Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Σχεδόν καλοκαίρι



Τα καλύτερα μπάνια τα κάνω πάντα πριν έρθουν,  η αφού φύγουν (οι άλλοι).

Σήμερα είχε τριάντα βαθμούς το καταμεσήμερο.

Η Λισάβετ προέβλεψε Αρμαγεδδώνα.

Την αγνόησα και είπα να κάνω το τελευταίο μπάνιο μου στον Αλμυρό πριν το οριστικό τέλος του κόσμου.

Η απέραντη παραλία ήταν άδεια.

Έβαλα το ποδάρι μου στο νερό.

Σχεδόν κρύο.

Απέναντι τα βουνά της Αλβανίας .

Τα  χιόνια έχουν σχεδόν λιώσει.

Κυριακή σήμερα και το Λούκοβο απέναντι δεν θα έχει ξυπνήσει ακόμα.
Η πλατεία του χωριού θα είναι άδεια.

Αργότερα θα γεμίσει με άντρες για το πρωινό κυριακάτικο καφέ.

Τις γυναίκες του Λούκοβο φαίνεται ότι τις πειράζει ο καφές και κάθονται σπίτι να μαγειρέψουν.

Οι κάτοικοι του Λούκοβο πιστεύουν ότι είναι σχεδόν Ηπειρώτες.

Άλλοι τους θεωρούν σχεδόν Αλβανούς.

Ζουν στην πλαγιά του βουνού και είναι σχεδόν βουνίσιοι.

Η σχεδόν θαλασσινοί.

Πέρασαν και έναν «σχεδόν Κομμουνισμό» και δείχνω κατανόηση.

Είναι σχεδόν μεσημέρι.

Βλέπω τον Τάσο να  έρχεται σέρνοντας  βαριεστημένα τις σαγιονάρες του στην άμμο με μια πετσέτα στο πλάτη.

Μου κουνάει σοβαρός το κεφάλι από μακριά .

Κάτι σαν σχεδόν «καλημέρα».

Δούλευε από μικρός «αρτοποιός σε βιοτεχνία που έφτιαχνε ψωμί και φύλλο και άλλα πολλά».

Καλό παιδί , καλός μάστορας και το καλύτερο σέντερ μπακ στην τοπική ομάδα του χωριού.

Παρέμεινε ένας εξαιρετικός φαρσέρ , φιλόσοφος, , φτωχός και αγαπητός σε όλους.

Θα μπορούσε να είχε ανοίξει δική του βιοτεχνία και να τα έχει κονομήσει αλλά «δεν ήτανε του χαραχτήρα του».

Σε λίγο  εμφανίστηκε και ο Κώστας φορτωμένος συμπράγκαλα παραλίας λες και θα έμενε για πάντα εκεί.

Μόλις είδε τον Τάσο λοξοδρόμησε και πήγε από την άλλη μεριά .

Με βάλανε στη μέση.

Δεν γουστάρει ο ένας τον άλλον.

Παλιά ήτανε μαζί «στο κόμμα».

Ο Κώστας ήτανε πάντα άνθρωπος «της προόδου».

Είχε τελειώσει την «Εμπορική» και πίστευε ακράδαντα ότι «ο καπιταλισμός προσφέρει άπειρες ευκαιρίες για να τον ανατρέψουμε από τα μέσα».

Έτσι βάλθηκε να  ανατρέψει τον καπιταλισμό μέσω προγραμμάτων ΕΣΠΑ.

Έκανε και γραφείο  «οικονομικών υποθέσεων και συμβουλών» και απέκτησε μεγάλη πελατεία που τον θαύμαζε και τον παρότρυνε να συνεχίσει το ανατρεπτικό του έργο.

Κάποτε τόνε ψηφίσανε και ως «ανεξάρτητο δημοτικό σύμβουλο»  και έφτασε μέχρι «αντιδήμαρχος οικονομικών υποθέσεων».

Το Τάσο τον απέφευγε γιατί τον ειρωνευόταν και τον χλεύαζε δημοσίως.

Ποτέ δεν συγκάνανε αυτοί οι δύο.

Παρόλα αυτά   όπου έβλεπες το έναν, κάπου εκεί κοντά θα ήταν και ο άλλος.

Λες και κάτι τους τραβάει.

Έτσι , που λέτε βρέθηκα να λιάζομαι  ανάμεσα σε ένα  «σχεδόν καλοκαίρι» που δεν το έχει πάρει ακόμα απόφαση  και σε έναν «σχεδόν χειμώνα»  που παριστάνει καμαρωτός το καλοκαίρι.


Κυριακή 8 Απριλίου 2018

Δάκης



Συμπαραστέκομαι ολοψύχως  στην δοκιμασία του Δάκη.

Αυτές τις μέρες ο αγαπημένος μου τραγουδιστής βρέθηκε στο νοσοκομείο σε ηλικία 75   ετών για μια κρίσιμη εγχείρηση στο παχύ έντερο.

Του εύχομαι καλή ανάρρωση πάνω από όλα διότι εξαιτίας του είμαι κάτοχος συγκλονιστικών εμπειριών στο Α/Τ Άνω Δάφνης που καθόρισαν την μετέπειτα ζωή μου.

Έγραψα κάτι πριν από καιρό εις ανάμνηση των μαρτυρίων που υπέστην στα κολαστήρια του Α/Τ Άνω Δάφνης τότε.
Έφαγα τον κόσμο  αλλά δεν το βρίσκω πουθενά.
      
Ας πάρουμε τα πράματα όμως από την αρχή.

Γύρω στο πολυτεχνείο (δεν θυμάμαι ακριβώς διότι έχουν περάσει πολλά χρόνια) στην γειτονιά μας τοιχοκολλήθηκαν αφίσες για μια και μοναδική συναυλία του Δάκη σε ένα σινεμά στην Λεωφόρο Βουλιαγμένης.

Ο Δάκης τότε ήταν κάτι σαν τον Ρουβά της σημερινής εποχής.

Να μην επεκταθώ.

Εκείνη την εποχή ιδρύσαμε με άλλον ένα το θρυλικό συγκρότημα Flying Ships που κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να αναστατώσει την γειτονιά μας και να γίνει δέκτης προπηλακισμών ,  απειλών και ύβρεων από δεκάδες βιοπαλαιστές που δεν μπορούσαν να κλείσουν μάτι.

Οι Flying Ships ήμασταν, ας πούμε,  κάτι σαν οι Uraiah Heep  του Δουργουτίου.

Μόλις μάθαμε για την επικείμενη συναυλία του Δάκη ταραχή έπεσε στο Δουργούτι και το σανίδωμα υποχώρησε από την πίεση την μεγάλη του ήλιου (καθώς λεν και οι ποιητές).

Πως μπορούσε στην ίδια γειτονιά να συμβιώσουν οι Δάκηδες με τους Flying Ships ;

Έγιναν οι απαιτούμενες διαβουλεύσεις με συγκροτήματα των γύρω περιοχών και απεφασίσθη να συγκροτηθεί απελευθερωτικό μέτωπο,  να πάμε στην συναυλία του Δάκη και να τονε …γιαουρτώσουμε.

Αγοραστήκανε τα εισιτήρια, τα γιαούρτια και τα αυγά και συντονιστήκαμε πάνω στο τραγούδι «Εκείνο το πρωί στην Κηφισιά».

Θα σκορπίζαμε στην αίθουσα και στο δεύτερο ρεφραίν «..σαν πάς με κάποιον άλλον να θυμάσαι, εκείνο το πρωί στην Κηφισιά» στο «Κηφισιά» θα έπεφταν τα αυγά και τα γιαούρτια.

Οι φανατικές ακροάτριες του θα αιφνιδιάζονταν βλέποντας να πέφτουν γιαούρτια από όλες της μεριές του σινεμά και θα παρέλυαν μην μπορώντας να καταλάβουν τι συνέβη.

Κατά την διαφυγή μας δεν έπρεπε να έχουμε πάνω μας τίποτα  που να μας προδίδει . Ακόμα και το περιτύλιγμα έπρεπε να το πετάξουμε.

Όλα πήγαιναν καλά ώσπου κατά την Τετάρτη βγαίνουν φυλλάδια που μας ειδοποιούν  ότι ματαιώνεται η συναυλία του Δάκη και στην θέση του θα τραγουδήσει ένα νεοανερχόμενο αστέρι της λαϊκής πόπ ονόματι «Φίλιππος Νικολάου».

Αυτόν δεν τον ξέραμε αλλά για να μην πάνε χαμένα τα γιαούρτια αποφασίσαμε να μην γίνει καμιά αλλαγή στο πρόγραμμα.

Μάλιστα μάθαμε το σουξέ του συντονιστήκαμε πάνω σε αυτό.

Το τραγούδι έλεγε : « Ποιος ήλιος εξεπροβαλέ, μεγιεμελέ μεγιεμελέ , ποιος ξέρει για πού τόβαλε, Μεγιεμελέ μεγιεμελέ….»

Δεν ξέραμε ούτε και μάθαμε ποτέ τι ήταν αυτό το «Μεγιεμελέ» αλλά τα γιαούρτια θα πέφτανε στο τρίτο «Μεγιεμελέ» του ρεφραίν .

Υποτιμήσαμε  όμως τις ικανότητες των αρχών ασφαλείας και του δικτύου πληροφοριοδοτών (χαφιέδων).

Μας  περιμένανε με πολιτικά στην πόρτα.

Συνελήφθησαν όσοι είχαν στα χέρια τους σακούλα με αυγά και γιαούρτια.

Στο Α/Τ Άνω Δάφνης περάσαμε μια εφιαλτική νύχτα με χαστούκια και κλωτσιές.

Τους είπαμε ότι τα γιαούρτια τα πήραμε για να τα φάμε και τα αυγά μας τα παρήγγειλε η μάνα μας αλλά δεν μας πίστεψαν.

Μας αποκαλούσαν «τεντιμπόηδες» και «κουμουνιστές».

Φάγαμε τόσες κλωτσιές που γυρνώντας σπίτι μας το πρωί αποφασίσαμε να αναθέσουμε  σε έναν  που ο πατέρας του ήτανε καθηγητής και ήξερε,  να μάθει και να μας πει τι είναι οι «κουμουνιστές».

Να μην πάει τζάμπα τόσο ξύλο.

Το Δάκη τον συνάντησα μετά τριάντα χρόνια ένα βράδυ σε ένα μπαράκι στο «Εμπορικό» .

Δεν τον γνώρισα μες στο σκοτάδι αλλά μιας και μου χαμογέλασε του χαμογέλασα και εγώ και χαιρετηθήκαμε δια χειραψίας.

Καλή ανάρρωση σύντροφε!
Μην το κουνήσεις από εδώ.
Σε χρειαζόμαστε ακόμα.

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Σιόρα Λισάβετ




Ο Καιρός ουδέποτε είναι καλός για την Σιόρα Λισάβετ.

Δεν εννοώ τις τελευταίες μέρες του Μάρτη που διανύουμε.

Εννοώ τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Η μέρα της ξεκινάει πάντα με σχόλια για τον καιρό του τύπου:
«Ψύχρα!»
«Μας θέρισε!»
«Καήκαμε!»
«Μας έπνιξε!»
«Πόντα Μαλίνια!»

Μια φορά έκανα το λάθος να της πω ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια σύμφωνα με τις στατιστικές της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας αυτήν την μέρα κάνει συνήθως το ίδιο καιρό.

Με κοίταξε λες και ήμουνα  μάρτυρας του Ιεχωβά που προσπαθεί να την προσηλυτίσει.

Τα σχόλια της σιόρα Λισάβετ που ακολουθούν αμέσως μετά αφορούν σε:
 Θανάτους γειτονισσών,
καρκίνους του πνεύμονα,
οικονομικές καταρρεύσεις,
σκληρύνσεις κατά πλάκας,
μειώσεις συντάξεων,
θανατηφόρων τροχαίων ατυχημάτων και
πυρηνικών πολέμων.

Η Σιόρα Λισάβετ δεν βλέπει τίποτα καλό σε αυτόν τον κόσμο.

Για σένα δεν λέει τίποτα κακό . Μάλιστα σου ρίχνει καθημερινά  και ριπές από ευμενή σχόλια και αυτοσχέδιες ευχές.

Είσαι ο δέκτης της και σε χρειάζεται.

Για όλους τους άλλους όμως δεν υπάρχει μια καλή κουβέντα.

Ξεκινάει από τους βουλευτές και τους δημάρχους.
Συνεχίζει  στα δημόσια πρόσωπα της πόλης μας.
Περνάει αμέσως στους γειτόνους  έναν έναν.
Αφήνει τελευταίο το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο.

Τα περιστέρια που τις κουτσουλάνε την μπουγάδα.
Οι Γάτοι «που κακοχρόνο νάχουνε».
Οι Σκύλοι «που γαυγίζουνε και έχουνε καταχέσει τσου δρόμους».

Τελευταία την ενοχλούν και τα πρώτα πετροχελίδονα «που  δεν θα μας αφήκουνε να κοιμηθούμε όλο το καλοκαίρι».

Παλιά είχα μια φιλενάδα που αντί να βλέπει την πανσέληνο έβλεπε τα καλώδια της ΔΕΗ που περνάγανε από μπροστά.

Και τα καλώδια να μην υπήρχαν κάτι άλλο θα έβρισκε  για να μην δει το φεγγάρι.

Άσχημη αρρώστια.

Θα μου πείτε: «Πάντοτε υπήρχε» .

Σύμφωνοι. Σήμερα όμως έχει γίνει επιδημία.

Σπάνια θα βρεις κάποιον που να τραγουδάει με την καρδιά του χωρίς να είναι μεθυσμένος.

Έχω την φοβερή υποψία ότι ακόμα και οι χορωδοί σφίγγονται για να τραγουδήσουν. Σαν από υποχρέωση η σαν μια  απέλπιδα προσπάθεια μην ξεχάσουν να τραγουδούν.

Προχτές κοίταγα αφηρημένος μια βιτρίνα και σιγοτραγουδούσα. Βγήκε η πωλήτρια και με κοίταξε τρομαγμένη.

Στις πολιτικές συζητήσεις της γειτονιάς γίνεται πλειοδοσία καταστροφής.
Αν τολμήσεις  να αμφιβάλεις στο ελάχιστο για την επικείμενη καταστροφή θα σε κοιτάξουν τουλάχιστον με καχυποψία.

Κινδυνεύεις να κατηγορηθείς ότι κάνεις πλάτες στον Δήμαρχο, στον βουλευτή , στον ηγούμενο, στον προηγούμενο, στο λαμόγιο, στον Αμερικάνο , στον Τούρκο, στον Νορβηγό.

Η παραμικρή σου απροσεξία μπορεί να σε κατατάξει στους σεξιστές , στους ρατσιστές, στους λικβινταριστές, στους αριστεριστές η στους συμβιβασμένους.

Είναι οι μέρες που νοιώθεις σαν να περπατάς μέσα σε ναρκοπέδιο.

Δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις.

Πρέπει να λες ότι σου πηγαίνουν όλα στραβά.
Να μην σου φτάνουν τα λεφτά.
Ο Λαός να πεινάει.
Να φοράς τα ίδια παπούτσια είκοσι χρόνια.
Να  σε έχουν κλέψει.
Να είσαι βλοσυρός.
Να σε έχουν προδώσει.

Προπάντων άμα δεις την σιόρα  Λισάβετ μην κάνεις το λάθος να πεις: «Μα τι ωραίος  καιρός σήμερα!»

-----

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Τα Τζαντζαμίνια της Ζακύνθου




Υπήρχε πριν από χρόνια ένα καραβάκι που έκανε την διαδρομή Κέρκυρα-Παξοί-Πάργα-Πρέβεζα-Λευκάδα-Κεφαλονιά-Πάτρα-Ζάκυνθος και ξανά πίσω.

Λόγω μεγέθους ταξίδευε κόστα-κόστα και μετέφερε επιβάτες και εμπορεύματα.

Γύρευε πόσο καιρό έκανε το κάθε ταξίδι.

Το λέγανε «Λουτσίντα».

Οι παλιοί Κερκυραίοι όταν θέλανε να σχολιάσουν κάποια που κουνιόταν έλεγαν: «Αυτή κουνιέται σαν την Λουτσίντα».

Πράγματι,  λένε ότι το καραβάκι σου έβγαζε τα άντερα ειδικά όταν πέρναγε από την Λευκίμμη στους Παξούς.

Λίγο πριν και λίγο μετά τον πόλεμο η Λουτσίντα ήταν το μόνο μέσο επικοινωνίας των Επτανησίων.

Μετά καταργήθηκε και αυτό με αποτέλεσμα οι Επτανήσιοι να μην συναντώνται σχεδόν καθόλου.

Μολονότι έχουμε τον ίδιο προαιώνιο πολιτισμό. Τρώμε τα ίδια φαγητά. Μιλάμε την ίδια γλώσσα. Τραγουδάμε τα ίδια τραγούδια και ζούμε λίγα μίλια ο ένας από τον άλλο δεν γνωριζόμαστε καν.

Όταν οι άλλοι ήταν 400 χρόνια υπό τον «Τούρκικο ζυγό» , εμείς οι Επτανήσιοι ήμασταν 400 χρόνια “sotto controllo Veneziano “ .
Φυσικό είναι να έχουμε άλλες επιρροές που ακόμα είναι ζωντανές .

Τον Μάιο , λένε, θα ζωντανέψει ξανά η «Λουτσίντα» .
Ένα νέο πλοίο θα συνεχίσει το έργο της.
Λέω να είμαι από τους πρώτους επιβάτες του.
Θα χουνε μπει και οι ζέστες και την ώρα που οι άλλοι θα ψήνονται εγώ θα είμαι ξάπλα στο κατάστρωμα με απλωμένα χέρια και πόδια σαν τον «Κεφάλα» στην Κανιζέλα.

Η Αύρα θα χαϊδεύει το ηλιοκαμένο και ταλαιπωρημένο κορμάκι  μου και η  αισθησιακή φωνή της τριτοετούς φοιτήτριας του τμήματος  Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου που κάνει εκπομπή στον τοπικό ραδιοφωνικό  σταθμό θα με σαγηνεύει.

Θεός!

Είχα την ατυχία να συναντήσω την εν λόγω φοιτήτρια μια μέρα που βρέθηκα στον ραδιοφωνικό σταθμό για δουλειά .

Λέω την «ατυχία» διότι ακούγοντας την στο ραδιόφωνο φανταζόμουν άλλα.
Τελικά  δεν ήταν παρά μια νευρικιά , δύστροπη, παχουλή και ατημέλητη κοπέλα με σπυριά  που την έσερνε ένας μαντρόσκυλος .

Κρατούσε πάντα στο χέρι της μια νάιλον σακούλα για να μαζεύει τα σκατά του μαντρόσκυλου.

Έσκυβε με χάρη. Τα τύλιγε προσεκτικά και τα  έριχνε στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ.

Καλύτερα ήταν τότε που γνώριζα μόνο την φωνούλα της να κάνει σχόλια για την κίνηση και τον καιρό ανάμεσα σε έντεχνα ανατολίτικα τραγουδάκια.

Τι να κάνουμε; Έτσι είναι ο κόσμος.

Μια φορά είχα γνωρίσει μια σεμνότυφη νοικοκυρά με αρχές που έγραφε μυθιστορήματα γεμάτα πάθος στα όρια του πορνό.

Ξαναγυρνάμε άρον-άρον στο κατάστρωμα του πλοίου της γραμμής.

Ενώ, λοιπόν, θα απολαμβάνω το ταξίδι προς Τζάντε το μυαλό μου που και πού θα φεύγει προς την Λουτσίντα.

Τη Γάτα μου την βρήκα νήπιο πατημένη από την κοιλιά και πίσω από κάποιο μηχανάκι μάλλον.

Μου πόνεσε έτσι που με κοίταγε παρακλητικά στα μάτια και την έβαλα στο αποθηκάκι με γάλα νερό και στρωσίδια.

Ο Γιατρός απεφάνθη ότι «εάν ενεργηθεί εντός δύο ημερών μάλλον την έχει σκαπουλάρει».

Μέσα σε δύο εβδομάδες  το γατί ανέβαινε από το παντελόνι μου στον ώμο και κοίταγε με περιέργεια τις δουλείες που έκανα στο εργαστήριο μου.

Μόλις ξεθάρρεψε ανέβαινε στο κεφάλι μου και έπαιρνε και το σουρούπι της.

Την έβγαλα Λουτσίντα  γιατί  όταν την βρήκα κούτσαινε σαν την Λουτσίντα της πλατείας.

Αργότερα βρήκε και γκόμενο.

Ο «Κεφάλας» είναι ένας βρωμερός γάτος της γειτονιάς που την γλυκοκοιτάζει.

Έχει χοντρό λαιμό , μεγάλο κεφάλι και κοιμάται ανάσκελα στην Κανιζέλα τα καλοκαίρια με απλωμένα τα χέρια και τα πόδια αδιαφορώντας προκλητικά για  την κατάσταση της οικονομίας .

Με αυτά τα ιντερέσα στο μυαλό μου, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου , θα κατηφορίζω το Ιόνιο.

Ώσπου θα με ξυπνήσουν οι ευωδιές από τα Τζαντζαμίνια της Ζακύνθου.

Δεν πιστεύω να ζητάω πολλά;
..