Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Εγκλεισμός

 


 

Ακούω πολλά δραματικά περί εγκλεισμών και ψυχολογικών επιπτώσεων.

Τα πιστεύω.

Πράγματι πολλοί είναι εκείνοι που εξαιτίας του εγκλεισμού αισθάνονται να μεγεθύνονται  τα (προϋπάρχοντα)  συμπτώματα των ψυχικών διαταραχών που βασανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο.

Τα πιστεύω αλλά δεν τα συμμερίζομαι.

Ο λόγος είναι ότι εγώ ζω έγκλειστος παιδιόθεν.

Έχω αποκτήσει ανοσία.

Από πού να αρχίσω και που να τελειώσω.

Έγκλειστος στο κολαστήριο στη ζώνη του Περάματος.

Νύχτα φεύγαμε με τη λάτζα φορτωμένοι με οξυγόνα, ηλεκτροκολλήσεις, σωλήνες, επιστόμια και κάθε λογής σκατολοίδια και νύχτα γυρνάγαμε. Να πάμε σπίτι μας  πλυθούμε, να φάμε, να κοιμηθούμε για να προλάβουμε να ξαναγυρίσουμε.

Έγκλειστος στο Σκαραμαγκά.

Τα ίδια. Νύχτα έφευγα , νύχτα γύριζα.

Ξύπναγα πέντε παρά τέταρτο τα ξημερώματα.

Πέντε παρά πέντε στη Συγγρού.

Πέντε πέρναγε το κίτρινο λεωφορείο της κολάσεως.

Εκεί γνώρισα τον Σωτήρη .

Έκανε πιάτσα στη στάση που περίμενα και εγώ.

Φορούσε ένα κάτασπρο διαφανές νυφικό και από μέσα φαινόταν το κιλοτάκι και οι ζαρτιέρες.

Αισθανόμουν ότι οι βίοι μας ήταν παράλληλοι διότι αμφότεροι πουλούσαμε το κορμί μας στις πέντε τα ξημερώματα.

Εκείνο όμως που με τάραξε είναι όταν μου αποκάλυψε ότι και αυτός δούλευε παλιά στα ναυπηγεία Ελευσίνας στο βαρύ ελασματουργείο.

Εγώ δούλευα στο ελαφρύ σωληνουργείο.

Κοντά ήτανε.

Όταν γύριζα είχε νυχτώσει ξανά.

Έγκλειστος στο στρατό.

Δεν υπήρχε σκοπιά στα σύνορα που να μην την τίμησα δια της νυχτερινής μου παρουσίας. Εκεί διδάχθηκα και την Αγία Γραφή . Βρήκα μια στη σκοπιά και μη έχοντας τι άλλο να διαβάσω την διάβαζα και την ξαναδιάβαζα σε σημείο που την αποστήθισα. Έτσι έγινα ο πρώτος άθεος που γνωρίζει απέξω τα  ευαγγέλια και τις ιδεολογικές διαφορές που υπήρχαν  ανάμεσα στους αποστόλους του κυρίου υμών Ιησού Χριστού.

Δεν ομιλώ για τα πειθαρχεία τα οποία επισκέφτηκα ένα προς ένα από τις Σάπες ως το Καλπάκι.

Τα κατάφερα διότι ακολουθούσα πιστά το δόγμα Ζαχαριάδη προς τους εγκλείστους «Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαί σου, διάβαζε πολύ».

Έγκλειστος στο σιδεράδικο.

Όταν ξέμεινα από κελί έφτιαξα ένα δικό μου και κλείστηκα μέσα.

Τις ελεύθερες ώρες μου έφτιαχνα οξυγραφίες σε λαμαρίνα που ούτε να τις διανοηθούν δεν ημπορούν οι επισήμως έγκλειστοι.

Μάθαινα ξένες γλώσσες, έγραφα ανοησίες που δεν ενδιέφεραν  κανένα, έψαχνα για αντίκες , έφτιαξα μια συλλογή από τούβλα όλων των εργοστασίων τούβλων που υπήρξαν στην Κέρκυρα. Έγραψα ένα λεξικό της Κερκυραϊκής σε διάστημα (μόλις) πέντε χρόνων.

Τι να σας λέω!

Έρχεται μετά ο άλλος και μου μιλάει για εγκλεισμούς και για ψυχολογικές επιπτώσεις.

Τι να του πω; Δίκιο έχει αλλά και που να το βρει.

Πρωί πρωί παίρνεις ένα εσπρέσο ντεκαφεινέ σε χάρτινο κυπελάκι και ένα μπουκαλάκι νερό,  το ακουμπάς στο καπό ενός αυτοκινήτου και παλεύεις να στρίψεις το τσιγάρο των εννέα.

Κατεβάζεις την μάσκα και πριν προλάβεις να το αγγίξει στα χείλη σου έρχεται και αρχίζει να ψάλλει.

«Ορίστε δεν μπορούνε να πάρουνε ένα σκουπιδιάρη… βρωμέψαμε»

«Θα σακατευτούμε από τα βρεγμένα φύλλα»

«Ετοιμάζεται να κάνει κατακλυσμό»

«Θα πλημμυρίσουμε»

«Με έπιασε αυχενικό»

«Μας θέρισε το κρύο»

«Πέθανε η Δέσποινα»

«Δεν βάζουνε πετρόλιο στο καλοριφέρ»

«Καήκανε οι λάμπες»

«Θα πεινάσουμε»

«Γράψανε τον Αντώνη»

«Μούδιασε το ποδάρι μου»

Αρχίζω να τρέμω.

Φεύγει το αυτοκίνητο μαζί με τον καφέ και το μπουκαλάκι στο καπό.

Δεν τον προλαβαίνω και παραγγέλνω άλλο.

Πίνω τον καφέ αλα Ιταλικά και φεύγω.

Διασχίζω την πόλη αμίλητος.

Διασταυρώνομαι με ανθρώπους  που δεν αμφέβαλαν ποτέ για τίποτα και τώρα αμφιβάλουν  για το εμβόλιο.

Με ανθρώπους που φορούσαν πάντα μάσκες και τώρα τους πνίγει η μάσκα του Κορονοϊού.

Με ανθρώπους που πίστεψαν τα απίθανα και τώρα δεν πιστεύουν τα πιθανά.

Με ανθρώπους που υποτάχτηκαν πάντα και τώρα παριστάνουν τους ανυπότακτους και σε κοιτάζουν και με μισό μάτι.

Δεν τους αδικώ.

Δεν άλλαξαν ακόμα.

Ακόμα τους παίρνει ο άνεμος του φόβου , της απελπισίας και της κατάθλιψης.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχω σπουδάσει το θέμα και δυσκολεύομαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: