Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Ένας Μπον βιβέρ στο μαγειριό



 Τον Πωλ  τον γνώρισα στο μαγειριό.
Δεν υπήρχε άδειο τραπέζι και ήρθε στο δικό μου.

«Παρακαλώ κύριε μπορώ να καθίσω;»

Ψηλός λεπτός , καλοχτενισμένος  με  ωραία μαλλιά και αρκετά μακριά για την ηλικία του.

«Ωραίος άντρας…»  σκέφτηκα  «…στα νιάτα του θα είχε κάψει καρδιές».

Μου συστήθηκε. «Πωλ Πουλίδης … φωτογράφος»

«Και πού έχετε το φωτογραφείο παρακαλώ;»
Χαμογέλασε.
«Όχι τέτοιος φωτογράφος.. φωτορεπόρτερ καλύτερα»

Από κείνη την ημέρα στο μαγειριό γίναμε πολύ καλοί φίλοι .

Δεν ξέρω …. Δεν ταιριάζαμε πουθενά … ήμασταν άνθρωποι από  τελείως διαφορετικούς κόσμους  αλλά  κάτι απροσδιόριστο με έκανε να τον συμπαθήσω  από την πρώτη στιγμή.

Αν μας έβλεπε κανείς να καθόμαστε και να συζητάμε στο ίδιο τραπέζι θα απορούσε .

Αυτός φορούσε  ωραία ρούχα , ένα λεπτό φουλάρι στο λαιμό , μια λεπτή μακριά καπαρντίνα και καλογυαλισμένα σκαρπίνια .

Εγώ με τα λερωμένα ρούχα της δουλειάς  και με αρβύλες γεμάτες λάσπες.

Εξαιτίας του Πωλ έκοψα την συνήθεια να διαβάζω εφημερίδες στο φαγητό. Κάθε που τον συναντούσα μου έλεγε  ιστορίες από την πολυτάραχη ζωή του.
Ατελείωτες ιστορίες που τις άκουγα  σα μικρό παιδί.

Όταν έτρωγα μόνος μου, μου  έλειπαν από το τραπέζι οι ιστορίες του Πωλ.

Είχε γυρίσει όλο τον κόσμο φωτογραφίζοντας μεγάλους σταρ του σινεμά, σπουδαίους πολιτικούς , πρίγκιπες , βασίλισσες , μεγιστάνες και εμίρηδες.

Δεν έβγαζε  απλές φωτογραφίες . Ακτινογραφούσε την κάθε περίπτωση. Μάθαινε τα πάντα για τις παρανομίες , τα εγκλήματα, τις μεγάλες απάτες και τους μεγάλους  έρωτες  των σπουδαίων αυτού του κόσμου.

Κάποτε τον ρώτησα: «Γιατί δεν έγινες πολεμικός φωτορεπόρτερ που είχε  και περισσότερα λεφτά όπως λες»

«Δεν μπορούσα Σταμάτη. Γεννήθηκα μέσα στα χαλάσματα του πολέμου και μέσα στην πείνα… ήθελα να ξεχάσω… να  δω την αστραφτερή πλευρά του κόσμου… ποτέ δεν έγινα μέρος της …απλώς την παρατηρούσα και την φωτογράφιζα… άγριος κόσμος …αδίστακτος  αλλά  χωρίς ερείπια , χωρίς ανέχεια και χωρίς πτώματα στους δρόμους.»

Γύρναγε στους δρόμους και πούλαγε άλμπουμ με φωτογραφίες του.

Θυμάμαι μία στην ακρόπολη όταν είχε έρθει η Μαρία Κάλλας . Πέταγε την φωτογραφική μηχανή στον αέρα  και μόλις την ξανάπιανε πάταγε το κλείστρο και ότι έβγαινε.

Κοίταγαν εντυπωσιασμένοι οι Γιαπωνέζοι τουρίστες και χειροκροτούσαν.

Του είπα να τις ανεβάσουμε στο διαδίκτυο να γίνουν περισσότερο γνωστές. Δεν ήθελε .

«Δεν ξέρω από αυτά και δεν προλαβαίνω να μάθω… άσε που δεν θα ξέρω ποιος τις είδε . Ενώ έτσι μιλάω με τον κόσμο… είναι αλλιώς.»

Ο Πωλ στα γεράματα του ήταν μόνος .

Αλλάξανε και οι καιροί , δεν ήθελε και δεν ενδιαφερόταν να προσαρμοστεί.

Στενοχωριόταν περισσότερο γιατί ένοιωθε ξένο τον σημερινό  κόσμο .

Μια φορά μου είπε ότι αισθάνεται σαν  να έκανε ένα ταξίδι στο μέλλον , να παγιδεύτηκε εκεί και να μην μπορεί να γυρίσει πίσω.

«Σε ζηλεύω» μου έλεγε πολλές φορές.

«Τι ζηλεύεις ρε Πωλ;  Η ζωή μας είναι ένα σύνολο επιλογών που στοιχίζουν έτσι και αλλιώς στο καθένα μας»

Ήρθε ο σερβιτόρος  για τον λογαριασμό.

«Εσύ γιατί πλήρωσες λιγότερα;» μου είπε ο Πωλ χαριτολογώντας.

«Αυτός είναι ο τιμοκατάλογος ρε Πωλ . Εγώ παρήγγειλα  μακαρόνια και εσύ μούθελες Σοφρίτο».

Τελευταία τον έβλεπα συχνά στο σούπερ μάρκετ .

Συνήθως αγόραζε κονσέρβες και λίγα φρούτα.

Σπάνια  πήγαινε στο μαγειριό.

Φαινόταν καταβεβλημένος αλλά διατηρούσε την γοητεία , την ευγένεια και τη  αξιοπρέπεια του.

Πάντα προσεκτικά ντυμένος καθαρός και καλοχτενισμένος.

Προχτές μας άφησε ο Πωλ και δεν πρόλαβα να καταγράψω και τις ιστορίες του .

Δυό τρεις φωτογραφίες του μείνανε στο διαδίκτυο.  

«Πωλ Πουλίδης - εικόνες - αναζήτηση»