Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Εγκλεισμός

 


 

Ακούω πολλά δραματικά περί εγκλεισμών και ψυχολογικών επιπτώσεων.

Τα πιστεύω.

Πράγματι πολλοί είναι εκείνοι που εξαιτίας του εγκλεισμού αισθάνονται να μεγεθύνονται  τα (προϋπάρχοντα)  συμπτώματα των ψυχικών διαταραχών που βασανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο.

Τα πιστεύω αλλά δεν τα συμμερίζομαι.

Ο λόγος είναι ότι εγώ ζω έγκλειστος παιδιόθεν.

Έχω αποκτήσει ανοσία.

Από πού να αρχίσω και που να τελειώσω.

Έγκλειστος στο κολαστήριο στη ζώνη του Περάματος.

Νύχτα φεύγαμε με τη λάτζα φορτωμένοι με οξυγόνα, ηλεκτροκολλήσεις, σωλήνες, επιστόμια και κάθε λογής σκατολοίδια και νύχτα γυρνάγαμε. Να πάμε σπίτι μας  πλυθούμε, να φάμε, να κοιμηθούμε για να προλάβουμε να ξαναγυρίσουμε.

Έγκλειστος στο Σκαραμαγκά.

Τα ίδια. Νύχτα έφευγα , νύχτα γύριζα.

Ξύπναγα πέντε παρά τέταρτο τα ξημερώματα.

Πέντε παρά πέντε στη Συγγρού.

Πέντε πέρναγε το κίτρινο λεωφορείο της κολάσεως.

Εκεί γνώρισα τον Σωτήρη .

Έκανε πιάτσα στη στάση που περίμενα και εγώ.

Φορούσε ένα κάτασπρο διαφανές νυφικό και από μέσα φαινόταν το κιλοτάκι και οι ζαρτιέρες.

Αισθανόμουν ότι οι βίοι μας ήταν παράλληλοι διότι αμφότεροι πουλούσαμε το κορμί μας στις πέντε τα ξημερώματα.

Εκείνο όμως που με τάραξε είναι όταν μου αποκάλυψε ότι και αυτός δούλευε παλιά στα ναυπηγεία Ελευσίνας στο βαρύ ελασματουργείο.

Εγώ δούλευα στο ελαφρύ σωληνουργείο.

Κοντά ήτανε.

Όταν γύριζα είχε νυχτώσει ξανά.

Έγκλειστος στο στρατό.

Δεν υπήρχε σκοπιά στα σύνορα που να μην την τίμησα δια της νυχτερινής μου παρουσίας. Εκεί διδάχθηκα και την Αγία Γραφή . Βρήκα μια στη σκοπιά και μη έχοντας τι άλλο να διαβάσω την διάβαζα και την ξαναδιάβαζα σε σημείο που την αποστήθισα. Έτσι έγινα ο πρώτος άθεος που γνωρίζει απέξω τα  ευαγγέλια και τις ιδεολογικές διαφορές που υπήρχαν  ανάμεσα στους αποστόλους του κυρίου υμών Ιησού Χριστού.

Δεν ομιλώ για τα πειθαρχεία τα οποία επισκέφτηκα ένα προς ένα από τις Σάπες ως το Καλπάκι.

Τα κατάφερα διότι ακολουθούσα πιστά το δόγμα Ζαχαριάδη προς τους εγκλείστους «Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαί σου, διάβαζε πολύ».

Έγκλειστος στο σιδεράδικο.

Όταν ξέμεινα από κελί έφτιαξα ένα δικό μου και κλείστηκα μέσα.

Τις ελεύθερες ώρες μου έφτιαχνα οξυγραφίες σε λαμαρίνα που ούτε να τις διανοηθούν δεν ημπορούν οι επισήμως έγκλειστοι.

Μάθαινα ξένες γλώσσες, έγραφα ανοησίες που δεν ενδιέφεραν  κανένα, έψαχνα για αντίκες , έφτιαξα μια συλλογή από τούβλα όλων των εργοστασίων τούβλων που υπήρξαν στην Κέρκυρα. Έγραψα ένα λεξικό της Κερκυραϊκής σε διάστημα (μόλις) πέντε χρόνων.

Τι να σας λέω!

Έρχεται μετά ο άλλος και μου μιλάει για εγκλεισμούς και για ψυχολογικές επιπτώσεις.

Τι να του πω; Δίκιο έχει αλλά και που να το βρει.

Πρωί πρωί παίρνεις ένα εσπρέσο ντεκαφεινέ σε χάρτινο κυπελάκι και ένα μπουκαλάκι νερό,  το ακουμπάς στο καπό ενός αυτοκινήτου και παλεύεις να στρίψεις το τσιγάρο των εννέα.

Κατεβάζεις την μάσκα και πριν προλάβεις να το αγγίξει στα χείλη σου έρχεται και αρχίζει να ψάλλει.

«Ορίστε δεν μπορούνε να πάρουνε ένα σκουπιδιάρη… βρωμέψαμε»

«Θα σακατευτούμε από τα βρεγμένα φύλλα»

«Ετοιμάζεται να κάνει κατακλυσμό»

«Θα πλημμυρίσουμε»

«Με έπιασε αυχενικό»

«Μας θέρισε το κρύο»

«Πέθανε η Δέσποινα»

«Δεν βάζουνε πετρόλιο στο καλοριφέρ»

«Καήκανε οι λάμπες»

«Θα πεινάσουμε»

«Γράψανε τον Αντώνη»

«Μούδιασε το ποδάρι μου»

Αρχίζω να τρέμω.

Φεύγει το αυτοκίνητο μαζί με τον καφέ και το μπουκαλάκι στο καπό.

Δεν τον προλαβαίνω και παραγγέλνω άλλο.

Πίνω τον καφέ αλα Ιταλικά και φεύγω.

Διασχίζω την πόλη αμίλητος.

Διασταυρώνομαι με ανθρώπους  που δεν αμφέβαλαν ποτέ για τίποτα και τώρα αμφιβάλουν  για το εμβόλιο.

Με ανθρώπους που φορούσαν πάντα μάσκες και τώρα τους πνίγει η μάσκα του Κορονοϊού.

Με ανθρώπους που πίστεψαν τα απίθανα και τώρα δεν πιστεύουν τα πιθανά.

Με ανθρώπους που υποτάχτηκαν πάντα και τώρα παριστάνουν τους ανυπότακτους και σε κοιτάζουν και με μισό μάτι.

Δεν τους αδικώ.

Δεν άλλαξαν ακόμα.

Ακόμα τους παίρνει ο άνεμος του φόβου , της απελπισίας και της κατάθλιψης.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχω σπουδάσει το θέμα και δυσκολεύομαι.

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

Ψεκασμένος στην Γαρίτσα

Η Παραλιακή της Γαρίτσας έχει μήκος 1850 μέτρα από το άγαλμα του Σολωμού ως τον Ανεμόμυλο.

Εδώ περπατούν καθημερινά τέσσερις βασικές κατηγορίες ανθρώπων.

Α. Οι ερωτευμένοι .

Αυτοί αναγνωρίζονται αμέσως διότι είναι κάτω των τριάντα περπατούν ανά ζεύγη αμίλητοι και ολομεμίας γυρίζουν και αρπάζονται στα φιλιά σαν λυσσιασμένοι.

Β. Οι ρεμβάζοντες.

Εδώ ανήκω εγώ. Οι ρεμβάζοντες περπατούν αργά  μόνοι η ανά ζεύγη , ενίοτε δε και κατά ομάδες.

Κάθε τόσο σταματούν και συζητούν διάφορα θέματα όπως «αν σήμερα είναι η πανσέληνος του Οκτωβρίου η αύριο» , «τι καιρός έρχεται» , «που το πάει ο Ερντογάν» η «τι θα γίνει με την επιστολική ψήφο στις Αμερικάνικες εκλογές».

Γ. Οι αθλούμενοι

Αυτοί είναι συνήθως νεαροί με αθλητική περιβολή και τρέχουν σαν να τους κυνηγάνε τα ΜΑΤ.

Στο σχολείο δεν είχαν τον νου τους  στο μάθημα των αρχαίων Ελληνικών και  από το «νοῦς ὑγιής ἐν σώματι ὑγιεῖ» τους έμεινε μόνο το «ἐν σώματι ὑγιεῖ». Σε περιόδους οικονομικής ευμάρειας τρέχουν σε κυλιόμενους διαδρόμους γυμναστηρίων. Λατρεύουν το κορμί τους και οποιαδήποτε συζήτηση εκτός αυτού είναι αδύνατη.

Δ. Οι Μπαϊπάς

Εδώ , όπως καταλαβαίνετε πρόκειται για μια ολόκληρη κατηγορία που έχουν κάνει μπαϊπάς και που χωρίζεται σε υποκατηγορίες .

Οι «Με μονό μπαϊπάς» . Βαδίζουν πάντα μόνοι με ανήσυχο βλέμμα και βιαστικά σαν να θυμήθηκανε ότι έχουν ξεχάσει αναμμένο το μάτι της κουζίνας.

Οι «Με διπλό μπαϊπάς» Βαδίζουν πάντα μόνοι με τρομαγμένο βλέμμα , γρήγορα,  με ανοιχτό δρασκέλισμα και κουνώντας μπρός πίσω τα χέρια σαν σε παρέλαση στην κόκκινη πλατεία την εποχή του Χρουτσώφ.

 

Οι «Με τριπλό μπαϊπάς» . Αυτοί πηγαίνουν με γουρλωμένα μάτια καρφωμένα στο κενό , σαν να κάνουν προπόνηση στα πέντε χιλιόμετρα βάδην.

Εδώ, στον περίπατο της Γαρίτσας, γνώρισα πριν από πολλά χρόνια τον «Ψεκασμένο» . Τότε δεν τον είχαν ακόμα ψεκάσει και αυτό που τον απασχολούσε ήταν να του φτιάξω μια ξεχυτή στο σπίτι.

Έτσι βρέθηκα σε μια κατοικιά μέσα σε έναν καλαμιώνα κοντά στη λίμνη Χαλικιόπουλου.

Το σπίτι ήταν ένα σύνολο ξεχυτών γύρω από ένα κεντρικό δωμάτιο.

Υπέθεσα ότι πρώτα υπήρχε το κεντρικό δωμάτιο. Αργότερα έγινε η κουζίνα στην μία πλευρά. Μετά ο καμπινές και ο βόθρος  και ακολούθησαν τα δύο υπνοδωμάτια .

 

Το εντυπωσιακό, όμως, ήταν το εσωτερικό της κατοικιάς.

Όλο το σπίτι ήταν γεμάτο εικονίσματα, καντήλια, φυλακτά, κεριά, μανουάλια και ότι θρησκευτικό αξεσουάρ κυκλοφορούσε στην πιάτσα.

Νόμιζες ότι ήσουνα στον Αι Βασίλη .

«Οι Δικοί μου είναι πολύ θρήσκοι» μου δικαιολογήθηκε.

«Όλα τα καταλαβαίνω αλλά… πως κάνουν έρωτα τα βράδια. Δεν φοβούνται μην τους καρφώσει με το κοντάρι ο Αι Δημήτρης από πάνω;» ερώτησα αφελώς.

Ο Ψεκασμένος τότε ήταν απλώς ένας νεαρός  σερβιτόρος με πολιτικές ανησυχίες. Γράφτηκε μάλιστα και στην ΚΝΕ σε μια απέλπιδα προσπάθεια να απογαλακτισθεί από το θεοσεβούμενο περιβάλλον του χωρίς να εγκαταλείψει και την βαθύτερη ανάγκη του για έναν παράδεισο την απόλυτης και αιώνιας ευδαιμονίας.

Είχε κατασκευάσει και μια θεωρία σύμφωνα με την οποία «τα κοινόβια των πρώτων χριστιανών ήταν ο κομμουνισμός της ύστερης αρχαιότητας».

Η Θεωρία , βεβαίως , παρέλειπε επιμελώς την Υπατία την Αλεξανδρινή, την βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, την ιερά εξέταση, τις σταυροφορίες κλπ.

Παρόλα αυτά ο Ψεκασμένος παρέμενε ένας συμπαθής μοναχικός περιπατητής της Γαρίτσας με κατανοητή και προβλέψιμη συμπεριφορά στα όρια του φυσιολογικού.

Πλήρωνε την συνδρομή του στο «κόμμα» και που και πού άναβε και το κερί του στον Άγιαντώνη.

Εκεί που άρχισανε να μπερδεύονται τα πράματα είναι όταν μου είπε ξαφνικά:

«Μας ψεκάζουνε»

Ταράχτηκα. Πρώτη φορά άκουγα κάτι τέτοιο.

«Ποιος μας ψεκάζει;» ρώτησα.

Δεν μου απάντησε.

Τα ερωτήματα «ποιος μας ψεκάζει και γιατί» δεν είχαν καμία σημασία. Αρκούσε η αόριστη διαπίστωση ότι «κάποιοι» σκορπίζουν στον αέρα «κάποιο αέριο» με «άγνωστες επιπτώσεις» από τα αεροπλάνα της γραμμής.

Ματαίως προσπάθησα να του εξηγήσω ότι «αυτοί οι άσπροι καπνοί των αεροπλάνων είναι ατμοποιημένος αέρας  που τον χειμώνα τον βγάζουν και οι εξατμίσεις των αυτοκινήτων».

Τίποτα.

Εγκατέλειψα την προσπάθεια.

Πριν περάσει λίγος καιρός γράφτηκε «στου Σώρα».

Τώρα εγκαταλείπει τον χριστιανικό κομμουνισμό και  το «κόμμα»  και ξεκινάει να με πείσει ότι «υπάρχουν τρία τρίς» για να ξεπεράσουμε την οικονομική κρίση και να μας μείνουν και για πενήντα γενεές λεφτά.

Η Θεωρία του τώρα είχε τρία σκέλη.

Στο πρώτο «ο Θεός Απόλλωνας» είχε δώσει σε κάποιο πρόγονο του Σώρα τα σχέδια για ένα διαστημόπλοιο που κινείται χωρίς ενέργεια. Τα σχέδια αυτά ο Σώρας τα έδωσε του Ομπάμα έναντι τρία τρίς αλλά ο Ομπάμας δεν τον έχει πλερώσει ακόμα.

Στο δεύτερο.  Ο Σώρας έχει μια επιταγή από την Τράπεζα της Ανατολής στην Σμύρνη του 1922  η οποία αν εξαργυρωθεί από το Ελληνικό κράτος θα πάρουμε τρία τρίς.

Στο τρίτο σκέλος . Η Ανθρωπότητα οφείλει στην Ελλάδα τον πολιτισμό της οπότε ο Σώρας έκανε έναν χοντρικό υπολογισμό και μας χρωστάει (η ανθρωπότητα) τρία τρίς.

Με λίγα λόγια ήθελε να πάω στον Ομπάμα με την επιταγή στο χέρι και να του ζητήσω να μου δώσει τρείς φορές το ετήσιο ακαθάριστο προϊόν των ΗΠΑ.

Απελπίστηκα.

Μακάρι να τελείωναν εδώ τα πράματα αλλά μόλις κλείσανε το Σώρα στην φυλακή ως απατεώνα  ο ψεκασμένος έψαξε αλλού στέγη.

Πάνω από την Γαρίτσα πέρασε ένα διαστημόπλοιο διαμέτρου δύο χιλιομέτρων (όσο ο διάδρομος του αεροδρομίου) και το είδε μόνον αυτός.

Αλοίμονό σου αν του έλεγες ότι δεν έχεις δεί εξωγήινους . Σεσφαζε.

Τελευταία ηγείται του κινήματος κατά της μάσκας.

«Θέλουν να μας υποτάξουν» μου λέει.

«Εμάς τους ανυπότακτους;» ερωτώ «τσ τσ» .

Έτσι που λες αγαπητέ αναγνώστη του μέλλοντος (και του παρόντος)

Τελευταία οι συσχετισμοί στους περιπατητές της Γαρίτσας αλλάζουν.

Μειώνεται ο πληθυσμός των ερωτευμένων και των ρεμβαζόντων και αυξάνονται τα μπαϊπάς και οι ψεκασμένοι.

Αν χειροτερέψουν και άλλο τα πράματα εξετάζω κάποιες διεξόδους.

Η θα κλειστώ στο Ασκηταριό τσι Νυμφές.

Η θα βγω με το καριοφίλι στο χέρι  από το Μεσολόγγι και θα αντιμετωπίσω τον Κιουταχή.

Η θα βάλω δυο σώβρακα δύο φανέλες και δυο ζευγάρια κάλτσες  στην βαλίτσα μου και θα παραδοθώ στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. 

 


 

 

 

 

 

 

 


Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

Οι Τζίες της Αγίας Αικατερίνης

 


 

 

 

Παραγγέλνω το τσιπουράκι μου  στο παραλιακό ταβερνάκι  της Αγίας Αικατερίνης .

Κυριακή μεσημέρι .

Τέλη Οκτώβρη.

Λιακάδα με ολίγη από φθινοπωρινή δροσιά .

Απέναντι ο Παντοκράτορας προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία του.

Όλα φαίνεται να είναι υπό έλεγχο ώσπου ξαφνικά ξεπροβάλει από την καμπίνα της μικρής παραλίας η Τζία Μαρίνα.

Φοράει το γνωστό μαύρο τιραντέ ολόσωμο μαγιό .

Καπέλο  καλοκαιρινό  και γυαλιά ηλίου σε μέγεθος πιατέλας.

Μούρχεται στο μυαλό ο Οβελίξ με καπέλο αλά Ρένα Βλαχοπούλου στο «μια τρελή - τρελή σαραντάρα» .

Το ίδιο το μαγιό σε κάνει να αναρωτιέσαι: «Που στο διάολο το αγόρασε;» «Ποιος πουλάει τέτοια μαγιό και δεν τον έχουμε δει;»

Μου φέρνει στο νου διάφορα επιστημονικά άρθρα που έχω διαβάσει για την διαστολή του σύμπαντος.

Οι γαλαξίες , σου λέει, δεν κινούνται απομακρινόμενοι.  Απλώς διαστέλλεται ο χώρος.

Η Τζία Μαρίνα κοιτάει γύρω  αδιάφορα δήθεν και προχωράει αργά και προσεκτικά προς την θάλασσα.

Κοντοστέκεται και βγάζει κάποιο χαλικάκι από τα κινέζικα λαστιχένια παπούτσια θαλάσσης.

Βυθίζεται αργά  και μου θυμίζει τον «Κόκκινο Οχτώβρη» , την χολιγουντιανή ταινία με το ρώσικο υποβρύχιο  όπου ο μπολσεβίκος Σόν Κόνερυ δεν αντέχει άλλο την κομμουνιστική καταπίεση και πάει να παραδοθεί στους αμερικάνους προκειμένου να ζήσει ευτυχισμένος σε ένα ράντζο στην μαγευτική Νέα Ορλεάνη.

Σε λίγο έξω από το νερό έχει απομείνει το καπέλο και τα γυαλιά της Τζίας Μαρίνας  σαν περισκόπιο.

Οι παλιοί λένε ότι όταν ήτανε μαθήτρια  «πέρναγε από την πιάτσα και τρίζανε οι μαλτεζόπλακες».

Ξαφνικά σηκώνει το χέρι και κάνει νόημα «εδώ είμαι».

Ουδέποτε η Τζία πάει μόνη της στην θάλασσα .

Αν την δεις μόνη, είναι στο δρόμο και οι υπόλοιπες.

Φοράνε  σχεδόν το ίδιο μαγιό, το ίδιο σχεδόν καπέλο, τα ίδια σχεδόν γυαλιά και τα ίδια κινέζικα λαστιχένια παπούτσια θαλάσσης.

Το αξιοπερίεργο είναι ότι έχουν σχεδόν και τον ίδιο σωματότυπο.

Οι Τζίες  κάνουν το μπάνιο τους σχεδόν όλο το χρόνο στα Κουρτελάτσα , στον  Ανεμόμυλο, στο Καρδάκι, στη Δασιά η στην Αγία Αικατερίνη.

Δεν θα τις δεις στο Λιστόν. 

Η θα τις δεις  στην θάλασσα , η στον Αι Γιανόπουλο σε καμιά κηδεία , η στο νοσοκομείο.

Δεν ξέρει απλώς «τι γίνεται στην γειτονιά περίπου»

Δεν φωτογραφίζει.

Δεν  ακτινογραφεί.

Κάνει αξονικές τομογραφίες.

Όποιος αρρωστήσει από την γειτονιά  ακατόπι στο νοσοκομείο  και η Τζία .

Αναλαμβάνει αμέσως θαλαμάρχης.

Αλλάζει ορούς , στρώνει κρεβάτια , βάζει θερμόμετρα, μετράει πιέσεις.

Γυρνάει στο Μαντούκι και ρίχνει και ένα ταψί  παστίτσιο στο φούρνο με την ίδια ευκολία που εσύ δένεις τα κορδόνια σου.

 

Απλώνει τέσσερις λεκάνες μπουγάδα και προλαβαίνει  και τη μαντάμ Κούλα στις Άγριες Μέλισσες.

 

Οι Τζίες είναι ράτσα. Είναι φυλή. Έχουν  δικούς τους άγραφους νόμους και συνήθειες.

Κάτι σαν τους Τουαρέγκ  της ερήμου.

Παλιά είχα βγάλει μια θεωρία όπου στο μέλλον θα εμφανισθούν κάτι Τζίες  ξερακιανές χίπισσες με στρογγυλά γυαλιά και λουλουδάτα μακριά φορέματα σαν την Τζάνις Τσόπλιν ρυτιδιασμένη.

Έπεσα έξω.

Αργότερα έβγαλα άλλη θεωρία όπου οι Τζίες του μέλλοντος μας θα είναι γεμάτες τατού  στο σβέρκο στην κοιλιά στα μπούτια και στους αστραγάλους.

Ξανάπεσα έξω.

 

Οι Τζίες παραμένουν αναλλοίωτες λες και  έχουν ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς  τους με τον χρόνο .

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

Ο Μπαντίδος

 


Στην πρώτη δημοτικού είχα ένα συμμαθητή που τον ελέγανε «Μπαντίδο».

Όλα τα παιδιά πηγαίναμε στο σχολείο από τον δρόμο.

Ο Μπαντίδος ερχόταν από τα κεραμίδια.

Ξύπναγε το πρωί ανέβαινε από το παράθυρο στα κεραμίδια του σπιτιού του και από εκεί πήδαγε από σκεπή σε σκεπή.

Αφού τσάκιζε όσα από τα πολύτιμα κεραμίδια εκείνης της εποχής μπορούσε έφτανε στο σχολείο.

Ο θρύλος του χωριού έλεγε ότι ο Μπαντίδος είχε αλλάξει δυο τρείς φορές επιδερμίδα.

Όλο του το σώμα ήταν γεμάτο πληγές. Το δε κεφάλι του ήταν  μονίμως δεμένο με ένα βρώμικο και ματωμένο παλιόπανο.

Ο Μπαντίδος έτρωγε ξύλο με η χωρίς λόγο ασταμάτητα.

Τονεδερνε ο πατέρας του το πρωί  , τονεδερνε  η μάνα του , τονεδερνε ο θειός του, τονέδερνε η γειτονιά, τονδέρνανε τα άλλα παιδιά . Πάνω από όλους τονέδερνε ο δάσκαλος.

Η ζωή του Μπαντίδου ήταν ένας ατελείωτος ξυλοδαρμός.

Ήταν μια εποχή τότε  που οι πάντες δέρνανε τους πάντες. Ο Πατέρας έδερνε την μάνα και τα παιδιά, ο δάσκαλος τους μαθητές, ο μάστορας τον μαθητευόμενο, ο λοχαγός τον φαντάρο και ο αστυνόμος όποιον έβρισκε μπροστά του.

Εγώ ήμουν τυχερός. Οι δικοί μου δεν μου είχαν δώσει ποτέ ούτε ένα χαστούκι. Το ξύλο , όμως , στην πρώτη δημοτικού δεν κατάφερα να το αποφύγω παρόλο που έκανα τα πάντα για να περνάω απαρατήρητος μέσα στην κόλαση του μικρού μας και γραφικού χωριού.

Μια μέρα με ρώτησε ο δάσκαλος πόσο κάνουν δυό και δύο.

Κοίταξα παράλυτος από τον φόβο το ταβάνι και  ξαφνικά είπα δείχνοντας ψηλά με το δάχτυλο :

«Κύριε… κύριε ….μια μέλισσα!»

Η τάξη έβαλε τα γέλια και ο δάσκαλος το πήρε σαν προσβολή.

Με έδερνε ασταμάτητα για ώρα στα χέρια με ένα ξύλινο χάρακα μέχρι που μουδιάσανε από τους πόνους.

Αποφάσισα να καταστρέψω το σχολείο.

Πήγα το βράδυ , μάζεψα πέτρες και βάλθηκα να σπάω τα μικρά τζάμια από τις τζαμαρίες του σχολείου.

Στην αρχή ήταν εύκολο. Κάθε πέτρα και ένα τζάμι.

Όσο όμως λιγοστεύανε  τα τζαμάκια τόσο δυσκόλευανε τα πράματα.

Μου εμείνανε μερικά που δεν κατάφερα να σπάω. Δεν μπορούσα να ησυχάσω όλη νύχτα.

Από τότε άρχισε να με απασχολούν η θεωρία των πιθανοτήτων , οι τυχαίες μεταβλητές , οι συναρτήσεις κατατομής και  οι μαθηματικές αφαιρέσεις των μη ντετερμινιστικών συμβάντων.

Ξανάφαγα άγριο ξύλο στην Δευτέρα . Είχα πεί στην Μαίρη «σαγαπώ».

Εκείνη θεώρησε απαραίτητο να το πει στον δάσκαλο.

Μέδερνε ασταμάτητα μέχρι που κόντευα να λιποθυμήσω.

Ο Μπαντίδος,  εν τω μεταξύ, δεν είχε τέτοιες ανησυχίες. Τόχε πάρει απόφαση ότι το βασικό χαρακτηριστικό του κόσμου ήταν αυτός ο αέναος ξυλοδαρμός όλων εναντίον όλων.

Η ελάχιστη παραμονή του  στο σπίτι του και η έξοδος του από αυτό μπορούσε να συγκριθεί με την πολιορκία και την έξοδο του Μεσολογγίου.

Τις ελάχιστες ώρες της ηρεμίας και της ανάπαυσης του σταύρωνε καρλάκους.

Έπιανε βατραχάκια από το ποτάμι , έφτιαχνε μικρούς σταυρούς και τα κάρφωνε ζωντανά με μικρά καρφάκια που είχε κλέψει από τον τσαγκάρη.

 Στη Δευτέρα δημοτικού ο Μπαντίδος δεν ήρθε. Η οικογένεια του έφυγαν μετανάστες   σε μια μεγάλη χώρα.

Έγινε σημαντικός παράγοντας της κοινωνικής ζωής εκεί  με μεγάλη αναγνώριση.

Ο  Γιαννάκης ήταν ένας μαθητής-φάντασμα . Ουδείς γνώριζε αν ήρθε σήμερα στο σχολειό.

Δεν φώναζε , δεν έκλαιγε, δεν μιλούσε , δεν απασχολούσε ποτέ κανέναν.

Τελείωσε το σχολείο και κανείς δεν το κατάλαβε.

Σε ηλικία εικοσιοχτώ χρονών ξεκίνησε να κάνει οικογένεια.

Ο αρραβώνας ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή.

Δεν ήθελαν οι συμπεθέροι.

Ο Γιαννάκης έδεσε ένα σχοινί κάτω από τη σκάλα και κρεμάστηκε.

Τονε προλάβανε στο παραπέντε.

Έμεινε σε κώμα για καιρό.

Όταν σηκώθηκε είχανε φύγει τα σημάδια από το σχοινί αλλά είχανε μείνει τα άλλα, τα εσωτερικά.

Παίρνει ακόμα φάρμακα.

Τονε συναντάω τα πρωινά κάτω από τα βόλτα στην Πολυχρονίου Κωνσταντά.

Λέμε τα τυπικά.

«Τι κάνει ο έγγονας σου;»

Νοιώθω ένοχος.

Τον κοιτάω φευγαλέα.

«Καλά»

Βλέπω στα μάτια του να αιμορραγούν τα μέσα τραύματα.

Η Μαίρη πέθανε στα είκοσι δύο από υπερβολική χρήση ναρκωτικών και την κήδεψαν σε άσπρο φέρετρο  στον λόφο του Αγίου Γεωργίου στον Νέο Κόσμο.

Δεν πήγα στην κηδεία αλλά στενοχωρέθηκα πολύ.

Ο Μπαντίδος γύρισε στο χωριά σε ηλικία εξηντατριών χρόνων για «διακοπές» .

Τονέβλεπα από τον μπότζο τα μεσημέρια να γυρνάει στον έρημο δρόμο του χωριού και να κοιτάζει ψηλά τα κεραμίδια.

Τον συνάντησα έξω από το καφενείο.

Όλα τα τραύματα του είχαν επουλωθεί πλήρως.

Χαιρετηθήκαμε.

«Δεν άλλαξες καθόλου»

«Καλά κρατιέσαι»

«Να χαίρεσαι τα παιδιά και τα εγγόνια σου»

«Το χωριό δεν έχασε την γραφικότητα του»

και τα σχετικά που λέγονται σε τέτοιες περιστάσεις αμηχανίας.

Τον κοίταζα στα μάτια.

Δεν έβλεπα τίποτα.

Κρύβει επιμελώς  τα μέσα τραύματα.

Εκτός, ίσως , όταν αλλάζει ο καιρός και γυρνάει όστρια.

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Ο Τελευταίος Δήμαρχος




Το νησί τον χειμώνα έχει 47 κάτοικους.
Όσους και μια πολυκατοικία στην πόλη.
Η πολυκατοικία στην πόλη έχει διαχειριστή. Στο νησί τον λένε «Δήμαρχο».
Το νησί δεν έχει γιατρό , δεν έχει δάσκαλο, δεν έχει μαθητές, δεν έχει σούπερ μάρκετ , δεν έχει «σήμα»,  δεν έχει Χόντος Σέντερ.
Έχει όμως υφαλοκρηπίδα , αιγιαλίτιδα ζώνη , χωρικά ύδατα και ΑΟΖ.
Το νησί έχει επίσης ένα καφενείο που πουλάει τα πάντα και μια εκκλησία χωρίς πιστούς και παππά.
Για την ακρίβεια, κάθε δεύτερη Κυριακή έρχεται ένας παππάς από απέναντι και λουτρουγάει μπροστά σε έναν Αλβανό που παλεύει ο άχαρος να «ενσωματωθεί» και που οι κακές γλώσσες λένε ότι «είναι μουσουλμάνος από το Κουμάνοβο».
Οι υπόλοιποι χριστιανοί η λένε ότι πάνε στην εκκλησία λάθος Κυριακή η λένε ότι δεν μπορούν να περπατήσουν λόγω σπονδυλαρθρίτιδας από την υγρασία .
Το τηλεοπτικό σήμα ακροβατεί μεταξύ Ελλάδας, Αλβανίας,  Ιταλίας .
Ξεκινάς να δεις  το «Χαμηλό βαρομετρικό» με Ελληνικούς υπότιτλους  και τον Συλβεστερ Σταλόνε με το κρεμασμένο αχείλι του στην άκρη της αβύσσου  και  ξαφνικά βλέπεις μια Αλβανίδα να διαφημίζει τοστιέρες . Συνεχίζεις το βράδυ σου βλέποντας στο Puglia TV μεταγλωττισμένο  Κουροσάβα και έναν γιαπωνέζο να λέει στα Ιταλικά : “ma che cosa e questo”.
Το νησί έχει και ένα δρόμο που ξεκινάει από το λιμάνι και διασχίζοντας το  καταλήγει μετά από τέσσερα χιλιόμετρα μπροστά σε ένα γκρεμό στην άλλη πλευρά.
Ο περιπατητής έχει μόνο μια επιλογή.
Η ερώτηση «Που πάς;» είναι άνευ νοήματος.
Όταν βάλει όστρια του γαρμπή η μεταφορά του ασθενούς στο νομαρχιακό νοσοκομείο   μπορεί να γίνει μόνο με κρουαζιερόπλοιο.
Το καφενείο λειτουργεί και ως αίθουσα συνεδριάσεων  , εκδηλώσεων και αμφιθέατρο  για συζητήσεις βαρύνουσας σημασίας που αφορούν το μέλλον του τόπου.
Εδώ ο καθένας έχει μια γνώμη και μια κωλοτρυπίδα , καθώς έλεγε και Κλίντ  Ήσγουντ   πριν γίνει κουλτουριάρης.
Ακριβώς όπως στις πολυκατοικίες των πόλεων που ουδείς θέλει να γίνει διαχειριστής , έτσι και εδώ , ουδείς θέλει να γίνει Δήμαρχος.
Πόσο μάλλον που η κυβέρνηση έκοψε δια νόμου τα τρακόσια πενήντα ευρώ οδοιπορικά  του Δημάρχου κάτω των τριακοσίων κατοίκων.
Όλα λειτουργούσαν κάπως έτσι ώσπου ενεφανίσθη στο νησί ο «Αμερικάνος».
Τον  λένε «ο Αμερικάνος» διότι δούλευε χρόνια στην Αμερική  και εξελίχθηκε στον διασημότερο ψήστη σουβλακιών  του σύμπαντος κόσμου.
Πήρε σύνταξη, άφησε και το σουβλατζίδικο στα παιδιά , πήρε και τις αποσκευές του και γύρισε να βρει τις ρίζες του.
Επί ένα χρόνο πήγαινε πάνω κάτω τον δρόμο .
Έφτανε μέχρι τον γκρεμό . Στεκόταν για λίγο σαν να το σκεφτόταν και μετά ,σαν να μετάνιωνε, γύρναγε πίσω στο λιμάνι.
Τα πράματα αρχινίσανε να σφίγγουνε για τον Αμερικάνο ώσπου ήρθαν οι εκλογές  και ζωήρεψε η κατάσταση.
Έβαλε υποψηφιότητα και εκλέχτηκε παμψηφεί.
Έτρεμε το φυλλοκάρδι  των πλατειών λαϊκών μαζών μην το μετανιώσει την τελευταία στιγμή και “που να βρούνε δήμαρχο”.
Έφτιαξε και «πρόγραμμα».
Θα καθαριστούνε  οι σούδες  με χορτοκοφτικά.
Θα έστρωνε και τον δρόμο και θα έβαζε κολόνες δημοτικού φωτισμού  μέχρι τον γκρεμό.
Από τον γκρεμό και κάτω θα έκανε πλακόστρωση μέχρι την θάλασσα.
Παιδική χαρά για το καλοκαίρι που θάρθουνε τα παιδιά.
Σχάρες υπονόμων.
Παγκάκια στην παραλία.
Τα πάντα όλα.
Ο κύριος Περιφερειάρχης ήταν του κόμματος.
Πάνω εκεί  ήρθαν τα μνημόνια.
Ματαίως πηγαινοερχότανε ο Αμερικάνος στη χώρα.
Ενημέρωσε για την κατάσταση το λαό στο καφενείο  και κάλεσε σε πανστρατιά για να γίνουν «τα στοιχειώδη τουλάχιστον να μην μας πνίξουνε οι βατσουνιές».
Κάθε που κήρυττε  επιστράτευση πήγαινε αυτός και ο Αρβανός από το Κουμάνοβο.
Ο ένας «νόμιζε ότι ήταν την άλλη Κυριακή» και ο άλλος είχε «σπονδυλαρθρίτιδα».
Καθάρισε όλο το νησί μόνος του με το Αρβανό.
Έβαλε και δύο παγκάκια στο λιμάνι.
Οι αριστεροί τον κατηγορήσανε για «ρεφορμιστή».
Οι δεξιοί τόνε βλέπανε και αλλάζανε δρόμο.
Ορκίστηκε να μην ξαναβάλει υποψηφιότητα.
Διαδώσανε  ότι «κουράστηκε και  δεν θέλει να κατεβάσει συνδυασμό»
Βάλανε λυτούς και δεμένους να τονε μεταπείσουν.
Ήρθε και στέλεχος του κόμματος.
Ήταν ανυποχώρητος.
«Δεν μου αρέσουν οι ψηφοφόροι μου αλλά ούτε και εγώ τους κάνω»