Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Έξι – Δύο, Δύο – Δέκα , Δέκα - έξι



Κοιμάμαι δέκα ώρες το εικοσιτετράωρο.

Πέφτω για ύπνο στις έντεκα και ξυπνάω στις εφτάμισι . Σύν μία ώρα (τολάχιστο)  το μεσημέρι , φτάνω τις δέκα ώρες.

Όσο κοιμάμαι αφήνω στο ποδάρι μου τον φίλο μου το Μήτσο.

Αυτός κοιμάται τρείς ώρες το εικοσιτετράωρο (όταν είναι ξεθεωμένος).

Η μεγάλη μας διαφορά με τον Μήτσο είναι ότι αυτός μπορούσε πάντα να κοιμάται όσες ώρες ήθελε σε πουπουλένια στρώματα  ενώ εγώ λαγοκοιμόμουνα πάντα σε ένα κάθισμα λεωφορείου από τις πέντε μέχρι τις  έξι τα ξημερώματα.

Για το Μήτσο, όμως,  και την πολυτάραχη ζωή του,  θα γράψω σε κάποιο μελλοντικό μου αφήγημα, αν δεν με πατήσει κανένα αυτοκίνητο.

Συνεχίζω λοιπόν στο θέμα μου.

Η βάρδια «έξι – Δύο» των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά θεωρούταν καλή διότι ξεμπέρδευες σχετικά γρήγορα.

Το μεγάλο πρόβλημα ήταν το ξεκίνημα.

Ξυπνούσα στις τέσσερισίμισι  τα άγρια χαράματα.

Σε μισή ώρα έπρεπε να: Πλυθώ, να πλύνω τα δόντια μου, να πιώ καφέ , να ντυθώ, να πάρω και το φαί μου  να διασχίσω μια απόσταση δύο χιλιομέτρων με τα πόδια και να βρίσκομαι στην στάση της λεωφόρου Συγγρού.

Περπατούσα σαν υπνοβάτης.
Έπαιρνα τις στροφές στις γωνίες των δρόμων χωρίς να ανοίξω τα μάτια μου.
Μαζί μου είχα και ένα τενεκεδένιο  στρογγυλό τάπερ με το φαγητό μου.

Στην στάση συναντούσα μέσα στα σκοτάδια ένα τραβεστί ντυμένο με ένα κατάλευκο διαφανές αραχνοΰφαντο νυφικό που από μέσα φορούσε  άσπρο καλτσόν με ζαρντιέρες . 
Οι παλιοί έλεγαν ότι παλιά δούλευε ελασματουργός στα Ναυπηγεία Ελευσίνας.

Στις πέντε ακριβώς ερχόταν η «Νταλίκα».
Η «Νταλίκα» ήταν ένα κίτρινο  βαγόνι που το έσερνε ένας τράκτορας.

Η κατάσταση ήταν αφόρητη. Κοιμισμένοι, αξούριστοι κακοντυμένοι προλετάριοι  σε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα από καπνούς,  βρωμερές ανάσες και πρωινές κλανιές.

Εάν έκανες το λάθος ,λόγω απειρίας,  μπαίνοντας να τους ξυπνήσεις φωνάζοντας  «καλημέρα παιδιά»,  κινδύνευες να φας ξύλο.

Έξι παρά τέταρτο είμαστε στα Ναυπηγεία .
Στην ουρά να χτυπήσουμε κάρτα. Να πάμε στα αποδυτήρια να αλλάξουμε ρούχα και να βρεθούμε στο πόστο μας ακριβώς στις έξι.
Το καλό ήταν ότι  όταν έβρισκα ευκαιρία  κοιμόμουνα όσο μπορούσα μέσα σε ένα ντεπόζιτο .
Το Ντεπόζιτο ήταν μεγέθους μεγάλου δωματίου.
Έμπαινα από την θυρίδα στο νταβάνι μαζί με ένα φύλλο φελιζόλ και έπεφτα για ύπνο στο πάτωμα.

Με ξύπναγε ο εργοδηγός με μια βαριοπούλα.
Χτυπούσε απέξω  τον λαμαρινένιο τοίχο του ντεπόζιτου και γινόταν χαλασμός.
Κουδούνιζε το σύμπαν.
Ο Ήχος δεν έμπαινε από τα αυτιά σου. Έμπαινε από κάθε πόρο του δέρματος σου.

Ξύπναγες σε κατάσταση σόκ.

Έτσι συμπάθησα και διάφορους λογοτέχνες όπως τον Μπουκόφσι και τον Νίκο Καββαδία . Όχι τόσο  γιατί ήταν αναγνωρισμένοι διεθνώς όσο γιατί είχαμε κοινά βιώματα .

Όταν , λόγου χάριν, έλεγε το ποίημα «Νερό καλάρει το φορπίκ , νερό και τα πανιόλα» ταυτιζόμουνα διότι,  αυτά μου ήταν οικεία, τα κατασκεύαζα,  αλλά και μέσα σε κάτι τέτοια ντεπόζιτα κοιμόμουνα.

Εκεί έγινα δημοφιλής και αξιοσέβαστος επειδή επινόησα μια  πρωτοποριακή μέθοδο για να βγάζω καφέ τζάμπα από τα πρωτόγονα τότε μηχανήματα του καφέ.

Έκοβα με ζγρόμπια  ροδέλες σε μέγεθος δίφραγγου από ένα φύλλο μολύβδου που είχε πάχος όσο ακριβώς και το δίφραγγο. 
Γέμιζα την τσέπη μου με μολυβένιες ροδέλες  και κερνούσα καφέδες, σοκολάτες και τσάγια το προλεταριάτο.
Σε αντάλλαγμα με αφήνανε να κοιμάμαι στο φορπίκ απερίσπαστος τον ύπνο του δικαίου.
Αυτή η περίοδος υπνοθεραπείας δεν κράτησε πολύ  διότι η ανακάλυψη μου διαδόθηκε και μαζέψανε τα μηχανήματα του καφέ. 
  
Έτσι που λες αγαπητέ  και ευαίσθητε αναγνώστη. Στην πολυτάραχη ζωή μου εκτός από όλα τα άλλα στερήθηκα και τον ύπνο.

Με τον Μήτσο από τότε θέλαμε να οργανώσουμε την Επανάσταση αλλά δεν ταιριάζανε τα ωράριά μας.

Στις πέντε που πήγαινα εγώ στη Συγγρού ο Μήτσος γύρναγε στο σπίτι για ύπνο και όταν γύρναγα εγώ ο Μήτσος κοιμότανε.

Τώρα που μεγαλώσαμε είπαμε να συντονιστούμε αλλά πάλι τίποτα .

Εγώ τώρα βγάζω τα απωθημένα μου κοιμώμενος δέκα ώρες σερί . Ο Μήτσος κοιμάται κανα δύο ώρες το πρωί .

Έτσι εφαρμόζουμε την μέθοδο να μένει πάντα κάποιος ξύπνος μη γίνει τίποτα και δεν προλάβουμε.

Είναι Σαββάτο μεσημέρι.

Κάθομαι σε Καφενεδάκι με θέα στη θάλασσα και ρεμβάζω.

«Θάχει ξυπνήσει ο Μήτσος ώρα να πάω να πάρω το μπιζολότο μου.»  σκέφτομαι.

Περνάει  ένας γνωστός.

«Τι κάνεις;;…κάθεσε;;;» μου λέει έκπληκτος.

«Δεν δουλεύω άλλο, είμαι σχεδόν συνταξιούχος.» απαντώ ψύχραιμα.

« Και λοιπόν;;  Εγώ δουλεύω ακόμα και παίρνω και σύνταξη.»

«Γούστα είναι αυτά..» του λέω «… τον άλλονε τονε διώχνουνε από τη φυλακή και ξαναγυρίζει πίσω.»

Γιαυτό σου λέω αγαπητέ αναγνώστη, το θέμα δεν είναι αν θα τα καταφέρεις να δραπετεύσεις , το θέμα είναι να μην παραδοθείς.    


Δεν υπάρχουν σχόλια: