Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Αγχωμένοι στην νήσο του Πάσχα





Σε όλο τον κόσμο εορτάζουν την Ανάσταση του Κυρίου.
Λίγο ως πολύ όλες οι θρησκείες πάντα είχαν μια κορυφαία εκδήλωση για την Ανάσταση γενικώς στο εορτολογιό τους.

Η Ανάσταση μπορεί να ερμηνεύεται ως η γιορτή της Αναγέννησης αλλά βασικά οι εκδηλώσεις αυτές γίνονται για να απαλυνθεί η αγωνία των πιστών ενόψει του βέβαιου θανάτου μας.


Οι θρησκείες είναι ασυναγώνιστες διότι ένας υποψήφιος δήμαρχος (πιχι) μπορεί να υποσχεθεί ασφαλτοστρώσεις , ένας κομμουνιστής την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.


Οι θρησκείες υπόσχονται αθανασία .


Επιπλέον (εκτός των υπαρξιακών , πολιτικών και οικονομικών ενδιαφερόντων τους ) λειτουργούν και ως φαρμακευτικές εταιρείες παραγωγής και εμπορίας φτηνών λαικών παυσίπονων.


Στην Κέρκυρα λόγω μιας πατροπαράδοτης διαστροφής εορτάζουμε δύο φορές την Ανάσταση για σιγουριά.


Η Πρώτη Ανάσταση γίνεται το Μεγάλο Σαββατο το πρωί στις έντεκα και η Δεύτερη (και αποτελεσματικότερη) γίνεται στις δώδεκα τα μεσάνυχτα.


Για να γίνει μια Ανάσταση, όμως, πρέπει να έχει προηγηθεί μια ταφή.


Η Ταφή γίνεται την Παρασκευή το βράδυ.


Δεν πρόκειται για μια ταπεινή ταφή ενός επαρχιακού γραφείου κηδειών αλλά για αναρίθμητες πομπές ανθοστόλιστων επιτάφιων που διασχίζουν την πόλη και που αν δεν προσέξεις υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να σε πατήσει κανένας η κάποια μπάντα που τονε συνοδεύει.


Τόσο ο μαρτυρικός θάνατος όσο και η θριαμβευτική Ανάσταση αποτελούν ένα σύνολο μια ανεκδιήγητης φασαρίας για την νήσο του Πάσχα που δύσκολα αντέχεται από τους κοινούς θνητούς.


Για τις ανάγκες της τοπικής οικονομίας επιστρατεύονται τα πάντα .


Μαζορέτες , διώροφα λεωφορεία , γιγαντιαία κρουαζιερόπλοια, μουσικές μπάντες , ανθοστόλιστοι επιτάφιοι , κανάτια, κεριά , φωτεινοί σταυροί , πυροτεχνήματα , κυβερνητικοί παράγοντες και χιλιάδες κομπάρσοι.


Μια χολιγουντιανή παράσταση που ονομάζεται από τους Τουρ Οπερέιτορς «Παραδοσιακό Πάσχα στην Κέρκυρα».


Χιλιάδες αλλόφρονες πιστοί στριμωγμένοι στους δρόμους προσπαθούν να πάνε κάπου και κανείς τους δεν ξέρει που.
Ήρθαν από τα πέρατα της οικουμένης να τα δουν όλα σε δύο εικοσιτετράωρα.


«Έχασα τα κλειδιά.»
«Άφησα το αυτοκίνητο στο λιμάνι.»
«Να πάμε και για καφέ.»
«Ξέχασαμε το λουρί του σκύλου.»
«Που θα βρούμε κάρβουνα.»
«Πέφτουν τα κανάτια τρεχάτε.»
«Δεν έχουμε κερί.»
«Σταλεγα εγώ!»
«Θα χάσουμε τα πυροτεχνήματα.»
«Που έχει εστιατόριο για μαγειρίτσα.»
«Ποιός θα σηκωθεί το πρωί για το αρνί.»
«Να πάμε και για ποτό.»
«Με χτυπάει το παπούτσι.»
«Δεν έχω μονάδες.»


Ένα αγχωμένο τρελοκομείο που ζει έναν απίστευτο εφιάλτη ελπίζοντας ότι θα αναστηθεί για να τον ξαναζήσει.


Κάτι τέτοιες ώρες τα μαζεύω και φεύγω.


Το φέρι της γραμμής προς Ηγουμενίτσα είναι σχεδόν άδειο.
Ξαπλώνω στον καναπέ του σαλονιού σκεπασμένος με το μπουφάν ,με το σακίδιο προσκεφάλι και παίρνω έναν υπνάκο.


«Σήκω Φτάσαμε»


Ξυπνάω σκιαγμένος .


«Που φτάσαμε;»
«Ποιοι είμαστε;»
«Που πάμε;»
«Ποιο είναι το νόημα της ζωής;»


Από το παράθυρο κυλάνε απαλά οι ακτές της Θεσπρωτίας.


Σιγά σιγά ξανάρχεται η μνήμη.


Θα κάνουμε Πάσχα σε ένα μοναστήρι .


Κάποιος «Άγιος Διονύσιος» πήγε και έχτισε ένα μοναστήρι στο άντρο της ακολασίας των Θεών στις πλαγιές του Ολύμπου.
Γενικά δεν έχω εμπιστοσύνη στους απανταχού Διονύσηδες και ειδικά στους Ζακυνθινούς παρόλο που αναγνωρίζω ότι έχουν μια σπονδή που τους κάνει παράτολμους.


Σκέφτομαι ένα Πάσχα στην κατανυκτική ατμόσφαιρα ενός μοναστηριού χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα φωτισμένο μόνο με το φως των κεριών.


Να ψάλουν το «Αι γενεαί πάσαι» στην σιγαλιά του βουνού και να κρατάω την ανάσα μου .


Θα μου λείψει , βέβαια, και το Αντάτζιο του Αλμπινόνι αλλά δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα.


Κάπου στο βάθος της μισοσκότεινης εκκλησίας να κάθετε στο στασίδι με σταυρωμένα χέρια μια νεαρή καλόγρια χτυπημένη από την μοίρα και να μου ρίχνει κρυφές αμαρτωλές ματιές.


Μόλις σημάνουν οι καμπάνες της Αναστάσεως να πάω να την φιλήσω με πάθος ασυγκράτητο.


Ύστερα , λέει, να πάω για ύπνο χωρίς μαγειρίτσες, τσιλιχούρδια και βαμμένα αυγά.
Με ένα ποτήρι κρασί και λίγο τυρί, αγναντεύοντας τα όρη.


Να κοιμηθώ σαν πουλάκι τουλάχιστον εννιά ώρες.


Το πρωί να μου πει η ηγουμένη «Χριστός Ανέστη» .
Κάτι θα με τρώει να της πω: «Αν υπήρχε Αθανασία δεν θα υπήρχε Ζωή» αλλά θα συγκρατηθώ και θα απαντήσω ταπεινά: «Αληθώς ο Κύριος».


Δεν είναι ώρα τώρα να τσακωθώ με την καλόγρια και να μου ριχτούνε και οι Θεοί του Ολύμπου από πάνω.