται ποτέ.

Περισσότερο , λέω εγώ, μοιάζει σαν απελπισμένο και αγωνιώδες ερωτικό κάλεσμα.

Άλλοι πάλι , ειδικοί, λένε ότι και ο άνθρωπος πρώτα τραγούδησε και μετά μίλησε.

Αυτό εξηγεί και το ότι όλες οι θεμελιώδεις αρχαίες γλώσσες του (άκαρδου αυτού)  κόσμου μας ήταν τραγουδιστές,  η «προσωδιακές» , όπως θα έλεγαν και οι επιστήμονες.

Οι αρχαίοι υμών πρόγονοι, μάλιστα, ονόμαζαν «βαρβάρους» όχι τους απολίτιστους και τους αγροίκους  γενικά , αλλά τους  λαούς που μιλούσαν επίπεδα , σε έναν τόνο. Τους κορόιδευαν , μάλιστα λέγοντας ότι «αυτοί όταν μιλάνε λένε συνέχεια  βαρ-βαρ».

Όπως και να χει το πράμα ο σύγχρονος άνθρωπος  για να τραγουδήσει πρέπει προηγουμένως να χει πιεί   ένα μποτιλιόνι κρασί . 

Το μυστικό, όμως,  είναι να τραγουδήσεις για να μεθύσεις και όχι να μεθύσεις για να τραγουδήσεις.

Ο Γκιώνης για παράδειγμα,  δεν ξέρω γιατί τραγουδάει αλλά, πιστεύω ακράδαντα ότι δεν  πίνει ποτέ πριν αρχίσει το τραγούδι.

Σε αντίθεση με το αηδόνι, ετούτος  τραγουδάει σε μια απολύτως βασική και απολύτως προβλέψιμη αρμονική  που μοιάζει με τον πένθιμο ήχο της  καμπάνας .

Πολλοί έχουν μπει στον πειρασμό να συγκρίνουν το κελαίδημα του Γκιώνη με αυτό του αηδονιού.

Το εντελώς απρόβλεπτο με το προβλέψιμο.

Το  αρμονικό με το χαοτικό.

Το πένθιμο και μονότονο με το ξέφρενο κάλεσμα του έρωτα.

Ανοησίες.

Όλα έχουν την ομορφιά τους.

Αρκεί να μην τα ακούς όλα μαζί.

Τέτοιες μέρες της Ανοίξεως κελαηδάει ο Γκιώνης στην πάνω πλατεία. 

Μάλλον στέλνει το στίγμα του στο άλλο φύλλο.

Αυτό , όμως,  αφορά την δική του φυλή.

Εμείς, οι περιπατητές έχουμε τα δικά μας ιντερέσσα.

Το πρόβλημα είναι ότι  είμαστε τόσο απορροφημένοι που χάνουμε  την μαγεία του προαιώνιου αυτού τραγουδιού.

Έτσι χάσαμε και το δικό μας τραγούδι όταν  αρχίσαμε να μιλάμε για ευκολία σε έναν τόνο.