Το Μάκη τον είχα γνωρίσει όταν ήρθε στην Κέρκυρα από το Περιστέρι (των Αθηνών).
Είχε έρθει για διακοπές με κάτι άλλους και μένανε κάπου στην Αλεπού.
Εδώ γνώρισε την Μαρί
και έμεινε . Παντρευτήκανε και κάνανε και δύο κεφάλια παιδιά.
Η Μαρί έμενε με τους δικούς της στις εργατικές πολυκατοικίες της Κουλίνας
αλλά έλεγε ότι μένει σε μια μονοκατοικία έξω από την πόλη.
Η Κουλίνα (όπως το λέει και το όνομα ) παλιά ήταν ένας λόφος με πουρνάρια. Αργότερα χτισθήκανε οι εργατικές πολυκατοικίες και έγινε ολόκληρη συνοικία.
Η Μαρί λεγότανε βασικά Μαρία αλλά στο λύκειο το έκανε «Μαρί» που ήτανε πιο σέξι
και πιο δυτικό.
Ήτανε θυγατέρα ενός πολύ καλού επιπλοποιού από κείνους τους παλιούς
που φτιάχνανε «αγιούς».
Πάντα εργάτης και περιζήτητος.
Όταν γίνανε οι εργατικές πολυκατοικίες στην Κουλίνα πήρε ένα
τριάρι και στέγασε την οικογένεια.
Ωραίος τύπος και αγαπητός.
Πίναμε τον καφέ μας στου Καμπανιόλου καμιά φορά και με έκανε
να ξεκαρδίζομαι στα γέλια.
Ο Καμπανιόλος ήτανε ένας φτωχός αγρότης που ζούσε στην άκρη της
πόλης .
Εκείνα τα χρόνια όσους αγρότες ζούσαν λίγο έξω από την πόλη τους
λέγανε «Καμπανιόλους» υποτιμητικά.
Η Μαρί πήγε να
σπουδάσει ένα φεγγάρι στην Αθήνα σε σχολή θεάτρου και επέστρεψε άρον άρον λόγω
του ότι «τα κυκλώματα» δεν την αφήνανε να δείξει το ταλέντο της.
Τότε γνώρισε τον Μάκη
στο μανάβικο που είναι απέναντι από του Καμπανιόλου.
Στα λίγα λεπτά που βρέθηκαν στο μαγαζί
ο Μάκης έλιωσε.
Κατά απαίτηση της Μαρί παντρευτήκανε στην Μητρόπολη.
Βγάλανε και φωτογραφίες στο Παλάτι.
Αν δεις το άλμπουμ νομίζεις ότι βλέπεις το γάμο του Βασιλιά Γεωργίου του Α΄ με την Βασίλισσα Όλγα Κωνσταντίνοβνα .
Έκτοτε ο Μάκης
δούλευε τα καλοκαίρια σε εταιρεία
ενοικιάσεως αυτοκινήτων και το χειμώνα την έβγαζε με το ταμείο ανεργίας .
Όσο «οι απαιτήσεις της ζωής» μεγαλώνανε η Μαρί άρχισε την γκρίνια και ο Μάκης
έπιασε δουλειά γυψοσανίδας με μεροκάματο χειμώνα καλοκαίρι.
Μόλις πέθανε ο πατέρας της Μαρί ξενοικιάσανε και πήγανε στην
Κουλίνα με την μάνα της .
Επειδή οι «απαιτήσεις της ζωής» δεν τελειώνουν ο Μάκης έπιασε δουλεία το απόγευμα και
ντελιβεράς σε σουβλατζίδικο.
Εν τω μεταξύ η Μαρί έπινε το ποτό της ανελλιπώς κάθε βράδυ τσι
Κάρτε Λάκουες σταυροπόδι ενώ η Μάνα της φύλαγε τα παιδιά και ο Μάκης έτρεχε σαν
το Βέγγο με το παπί.
Ξεκίναγε από την Κουλίνα ντυμένη σαν τόπ μόντελ .
Αν έβλεπες τα νύχια της, τις βλεφαρίδες της τα ρούχα της ,
τα μαλλιά της νόμιζες ότι ετοιμαζότανε
μια βδομάδα για να περάσει από τα λασπόνερα του Κωτσέλα.
Ο Κωτσέλας ήταν πάντα η υποβαθμισμένη συνοικία των πιο φτωχών
Μαλτέζων εργατών που ξέμειναν στην Κέρκυρα μετά την οικοδόμησή της από τους Άγγλους.
Η Μαρί πέρναγε του Κωτσέλα με ύφος πριγκίπισσας που κατέβηκε να δει πως ζει ο λαός.
Στις φιλενάδες της έλεγε ότι ο άντρας της είναι «σύμβουλος
επιχειρήσεων».
Του απαγόρεψε δε , αν τύχαινε να περάσει με το παπί την
Ευγενίου Βουλγάρεως, να σταματήσει να της μιλήσει.
Χτές το βράδυ πήρα
την ομπρέλα μου και βγήκα να πάρω ένα σουβλάκι.
Βρέχει εδώ και μέρες με πολύ κρύο.
Χειρότερο από χιόνι.
Βρέχει πολύ τους χειμώνες εδώ.
Βρέχει για βδομάδες ολόκληρες.
Οι παλιοί λέγανε ότι
έβρεχε επί σαράντα μέρες ακατάπαυστα.
Βρέχει από πάνω.
Βρέχει από μπροστά.
Βρέχει από πίσω .
Βρέχει από τα πλάγια .
Μερικές φορές βρέχει και από κάτω.
Μια φορά βρέθηκα με την γυναίκα μου στο Μπρίντιζι.
Καθίσαμε σε ένα καφενείο και παραγγείλαμε καφέ.
Πιο δίπλα καθότανε μοναχός ένας γέροντας που από ότι κατάλαβα ήταν ο ιδιοκτήτης του
καφενείου.
Μας ρώτησε αν είμαστε Βενετσιάνοι. Η προφορά των Κερκυραίων
μοιάζει με την προφορά των Βενετσιάνων και οι νότιοι Ιταλοί το καταλαβαίνουν
αμέσως.
Είναι σαν αν ακούσουμε εμείς έναν από το Αγρίνιο.
Του είπα ότι είμαστε Κερκυραίοι.
«Α! Στην Κέρκυρα ήμουν
φαντάρος στον Πόλεμο. Βρέχει ακόμα στην Κέρκυρα;»
Γελάσαμε.
Δισεκατομμύρια τόνοι νερό καταλήγουν κάθε χειμώνα στην
θάλασσα και εμείς πίνουμε εμφιαλωμένο από το Λουτράκι.
Έτσι λοιπόν έφτασα στο Σουβλατζίδικο και βλέπω τον Μάκη να
ετοιμάζεται να φύγει για παραγγελία.
Φορούσε ολόσωμο αδιάβροχο, κουκούλα, γαλότσες και γάντια.
Στενοχωρήθηκα αλλά προσπάθησα να μην το δείξω.
«Τι γίνεται ρε Μάκη;»
«Τι να γίνει ρε Σταμάτη δε βλέπεις εδώ;»
Κούνησα το κεφάλι μου.
Μπήκα στο Σουβλατζίδικο.
Ο Μάκης έφυγε μέσα στην βροχή.
Το μετάνιωσα και ξαναβγήκα.
«Θα κάνω ένα τοστ».
Άλλωστε η βροχή έχει και τα καλά της.
Διατηρεί αναλλοίωτη την επιδερμίδα της Μαρί.
1 σχόλιο:
Νομίζω ότι στην Κέρκυρα όλες τις Μαρίες τις λέμε Μαρί- έχω τουλάχιστον δύο θείες Μαρί, ίσως δεν μας άρεσε ότι είμαστε ιταλοτραφείς και το φέραμε στο γαλλικότερο!!
Piove anche a Athena!!
Δημοσίευση σχολίου