Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Όλα αρχινήσανε την πρωτοχρονιά του 44


Ο Αντρέας καθότανε κάθε πρωί στο πεζούλι της πλατείας Σαρόκο και παρατηρούσε τους περαστικούς.
Φορούσε ένα φθαρμένο αλλά κατακάθαρο κουστουμάκι , πάντα ένα καπέλο τύπου ρεπούμπλικα και δερμάτινα παπούτσια παντοφλέ καλογυαλισμένα.
Τον χαιρετούσα κάθε που περνούσα και ανταπέδιδε με ένα ελαφρό άγγιγμα του καπέλου.
Μια μέρα κάθισα δίπλα του να πάρω μια ανάσα από τον καθημερινό μου ποδαρόδρομο και πιάσαμε την κουβέντα.
Μου είπε απνευστί όλη την ιστορία της ζωής του.
«Όλα αρχινίσανε την πρωτοχρονιά του 44».
Είχα σκοπό να κάτσω δυο τρία λεπτά και έφυγα μετά από μιάμιση ώρα.
Τον παρακολουθούσα με ανοιχτό το στόμα και κομμένη την ανάσα.
Το χειμώνα του 43 προς 44 ήρθαν οι Γερμανοί στην Κέρκυρα.
Την πρωτοχρονιά του 44 , ένα βράδυ έμειναν ξαφνικά χωρίς τηλέφωνα.
Διαπίστωσαν ότι η βλάβη οφειλόταν στο ότι είχαν εξαφανιστεί τα καλώδια των τηλεφώνων σε όλη την πόλη.
Τα καλώδια λόγω των συνθηκών του πολέμου τα έριχναν πάνω από τα κεραμίδια επειδή δεν υπήρχε χρόνος για μόνιμες εγκαταστάσεις με κολώνες.
Αμέσως σήμαναν συναγερμό και αναζητούσαν την άγνωστη οργάνωση που έκανε αυτό το ανήκουστο σαμποτάζ.
Τι είχε συμβεί.
Ο Αντρέας και η συμμορία του κλέψανε τα καλώδια. Ο ένας έκοβε το καλώδιο με την πένσα και ο άλλος από την άλλη το τύλιγε με ένα αυτοσχέδιο καρούλι.
Όλη νύχτα μάζευαν καλώδια και τα μετέφεραν σε ένα υπόγειο καταστραμμένου κτηρίου στην Οβριακή.
Εκεί έκοβαν τα καλώδια σε κομμάτια των σαράντα εκατοστών και τραβούσαν από μέσα το χάλκινο σύρμα. Απέμενε μόνο το πάνινο περίβλημα.
Έβαζαν στις δύο άκρες δυο τσίγκινα λατάκια από τενεκέ και τα πρεσάριζαν με την πένσα. Τα τύλιγαν σε ζευγάρια και τα έδεναν με σπάγκο.
Το πρωί βγαίνανε στην πιάτσα και τα πουλούσαν ως κορδόνια παπουτσιών.
Λίγο καιρό πριν οι Γερμανοί είχαν βομβαρδίσει και το μοναδικό εργοστάσιο στον Πειραιά με αποτέλεσμα , εκτός των άλλων να έχει μείνει και όλη η Ελλάδα χωρίς κορδόνια.
Λυσσιάξανε οι Γερμανοί να βρουν τους σαμποτέρ του τρίτου ράιχ ώσπου κάποιος παρατηρητικός της Γκεστάπο είδε τα κορδόνια στα παπούτσια των περαστικών.
Ακολουθώντας τα ίχνη φτάνουν στην «Ανδρέας ΕΠΕ» τους συλλαμβάνουν και τους σαπίζουν στο ξύλο για να ομολογήσουν την σχέση τους με την αντίσταση.
Εν συνεχεία τους στέλνουν στα Γιάννενα που ήταν τα «κεντρικά» των Ες-Ες όπου τους ξανασαπίζουν στο ξύλο.
Πάνω που ήταν έτοιμοι να τους εκτελέσουν νάσου και μεσολαβεί η γκόμενα του διοικητή των Γερμανών που ήταν Κερκυραία και γνώριζε το έναν από την συμμορία των κορδονιών.
Τους σαπίζουν για μια τελευταία φορά στο ξύλο και τους ξαναστέλνουν στην Κέρκυρα.
Μετά από λίγο καιρό φεύγουν οι Γερμανοί αλλά η αστυνομία έχει καταγραμμένο τον Ανδρέα ως κλεφτρόνι.
Κάθε που γινόταν κάτι στην πόλη συλλαμβάνονταν οι συνήθεις ύποπτοι μεταξύ των οποίων και ο Ανδρέας.
Τον ξανασάπιζαν στο ξύλο κάθε τόσο χωρίς να ξέρει το γιατί.
Είδε και αποείδε ώσπου ένα βράδυ κλέβει μια βάρκα και βγαίνει στην Αλβανία όπου δηλώνει ένθερμος υποστηρικτής του Ενβέρ Χότζα.
Λέει όλη την ιστορία του αλλά οι Αλβανοί δεν τον πιστεύουν , τον θεωρούν κατάσκοπο των Ιμπεριαλιστών και τον ματαξανασαπίζουν στο ξύλο.
Εν συνεχεία τον καταδικάζουν σε καταναγκαστικά έργα .
Ο Ανδρέας συνεχίζει τον ταραγμένο βίο του κουβαλώντας πέτρες για να χτίσουν τα πολυβολεία απέναντι από το Κασσιόπη.
Μη αντέχοντας άλλο δραπετεύει από τα κάτεργα αλλά τονε πιάκανε στο δρόμο .
Το ξανασαπίζουνε στο ξύλο και τελικά τον ανταλλάσσουν στην Κακαβιά ως αιχμάλωτο πολέμου .
Αναφέρει την ιστορία του στους φύλακες των δημοκρατικών μας ιδεωδών αλλά δεν τον πιστεύουν και τον ξανασαπίζουν στο ξύλο ως κατάσκοπο των κομμουνιστών.
Μετά από πολλά βάσανα επιστρέφει στην Κέρκυρα αλλά έρχεται η χούντα οπότε τον σαπίζουν ξανά στο ξύλο ως κομμουνιστή.
Βίος και πολιτεία.
Ο Αντρέας έτρωγε ξύλο σε κάθε απότομη καμπή της σύγχρονης ιστορίας του τόπου.
«Έφαγα πολύ ξύλο για αυτά τα κορδόνια , Σταμάτη» μου λέει με παράπονο.
Τον Ανδρέα της πλατείας Σαρόκου με το κουστουμάκι , την ρεπούμπλικα και τα γυαλισμένα παντοφλέ παπούτσια έκανα καιρό να τον δώ.
Μου είπαν ότι είναι κατάκοιτος και τον έχει αναλάβει μια βουλγάρα.
Πέρασαν τα χρόνια και στην γωνία την πλατείας , σε ένα ταμπλό είδα τα κηδειόχαρτο του.
Ελπίζω στον παράδεισο να τον πιστέψανε και να τελειώσανε τα βάσανα του.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

Ο Άγιος Σώστης


-------------------
Αυτά που γράφω κατά καιρούς είναι κατά βάση μυθεύματα που μοιάζουν αληθινά .
Αυτός και ο λόγος που διάφοροι φίλοι με ρωτούν αν η τάδε ιστορία μου αφορά σε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο.
Κανένα παραμύθι δεν είναι ψέματα. Απλώς ο τρόπο που συντίθενται οι ψηφίδες δημιουργούν μια εικόνα που μπορεί να μην είναι πραγματική , είναι όμως αληθινή.
Ο «Άγιος Σώστης» είναι όμως ντοκιμαντέρ από μια περίοδο της ζωής μου.
Το γράφω σήμερα με την ελπίδα ότι θα το διαβάσουν κάποιοι επόμενοι και ίσως κάτι να τους πει.
Ο Άγιος Σώστης , το λοιπόν, είναι μια πανέμορφη εκκλησία στην Λεωφόρο Συγγρού παρακάτω από την Πάντειο.
Πίσω ακριβώς βρίσκονται οι εργατικές πολυκατοικίες.
Κάπου εκεί έζησα τα μισά χρόνια της ζωής μου.
Κάθε πρωί στις πέντε κατέβαινα τρέχοντας για να πάρω το κίτρινο λεωφορείο των ναυπηγείων.
Για την ακρίβεια ήταν μια κίτρινη νταλίκα που την έσερνε ένας κίτρινος τράκτορας γεμάτη με κοιμισμένους εργάτες που βρώμαγε ανακατεμένα χνώτα διαφόρων οσμών συνθέτοντας μια ατμόσφαιρα που όμοια της δεν συνάντησα ποτέ.
Στην στάση του Άγιου Σώστη γνώρισα τον Δημήτρη.
Τον εύρισκα κάθε πρωί να περιμένει μόνος.
Εγώ ήμουν της βάρδιας 6-2
Ο Δημήτρης ήταν της βάρδιας 2-5
Ο Δημήτρης περίμενε με τα ρούχα της δουλειάς.
Εγώ άλλαζα στα αποδυτήρια των ναυπηγείων.
Ο Δημήτρης στη δουλειά φορούσε συνήθως ένα άσπρο νυφικό διαφανές που «έφεγγε» από παντού.
Εγώ φορούσα μια φόρμα εργασίας κατατρυπημένη από τις σπίθες.
Μερικές φορές εύρισκα τον Δημήτρη ντυμένο μαθήτρια με κοντή καρώ φουστίτσα , φιόγκους, άσπρα σοσόνια και μαθητική τσάντα.
Ανταλλάσσαμε ελάχιστες κουβέντες.
Αυτός σχόλαγε . Εγώ πήγαινα για δουλειά.
Τον θεωρούσα συνάδελφο για δύο λόγους.
Αφενός πουλούσαμε και οι δύο το κορμί μας , αφετέρου παλαιότερα δούλευε και αυτός στα Ναυπηγεία Ελευσίνας , στο βαρύ ελασματουργείο.
Το θέμα μας όμως δεν είναι ο Δημήτρης. Άλλωστε κάπου έχω γράψει για αυτόν πριν από καιρό αλλά δεν θυμάμαι πού.
Το θέμα μας είναι ο Άγιος Σώστης.
Η εκκλησία αυτή είναι βιομηχανία βαφτίσεων , γάμων , θανάτων και αναστάσεων.
Εκεί παντρεύτηκα , τρόπος του λέγειν.
Θα μάθετε παρακάτω γιατί «τρόπος του λέγειν».
Ο γάμος έγινε κανονικά με παππά και με κουμπάρα. Με ρύζια με στέφανα , με βέρες και με φωτογράφο .
Αμέσως μετά την δοκιμασία , ανακουφισμένοι φύγαμε για μήνα του μέλιτος .
Στην διαδρομή αποφασίσαμε να μην ξαναγυρίσουμε πίσω.
Περιπλανηθήκαμε ανά την Ελλάδα και τελικά ριζώσαμε στην Κέρκυρα.
Εδώ χρειάζεται να υποβάλω τον αναγνώστη σε μια μικρή χρονική παρένθεση.
Την ώρα που φεύγαμε από εκκλησία ο παππάς που μας πάντρεψε συνέχισε με τους επόμενους γάμους.
Ενώ βρισκόταν στο ιερό νοιώθει μια αδιαθεσία και πέφτει μπροστά στην Αγία Τράπεζα.
Τρέχει το ασθενοφόρο προς τον Ευαγγελισμό αλλά στην διαδρομή ο παππάς αφήνει την τελευταία του πνοή.
Αμέσως αναλαμβάνει ο επόμενος παππάς να διεκπεραιώσει τους υπόλοιπους γάμους αλλά στην διάρκεια της μεταβίβασης γίνεται κάποιο λάθος και πεντέξι γάμοι συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας δεν καταχωρήθηκαν αμέσως σύμφωνα με το πρωτόκολλο.
Όλα τα προηγούμενα ζευγάρια έσπευσαν να προωθήσουν τα χαρτιά στις αρμόδιες υπηρεσίες .
Εμείς ούτε ξέραμε τι συνέβη πίσω μας ούτε και μας ενδιέφερε.
Μάλιστα , καθοδόν προς την φυγή μας χάσαμε τις βέρες , τα στέφανα καθώς και το άλμπουμ των φωτογραφιών.
Έκτοτε πέρασαν τριάντα χρόνια .
Κάποτε πήγα στην αστυνομία να αλλάξω ταυτότητα.
Η προηγούμενη έγραφε ακόμα «μαθητής» και είχε μια φωτογραφία μου από την πρώτη γυμνασίου.
Ο μπάτσος με κοίταξε ερευνητικά και μου είπε:
«Δεν προκύπτει από πουθενά ότι είστε παντρεμένος».
Ανατρίχιασα.
Ήμασταν ανύπαντροι όλη μας την ζωή χωρίς να το ξέρουμε .
Τελικά μετά από μια γραφειοκρατική Οδύσσεια το θέμα διευθετήθηκε χωρίς να χρειαστεί να ξαναπαντρευτούμε.
Έκτοτε διαμένουμε σε μια (άθλια) πολυκατοικία όπου δια μέσω του φωταγωγού μαθαίνουμε όλα τα τεκταινόμενα άθελά μας.
Οι πάντες είναι τσακωμένοι.
Άλλοι για ερωτικές ατασθαλίες και άλλοι για κτηματικές διαφορές.
Οι πάντες εκτός από εμάς.
Είμαστε το τελευταίο ζευγάρι στην πολυκατοικία που μοιάζουμε να είμαστε από άλλο πλανήτη.
Αν καμιά φορά βρεθώ στην Αθήνα περνάω απαραιτήτως από τον Άγιο Σώστη.
Όχι ότι έχω ανάγκη να ανάψω κερί , όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, αλλά για «κάτι υπόθεσες πνευματικές» που έλεγε και ο Σολωμός.
Ο Άγιος Σώστης συνεχίζει εκεί ατάραχος στην αιωνιότητα του.
Η στάση των λεωφορείων επίσης.
Λείπει ο Δημήτρης.
Λογικό.
Εκτός αν φαντασθούμε ότι περιμένει ακόμα ντυμένος νύφη έξω από την εκκλησιά η ακόμα ότι περιμένει το σχολικό στην στάση ντυμένος μαθήτρια.
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Χιονίζει στην Μουργκάνα


-----------------------------
Ο κανονικός χειμώνας έρχεται μόλις χιονίσει στην Μουργκάνα.
Από τη «σκάλα του Δημάρχου» κόβεις αζιμούθιο ανατολικά προς Σαγιάδα.
Στην ευθεία προς Φιλιάτες βλέπεις την κορυφή της Μουργκάνας.
Όταν την δεις χιονισμένη τελειώσανε τα ψέματα. Έχουμε χειμώνα.
Σε αυτή τη βουνοκορφή έχουν γίνει πολλές γνωστές μάχες (και εξακολουθούν να γίνονται).
Ξεχωρίζω μία σχετικά άγνωστη .
«Το 'μαθες μωρ' δόλια μάνα,
τι έχει γίνει στην Μουργκάνα,
Πολεμούσαν οι Σουλιώτες,
με τους κάτω Δελβινιώτες.»
Μην πάει το μυαλό σας σε κανένα θρησκευτικό η πατριωτικό πόλεμο.
Η σύγκρουση δεν είχε τίποτα το ρομαντικό.
Βασικά σκοτωνόντουσαν (οι Σουλιώτες με του Κάτω Δελβινιώτες) για το ποιος θα αρπάξει του αλλουνού τα υπάρχοντα .
Έτσι οι νικητές …
«..πήρανε φλουριά και γρόσια,
μωρ' γιαλένια, κρουσταλένια.»
Κακά πετσιά οι Σουλιώτες (όχι ότι οι Δελβινιώτες πηγαίνανε πίσω δηλαδή) .
Θα μπορούσε βέβαια να μην με αφορούσε το θέμα και να περιοριζόμουν μόνο στην χιονισμένη βουνοκορφή αλλά και να θέλεις να αγιάσεις δεν σε αφήνουν οι διαόλοι.
Έτσι λοιπόν συνεχίζω.
Κάποτε βρέθηκα φαντάρος στα όρη της Μουργκάνας να φυλάω το έθνος από τους «Κομμουνιστάς».
Ήμουν το κατάλληλο πρόσωπο.
Όλα πήγαινα κατ΄ ευχή στην εξορία ώσπου μας φορτώσανε στα καμιόνια και μας πήγανε στο Σούλι.
Θα γινότανε , λέει η ετήσια αναπαράσταση της ανατίναξης της μονής του Κουγκίου και εμείς (οι ανεπιθύμητοι) θα παίζαμε τον ρόλο των «Τούρκων».
Σύμφωνα με την σκηνοθεσία και το σενάριο της παράστασης, οι θεατές και οι επίσημοι θα καθόντουσαν αναπαυτικά στην εξέδρα κάτω από το Κούγκι , οι «επιθυμητοί» θα ντυνόντουσαν «Σουλιώτες» και θα μένανε στην κορφή στο Κούγκι αμυνόμενοι υπέρ βωμών και εστιών και εμείς οι «Τούρκοι» θα κάναμε την επίθεση.
Ο λοχαγός μας συμβούλεψε «να πέφτει και κανένας νεκρός κατά το «γιουρούσι» ώστε να φαίνεται η σθεναρή αντίσταση των «Ελλήνων» .
Δεν προσδιόρισε όμως ποιοι ακριβώς και πότε θα έπεφταν νεκροί.
Μέγα λάθος.
Στο πρώτο σμπάρο των «Ελλήνων» πέσαμε νεκροί όλοι οι «Τούρκοι».
Ποιος ανέβαινε αρόντα όλη αυτή τη γουλάδα.
Ο μόνος «Τούρκος» που συνέχισε ήταν κάποιος αφελής νεοσύλλεκτος που ανεβαίνοντας πυροβολούσε μόνος του με άσφαιρα ώσπου έφτασε στην κορφή χωρίς τσαρούχια , χωρίς ντουφέκι και γδαρμένος από τα πουρνάρια.
Μόλις τον είδε ο καλόγερος Σαμουήλ (ο σιτιστής) έβαλε φωτιά και ανατίναξε το Κούγκι.
Φάγαμε από είκοσι μέρες φυλακή.
Είχε δίκιο ο Μάρξ.
Η Ιστορία γράφεται ως τραγωδία και επαναλαμβάνεται ως κωμωδία.
Γελάσαμε πολύ.
Μερικοί μέχρι δακρύων.
Ένας γελούσε ξαφνικά και το βράδυ στον ύπνο.
Δεν κρατήθηκε και έβαλε τα γέλια και το πρωί στην αναφορά.
Έφαγε επιπλέον πέντε μέρες φυλακή.
Κακά πετσιά οι Σουλιώτες.
Ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν τα διόδια πολύ πριν την Εγνατία.
Στήσανε διόδια στο γιοφύρι στο Γλυκύ , απάνω στον Αχέροντα , και πέρνανε το δέκα τις εκατό από το αλεύρι και το αλάτι του Αλή Πασά.
Χωριά πόσα του κλέβανε στην Δωδώνη ως «άγνωστες συμμορίες».
Όταν ήρθαν στην Κέρκυρα ως μετανάστες γίνανε διάσημοι ως κλέφτες κοτετσιών.
Παρόλο που ο Ναύαρχος Ουζακώφ τους έδωσε χτήματα αυτοί αρνούνταν να τα δουλέψουν διότι θεωρούσαν ως το μόνο ευγενές επάγγελμα την εκτροφή αιγοπροβάτων.
Η Μουργκάνα σήμερα είναι το πλέον μακρινό και δυσπρόσιτο βουνό της χώρας.
Τα σύνορα της Ελλάδας με την Αλβανία είναι ακριβώς στην κορυφογραμμή.
Από ένα σημείο και μετά (του μοναδικού δρόμου) δεν ξέρεις αν βρίσκεσαι στην Ελλάδα η στην Αλβανία.
Τα μικρά και σχεδόν ακατοίκητα χωριά που βρίσκονται εκατέρωθεν του όρους χρησιμεύουν μόνο ως σταθμοί και καταφύγια κοντραμπαντιέρηδων.
Πάνε τα αξέχαστα εκείνα χρόνια , την εποχή των «Κομμουνιστών» , όπου φύλαγα μόνος μου την παραμεθόριο όλη νύχτα.
Τώρα αν βρεθείς εκεί σίγουρα θα σε σταματήσει κάποια περίπολος και άντε εσύ να τους πείσεις ότι ανέβηκες εκεί επάνω για να ρεμβάσεις και να δεις την θέα.
Μιάς και τόφερε η κουβέντα, να το ξαναπώ.
Υπάρχει και μια χαμένη όπερα του Giovanni Batista Ferrari με τίτλο «Οι τελευταίες μέρες του Σουλίου» (Ultimi giorni di Suli).
Το 1856 ανέβηκε στο μεγάλο θέατρο «Φοίνικας» της Βενετίας. Μάθαμε ότι ανέβηκε και στην Κέρκυρα στο Σαν Τζιάκομο.
Συγγραφέας του έργου ήταν ο Giovanni Peruzzini (1815-1869).
Το λιμπρέτο και οι παρτιτούρες της όπερας έχουν χαθεί.
Δεν καταφέραμε να βρούμε κάποιο ίχνος.
Αν υπήρχε ένα υπουργείο πολιτισμού σε αυτό το καταραμένο τόπο θα έστελνε έναν άνθρωπο στη Μαδρίτη όπου είναι μαζεμένα σχεδόν όλα τα έργα του Peruzzini να ψάξει να βρει την χαμένη όπερα.
Φαντάζομαι ότι ο Peruzzini θα έχει ωραιοποιήσει το παρελθόν σύμφωνα με τις πληροφορίες που θα είχε αλλά δεν πειράζει.
Έστω και έτσι μπορεί το έργο αυτό να αξίζει.
Στην άγνωστη Μουργκάνα συμβαίνουν ακόμα πολλές μάχες.
Χθες το βράδυ τόσα μπόρεσα να διακρίνω στην χιονισμένη της βουνοκορφή.