Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Ο Τάφος του Ινδού

 

Υπάρχει ένας κεντρικός δρόμος της Κέρκυρας που λέγεται «Οδός Δονάτου Δημουλίτσα».

Πήρε το όνομά του από έναν βιομήχανο ευεργέτη με Σουλιώτικη καταγωγή  που γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1862 και απεβίωσε το 1937.

Ως γνωστόν οι ευεργέτες του έθνους ήτο πάντοτε βιομήχανοι.

Ο εν λόγω όμως ευεργέτης έχει ένα ιστορικό παρελθόν με μεγάλο ενδιαφέρον.

Ας πάρουμε τα πράματα από την αρχή.

Το 1803 ο Αλή Πασάς  εκδιώκει  για πρώτη φορά τους Σουλιώτες από το Σούλι.

Πολλοί ήρθαν στην Κέρκυρα και άλλοι έμειναν στην Πάργα .

Το 1816 Ο Μαίτλαντ ο μισητός (του οποίου το μνημείο βλέπουμε του κάθε που περνάμε από την πάνω πλατεία )   αγόρασε έναντι 150.000 λιρών την Πάργα από τον Αλή Πασά.

Ο Λόγος που ο Αλή Πασάς  έδιωξε τους Σουλιώτες από το Σούλι και πούλησε και την Πάργα στον Μαίτλαντ  δεν είναι γνωστός  από τα καθώς πρέπει ιστορικά κείμενα του έθνους των Ελλήνων.

Το λοιπόν.

Το καιρώ εκείνω  η Πάργα ήταν η πύλη εισόδου στην Ήπειρο.

Δεν υπήρχε Ηγουμενίτσα , Εγνατία οδός  και  διόδια  κατασκευαστικών εταιρειών.

Υπήρχε η Πάργα  με τελωνείο και φρούριο και ο δρόμος πήγαινε από την Πάργα στο Γλυκύ , στην Παραμυθιά , στην Δωδώνη και από κει στα Γιάννενα.

Οι μεν Παργινοί ληστεύανε τον Αλή Πασά στο Τελωνείο

Οι δε Σουλιώτες είχανε στήσει μια φάμπρικα διοδίων στο γιοφύρι του Αχέροντα στο Γλυκύ και παίρνανε  του  Αλή Πασά 10% διόδια από τα σιτηρά και λοιπά εμπορεύματα .

Όσο το 10% παρέμενε σταθερό ο Αλή Πασάς δεν μιλούσε.

Όταν άρχισε να ανεβαίνει , ανέβαινε και η τιμή του ψωμιού στα Γιάννενα  καθώς και ο τιμάριθμος εν γένει με αποτέλεσμα ο Αλή Πασάς να βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο  της λαϊκής διαμαρτυρίας.

Αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος που ο Αλή Πασάς τα έβαλε με τους Σουλιώτες και με τους Παργινούς.

 Τα περί θρησκεύματος και  εθνικών διαφορών , οι ιστορικοί του έθνους ας πάνε να τα πούνε αλλού.

Έτσι , λοιπόν, ο πάππους του Δονάτου Δημουλίτσα μετακόμισε από το Σούλι στην Πάργα αρχικά , όπου  από  υιός τσοπάνου έγινε δικηγόρος.

Ο Παππούς Δονάτος Δημουλίτσας  ήτανε και τυχερός.

Όταν μετά από λίγα χρόνια ο Αλή Πασάς πούλησε την Πάργα του Μαίτλαντ , εκτός από τα 150 χιλιαρικάκια λίρες που πήρε,  υποχρεώθηκε βάσει συμβολαίου να επιτρέψει στους Παργινούς να πουλήσουν την περιουσίες τους πριν φύγουν.

Εδώ αναλαμβάνει ο παππούς Δονάτος Δημουλίτσας  που ήξερε γράμματα .

Το τι έγινε στις αγοραπωλησίες της Πάργας ένας Θεός το ξέρει και ο Παππούς του  Ευεργέτου.

Το θέμα είναι ότι όταν φτάκανε στην Κέρκυρα οι Παργινοί (κατά τας γραφάς του Άγγλου παρατηρητού) ανεβαίνανε τον Αγιαντώνη φορτωμένοι με σακιά όπου μέσα είχανε τα κόκκαλα  των προγόνων τους που ξεθάψανε από τα νεκροταφεία .

Σακιά κουβάλαγε και ο Δικηγόρος αλλά πολλοί εικάζουν ότι δεν είχαν μέσα κόκκαλα.

Ο άγγονας του δικηγόρου  έγινε βιομήχανος και ενετάχθη στην υψηλή κοινωνία της Κέρκυρας.

Ο άγγονας του άγγονα  έμεινε χωρίς εργοστάσια αλλά του μείνανε  οι αντιπαροχές μια ς ολόκληρης περιοχής  στην άκρη της πόλης.

Ήταν ανοιχτοχέρης. Χάριζε διαμερίσματα , έπινε πολύ, και  κράτησε για τον εαυτό του τον «τάφο του Ινδού».

Ο Τάφος του Ινδού είναι ένα διαμέρισμα  που έχει μόνο είσοδο.

Τα πίσω παράθυρα βλέπουν σε μια κανιζέλα  30 πόντων.

Κανιζέλα λέμε ένα στενό διάδρομο ανάμεσα από δύο κτήρια  που ίσα που χωράει να περάσει ένας άνθρωπος .

Ο «Τάφος του Ινδού»  είναι ένα διαμέρισμα   που για να δεις το φώς του Ηλίου πρέπει να  φτάκεις στο Σαρόκο.

Ο παράδεισος της ΔΕΗ.

Εδώ έζησε ο απόγονος του Δονάτου Δημουλίτσα  μέχρι που καλέσανε την κλάση του.

Αργότερα ο τάφος του Ινδού νοικιάστηκε σε μια Αλβανίδα μετανάστρια που κατάφερε να μείνει μέσα ενανίμιση ολόκληρο χρόνο.

Ακολούθησα εγώ . Ένας  άθεος , αναρχοκομμουνιστής , εαμοβούλγαρος  και κομμουνιστοληστοσυμμορίτης.

 

Εδώ έμεινα τριάντα χρόνια  λόγω του ότι ήμουν ανθεκτικότερος της Αλβανίδος .

Ευτυχώς δεν είχε υγρασία.

Τώρα μετακομίζω και αναζητώ τα ίχνη των παλαιών διαμενόντων  του επόμενου σπιτιού.

«Η Αγγελίνα  φτιάχνει νυφικό από κομμάτια  εφημερίδων .

Τραγουδάει  νικηφόρα  άσματα.

Ντύνεται νύφη και καλεί τις αναμνήσεις της με το όνομα τους .

Γυρίζει το χαρτί και  πεθαίνει ενδόξως.»  

….Που  έλεγε και ο Φαμπρίτσιο  σε μια απέλπιδα προσπάθεια να  σχολιάσει  τα τις  τυχαιότητας .

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Piove ancora a Corfù?

 


 

Το Μάκη τον είχα γνωρίσει όταν ήρθε στην Κέρκυρα  από το Περιστέρι (των Αθηνών).

Είχε έρθει για διακοπές με κάτι άλλους και μένανε  κάπου στην Αλεπού.

Εδώ γνώρισε την Μαρί  και έμεινε . Παντρευτήκανε και κάνανε και δύο κεφάλια παιδιά.

Η Μαρί  έμενε με τους  δικούς της στις εργατικές πολυκατοικίες της Κουλίνας αλλά έλεγε ότι μένει σε μια μονοκατοικία έξω από την πόλη.

Η  Κουλίνα  (όπως το λέει και το όνομα ) παλιά ήταν ένας  λόφος με πουρνάρια. Αργότερα  χτισθήκανε οι εργατικές  πολυκατοικίες και έγινε ολόκληρη συνοικία.

Η Μαρί λεγότανε βασικά Μαρία αλλά  στο λύκειο το έκανε «Μαρί» που ήτανε πιο σέξι και πιο δυτικό.

Ήτανε θυγατέρα ενός πολύ καλού επιπλοποιού από κείνους τους παλιούς που φτιάχνανε «αγιούς».

Πάντα εργάτης  και περιζήτητος.

Όταν γίνανε οι εργατικές πολυκατοικίες στην Κουλίνα πήρε ένα τριάρι και στέγασε την οικογένεια.

Ωραίος τύπος και αγαπητός.

Πίναμε τον καφέ μας στου Καμπανιόλου καμιά φορά και με έκανε να ξεκαρδίζομαι στα γέλια.

Ο Καμπανιόλος ήτανε ένας φτωχός αγρότης που ζούσε στην άκρη της πόλης .

Εκείνα τα χρόνια όσους αγρότες ζούσαν λίγο έξω από την πόλη τους λέγανε «Καμπανιόλους» υποτιμητικά.

Η Μαρί  πήγε να σπουδάσει ένα φεγγάρι στην Αθήνα σε σχολή θεάτρου και επέστρεψε άρον άρον λόγω του ότι «τα κυκλώματα» δεν την αφήνανε να δείξει το ταλέντο της.

Τότε γνώρισε τον Μάκη  στο μανάβικο που είναι απέναντι από του Καμπανιόλου.

Στα λίγα λεπτά που βρέθηκαν  στο μαγαζί  ο Μάκης  έλιωσε.

Κατά απαίτηση της Μαρί παντρευτήκανε στην Μητρόπολη.

Βγάλανε και φωτογραφίες στο Παλάτι.

Αν δεις το άλμπουμ νομίζεις ότι βλέπεις το γάμο του  Βασιλιά Γεωργίου του Α΄ με την Βασίλισσα  Όλγα Κωνσταντίνοβνα .

Έκτοτε ο Μάκης  δούλευε  τα καλοκαίρια σε εταιρεία ενοικιάσεως αυτοκινήτων και το χειμώνα την έβγαζε  με το ταμείο ανεργίας .

Όσο «οι απαιτήσεις της ζωής»  μεγαλώνανε η Μαρί άρχισε την γκρίνια και   ο Μάκης  έπιασε δουλειά γυψοσανίδας με μεροκάματο χειμώνα καλοκαίρι.

Μόλις πέθανε ο πατέρας της Μαρί ξενοικιάσανε και πήγανε στην Κουλίνα με την μάνα της .

Επειδή οι «απαιτήσεις της ζωής»  δεν τελειώνουν  ο Μάκης έπιασε δουλεία το απόγευμα και ντελιβεράς σε σουβλατζίδικο.

Εν τω μεταξύ η Μαρί  έπινε το ποτό της ανελλιπώς κάθε βράδυ τσι Κάρτε Λάκουες σταυροπόδι ενώ η Μάνα της φύλαγε τα παιδιά και ο Μάκης έτρεχε σαν το Βέγγο με το παπί.

Ξεκίναγε από την Κουλίνα  ντυμένη σαν τόπ μόντελ .

Αν έβλεπες τα νύχια της, τις βλεφαρίδες της τα ρούχα της , τα μαλλιά της  νόμιζες ότι ετοιμαζότανε μια βδομάδα για να περάσει από τα λασπόνερα του Κωτσέλα.

Ο Κωτσέλας ήταν πάντα η υποβαθμισμένη συνοικία των πιο φτωχών Μαλτέζων εργατών που ξέμειναν στην Κέρκυρα μετά την οικοδόμησή της από τους  Άγγλους.

Η Μαρί πέρναγε του Κωτσέλα με ύφος πριγκίπισσας  που κατέβηκε να δει πως  ζει ο λαός.

Στις φιλενάδες της έλεγε ότι ο άντρας της είναι «σύμβουλος επιχειρήσεων».

Του απαγόρεψε δε , αν τύχαινε να περάσει με το παπί την Ευγενίου Βουλγάρεως, να σταματήσει να της μιλήσει.

Χτές  το βράδυ πήρα την ομπρέλα μου και βγήκα να πάρω ένα σουβλάκι.

Βρέχει εδώ και μέρες με πολύ κρύο.

Χειρότερο από χιόνι.

Βρέχει πολύ τους  χειμώνες εδώ.

Βρέχει για βδομάδες ολόκληρες.

Οι παλιοί λέγανε ότι  έβρεχε επί σαράντα μέρες ακατάπαυστα.

Βρέχει από πάνω.

Βρέχει από μπροστά.

Βρέχει από πίσω .

Βρέχει από τα πλάγια .

Μερικές φορές βρέχει και από κάτω.

Μια φορά βρέθηκα με την γυναίκα μου στο Μπρίντιζι.

Καθίσαμε σε ένα καφενείο και παραγγείλαμε καφέ.

Πιο δίπλα καθότανε μοναχός ένας γέροντας  που από ότι κατάλαβα ήταν ο ιδιοκτήτης του καφενείου.

Μας ρώτησε αν είμαστε Βενετσιάνοι. Η προφορά των Κερκυραίων μοιάζει με την προφορά των Βενετσιάνων και οι νότιοι Ιταλοί το καταλαβαίνουν αμέσως.

Είναι σαν αν ακούσουμε εμείς έναν από το Αγρίνιο.

Του είπα ότι είμαστε Κερκυραίοι.

«Α!  Στην Κέρκυρα ήμουν φαντάρος στον Πόλεμο.   Βρέχει ακόμα στην Κέρκυρα;»

Γελάσαμε.

Δισεκατομμύρια τόνοι νερό καταλήγουν κάθε χειμώνα στην θάλασσα και εμείς πίνουμε εμφιαλωμένο από το Λουτράκι.

Έτσι λοιπόν έφτασα στο Σουβλατζίδικο και βλέπω τον Μάκη να ετοιμάζεται να φύγει για παραγγελία.

Φορούσε ολόσωμο αδιάβροχο, κουκούλα, γαλότσες και γάντια.

Στενοχωρήθηκα αλλά προσπάθησα να μην το δείξω.

«Τι γίνεται ρε Μάκη;»

«Τι να γίνει ρε Σταμάτη δε βλέπεις εδώ;»

Κούνησα το κεφάλι μου.

Μπήκα στο Σουβλατζίδικο.

Ο Μάκης έφυγε μέσα στην βροχή.

Το μετάνιωσα και ξαναβγήκα.

«Θα κάνω ένα τοστ».

Άλλωστε η βροχή έχει και τα καλά της.

Διατηρεί αναλλοίωτη την επιδερμίδα της Μαρί.