Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Αναμνήσεις ενός Αθέου.



Τηρώ κατά γράμμα  τις οικογενειακές μου παραδόσεις.

Για κάποιο λόγο η οικογένεια μου στο βάθος των αιώνων  είχε  ψυχρές σχέσεις (θα έλεγα ) με την εκκλησία αλλά και με τα ιερατεία εν γένει.

Ψάχνοντας το φαινόμενο δια μέσω του γενεαλογικού μας δένδρου διαπιστώνω ότι ακόμα και οι δεξιοί προπαπούδες μου ήταν βλάσφημοι και εχθρικοί προς τα θεία και την εκκλησία.

Εξαίρεση έκαναν μόνον στις λιτανείες όπου συμμετείχαν στην χορωδία για λόγους καλλιτεχνικούς.

Ο καλύτερος εξ υμών ήταν απλώς αντικληρικάντης.

Έχω συλλέξει πλήθος αυτοσχέδιων Κερκυραϊκών βλασφημιών που και ο πιο διεστραμμένος νους δεν θα ημπορούσε να επινοήσει.

Αποφεύγω να παραθέσω, έστω και ένα μικρό δείγμα εδώ για δύο λόγους . Αφενός, μας διαβάζουν και μικρά παιδιά και αφετέρου, δεν είναι ώρα να με ξατρέχουνε και οι Παπάδες.

Παρόλα αυτά  ένας από τους καλύτερους φίλους μου είναι ο ΠαπαΔημήτρης.

Είναι εφημέριος σε ένα ορεινό χωριό και περνάει ανελλιπώς κάθε μέρα από μπροστά μου.

Μια μέρα δεν άντεξε και μου είπε:

«Σταμάτη παιδί μου  μπορείς να μου πεις γιατί όποτε με βλέπεις πιάνεις  τα αρχίδια σου;»

«Μην το πάρεις προσωπικά Πάτερ Δημήτριε . Πρόκειται για μια προκατάληψη….. κάτι σαν ψυχαναγκασμός…. μου φαίνεται ότι αν δεν πιάκω τα αρχίδια μου θα μου πάει στραβά η μέρα.»

«Καλά … θα σε κανονίσω εγώ»  μου λέει και φεύγει.

Έκτοτε όποτε περνάει από μπροστά μου, πριν προλάβω να αντιδράσω, πιάνει πρώτος  τα αρχίδια του αυτός .

Καταλαβαίνετε  , βεβαίως, ότι οι σχέσεις μας είναι …πώς να το πούμε κομψά;….. «δημιουργικά ανταγωνιστικές»;… Ίσως.

Αυτά  όλα δεν συνεπάγονται ότι δεν πάω στην Εκκλησία.
Το αντίθετο μάλιστα.
Μου αρέσει που ο Παπασταμάτης είναι αυστηρά τονισμένος και σε συνδυασμό με την Τετραφωνική χορωδία δημιουργούν μια εξαιρετική ατμόσφαιρα.
Δεν ξέρει , βεβαίως ότι η Τετραφωνία στις εκκλησιές έχει απαγορευτεί με διάταγμα από το πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως αλλά αυτή είναι μια λεπτομέρεια ιστορικού χαρακτήρα που αφορά τους ειδικούς.

Το Ιερατείο της Κόβας του ΚΚΕ με διαβάλλει δεξιά και αριστερά για την παρουσία στα εκκλησιαστικά δρώμενα αδυνατώντας (όπως όλα τα ιερατεία των φανατικών ) να καταλάβει τους λόγους.

Κανείς πιστός δεν έχει επισκεφτεί τα μοναστήρια και τις εκκλησιές ανά την Ελλάδα που έχω επισκεφθεί εγώ.

Όταν οι πιστοί εκδρομείς χλαπακιάζουνε κοντοσούβλια  εγώ περιπλανιέμαι σε ιερούς ναούς.

Μια φορά μάλιστα κόντεψα να το πληρώσω με την ζωή μου όταν ένας φανατικός καλόγερος  παραλίγο θα με έριχνε από τα Μετέωρα.

Αγνάντευα τα πέρατα στην κορφή ενός βράχου των Μετεώρων όταν με πλησίασε ένας καλόγερος που πουλούσε κρασιά, λάδια, κομποσκοίνια και ελιές Καλαμών.

Μετά τις πρώτες συστάσεις , ο διάλογος μας σύντομα  επεκτάθηκε σε σοβαρά πνευματικά ζητήματα.

«Ο Θεός , Πάτερ, είναι ένα ον σε κατάσταση πληρότητος;»
Ερωτώ αφελώς.

«Βεβαίως» μου απαντάει.

«Εφ όσον είναι έτσι …» συνεχίζω «…θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ένα όν σε κατάσταση πληρότητος δεν έχει ανάγκες.»

«Ασφαλώς»  μου λέει ο , συμπαθής κατά τ’ άλλα,  συνομιλητής μου.

«Εφόσον είναι έτσι Πάτερ, γιατί στο πρώτο άρθρο του καταστατικού που μας έδωσε λέει «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου , ουκ έσσονται σοι Θεοί έτεροι πλην εμού» Τι  ανάγκη έχει να τον δοξάσουμε και να του αναγνωρίσουμε την μοναδικότητα;»

Αγρίεψε το μάτι του.

«Αυτά είναι λόγια του Σατανά!»

«Αυτά είναι λόγια δικά μου και απάντηση δεν έλαβα πάτερ»

Εκεί ήταν που αν συνέχιζα παρακάτω την συζήτηση υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να ρίξει  το Σατανά από τα γκρεμνά ο πνευματικός αυτός άνθρωπος και γύρισα την κουβέντα στα μέλια και στα φασκόμηλα.

Ανάλογες , οριακού χαραχτήρα,  συζητήσεις  μου αρέσει να κάνω τις ελεύθερες ώρες μου και με Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Ο Κώστας , λόγου χάριν, είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά και με επισκέπτεται κάθε Σάββατο για το καθιερωμένο κήρυγμα.

Συνήθως έχει ένα ύφος εγκαρτέρησης του ανθρώπου που έχει μια μεγάλη αποστολή.

Τις προάλλες μου ήρθε αγριεμένος.

Παραξενεύτηκα γιατί πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι.

«Θα κάνω μήνυση του Δήμαρχου»

«Γιατί ρε Κώστα , τι έγινε;»

«Με ρίξανε οι σκύλοι κάτω στην Πάνω Πλατεία και ένας από αυτούς με δάγκασε εδώ.. στη μέση και μου κάνανε δύο ράμματα.»

«..Ααα! Κώστα μου όλα και όλα, εδώ δεν φταίει ο Δήμαρχος»

«..και ποιος φταίει; …να τσου μαζέψει!»

«Κώστα μου εδώ φταίει ο..Θεός.»

«..και γιατί φταίει ο Θεός;»

«Γιατί ο Θεός έκανε τσου σκύλους να δαγκάνουνε και να τρώνε κρέας. Ας τους έκανε να τρώνε πρικαλίδα σαν τσι προβατίνες.»

«Τέλος πάντων… πές πως ήταν ο σκύλος που σε δάγκασε;»

«Κοντός κόκκινος μακρουλός»

«Αααα! Ο Μπούμπης! Να τονε προσέχεις αυτόνε! Έχει κάνει μια συμμορία στην Πάνω Πλατεία και δαγκάνουνε Μάρτυρες του Ιεχωβά».

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Έξι – Δύο, Δύο – Δέκα , Δέκα - έξι



Κοιμάμαι δέκα ώρες το εικοσιτετράωρο.

Πέφτω για ύπνο στις έντεκα και ξυπνάω στις εφτάμισι . Σύν μία ώρα (τολάχιστο)  το μεσημέρι , φτάνω τις δέκα ώρες.

Όσο κοιμάμαι αφήνω στο ποδάρι μου τον φίλο μου το Μήτσο.

Αυτός κοιμάται τρείς ώρες το εικοσιτετράωρο (όταν είναι ξεθεωμένος).

Η μεγάλη μας διαφορά με τον Μήτσο είναι ότι αυτός μπορούσε πάντα να κοιμάται όσες ώρες ήθελε σε πουπουλένια στρώματα  ενώ εγώ λαγοκοιμόμουνα πάντα σε ένα κάθισμα λεωφορείου από τις πέντε μέχρι τις  έξι τα ξημερώματα.

Για το Μήτσο, όμως,  και την πολυτάραχη ζωή του,  θα γράψω σε κάποιο μελλοντικό μου αφήγημα, αν δεν με πατήσει κανένα αυτοκίνητο.

Συνεχίζω λοιπόν στο θέμα μου.

Η βάρδια «έξι – Δύο» των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά θεωρούταν καλή διότι ξεμπέρδευες σχετικά γρήγορα.

Το μεγάλο πρόβλημα ήταν το ξεκίνημα.

Ξυπνούσα στις τέσσερισίμισι  τα άγρια χαράματα.

Σε μισή ώρα έπρεπε να: Πλυθώ, να πλύνω τα δόντια μου, να πιώ καφέ , να ντυθώ, να πάρω και το φαί μου  να διασχίσω μια απόσταση δύο χιλιομέτρων με τα πόδια και να βρίσκομαι στην στάση της λεωφόρου Συγγρού.

Περπατούσα σαν υπνοβάτης.
Έπαιρνα τις στροφές στις γωνίες των δρόμων χωρίς να ανοίξω τα μάτια μου.
Μαζί μου είχα και ένα τενεκεδένιο  στρογγυλό τάπερ με το φαγητό μου.

Στην στάση συναντούσα μέσα στα σκοτάδια ένα τραβεστί ντυμένο με ένα κατάλευκο διαφανές αραχνοΰφαντο νυφικό που από μέσα φορούσε  άσπρο καλτσόν με ζαρντιέρες . 
Οι παλιοί έλεγαν ότι παλιά δούλευε ελασματουργός στα Ναυπηγεία Ελευσίνας.

Στις πέντε ακριβώς ερχόταν η «Νταλίκα».
Η «Νταλίκα» ήταν ένα κίτρινο  βαγόνι που το έσερνε ένας τράκτορας.

Η κατάσταση ήταν αφόρητη. Κοιμισμένοι, αξούριστοι κακοντυμένοι προλετάριοι  σε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα από καπνούς,  βρωμερές ανάσες και πρωινές κλανιές.

Εάν έκανες το λάθος ,λόγω απειρίας,  μπαίνοντας να τους ξυπνήσεις φωνάζοντας  «καλημέρα παιδιά»,  κινδύνευες να φας ξύλο.

Έξι παρά τέταρτο είμαστε στα Ναυπηγεία .
Στην ουρά να χτυπήσουμε κάρτα. Να πάμε στα αποδυτήρια να αλλάξουμε ρούχα και να βρεθούμε στο πόστο μας ακριβώς στις έξι.
Το καλό ήταν ότι  όταν έβρισκα ευκαιρία  κοιμόμουνα όσο μπορούσα μέσα σε ένα ντεπόζιτο .
Το Ντεπόζιτο ήταν μεγέθους μεγάλου δωματίου.
Έμπαινα από την θυρίδα στο νταβάνι μαζί με ένα φύλλο φελιζόλ και έπεφτα για ύπνο στο πάτωμα.

Με ξύπναγε ο εργοδηγός με μια βαριοπούλα.
Χτυπούσε απέξω  τον λαμαρινένιο τοίχο του ντεπόζιτου και γινόταν χαλασμός.
Κουδούνιζε το σύμπαν.
Ο Ήχος δεν έμπαινε από τα αυτιά σου. Έμπαινε από κάθε πόρο του δέρματος σου.

Ξύπναγες σε κατάσταση σόκ.

Έτσι συμπάθησα και διάφορους λογοτέχνες όπως τον Μπουκόφσι και τον Νίκο Καββαδία . Όχι τόσο  γιατί ήταν αναγνωρισμένοι διεθνώς όσο γιατί είχαμε κοινά βιώματα .

Όταν , λόγου χάριν, έλεγε το ποίημα «Νερό καλάρει το φορπίκ , νερό και τα πανιόλα» ταυτιζόμουνα διότι,  αυτά μου ήταν οικεία, τα κατασκεύαζα,  αλλά και μέσα σε κάτι τέτοια ντεπόζιτα κοιμόμουνα.

Εκεί έγινα δημοφιλής και αξιοσέβαστος επειδή επινόησα μια  πρωτοποριακή μέθοδο για να βγάζω καφέ τζάμπα από τα πρωτόγονα τότε μηχανήματα του καφέ.

Έκοβα με ζγρόμπια  ροδέλες σε μέγεθος δίφραγγου από ένα φύλλο μολύβδου που είχε πάχος όσο ακριβώς και το δίφραγγο. 
Γέμιζα την τσέπη μου με μολυβένιες ροδέλες  και κερνούσα καφέδες, σοκολάτες και τσάγια το προλεταριάτο.
Σε αντάλλαγμα με αφήνανε να κοιμάμαι στο φορπίκ απερίσπαστος τον ύπνο του δικαίου.
Αυτή η περίοδος υπνοθεραπείας δεν κράτησε πολύ  διότι η ανακάλυψη μου διαδόθηκε και μαζέψανε τα μηχανήματα του καφέ. 
  
Έτσι που λες αγαπητέ  και ευαίσθητε αναγνώστη. Στην πολυτάραχη ζωή μου εκτός από όλα τα άλλα στερήθηκα και τον ύπνο.

Με τον Μήτσο από τότε θέλαμε να οργανώσουμε την Επανάσταση αλλά δεν ταιριάζανε τα ωράριά μας.

Στις πέντε που πήγαινα εγώ στη Συγγρού ο Μήτσος γύρναγε στο σπίτι για ύπνο και όταν γύρναγα εγώ ο Μήτσος κοιμότανε.

Τώρα που μεγαλώσαμε είπαμε να συντονιστούμε αλλά πάλι τίποτα .

Εγώ τώρα βγάζω τα απωθημένα μου κοιμώμενος δέκα ώρες σερί . Ο Μήτσος κοιμάται κανα δύο ώρες το πρωί .

Έτσι εφαρμόζουμε την μέθοδο να μένει πάντα κάποιος ξύπνος μη γίνει τίποτα και δεν προλάβουμε.

Είναι Σαββάτο μεσημέρι.

Κάθομαι σε Καφενεδάκι με θέα στη θάλασσα και ρεμβάζω.

«Θάχει ξυπνήσει ο Μήτσος ώρα να πάω να πάρω το μπιζολότο μου.»  σκέφτομαι.

Περνάει  ένας γνωστός.

«Τι κάνεις;;…κάθεσε;;;» μου λέει έκπληκτος.

«Δεν δουλεύω άλλο, είμαι σχεδόν συνταξιούχος.» απαντώ ψύχραιμα.

« Και λοιπόν;;  Εγώ δουλεύω ακόμα και παίρνω και σύνταξη.»

«Γούστα είναι αυτά..» του λέω «… τον άλλονε τονε διώχνουνε από τη φυλακή και ξαναγυρίζει πίσω.»

Γιαυτό σου λέω αγαπητέ αναγνώστη, το θέμα δεν είναι αν θα τα καταφέρεις να δραπετεύσεις , το θέμα είναι να μην παραδοθείς.