Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Con panna



Όλα ξεκίνησαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια .
Μόλις είχα κατεβεί από το τραίνο της γραμμής μετά από δύο ώρες ταξίδι.
Πήγα στο καφενείο απέναντι και παρήγγειλα έναν καπουτσίνο.
Con panna?”  με ρώτησε η σερβιτόρα.
Έμεινα κατάπληκτος να την κοιτάω με ανοιχτό το στόμα. . Σε μια στιγμή γύρισα πίσω δεκαετίες.
Θυμήθηκα την μάνα μου όταν ήμουν μικρός. Μου έβραζε το  φρέσκο γάλα και στην επιφάνεια σχηματιζόταν μια άσπρη πέτσα που την σιχαινόμουνα αφάνταστα και την έβγαζα.
«Φάε Σταμάτη μου την πάνα σου που έχει όλες τσι ουσίες» μούλεγε.
Νόμιζα ότι την λέγανε «πάνα» επειδή ήταν σαν πανί πάνω από το γάλα.
Αργότερα μου χαρίσανε έναν παλιό υπολογιστή της ύστερης νεολιθικής εποχής και βάλθηκα να μάθω να πληκτρολογώ. Η πρώτη λέξη που έγραψα ήταν «Πάνα» . Έγραψα και την ετυμολογία και την πιθανή της προέλευση.
Αυτό ήταν .
Με βόλευε να γράφω λέξεις από το λεξιλόγιο μας διότι τις είχα πρόχειρες στο μυαλό μου.
Σε μια εβδομάδα είχα γράψει καμιά εκατοστή λέξεις.
Τις κοίταγα και τις ξανακοίταγα.  Μεγάλο κατόρθωμα. Είχα μάθει κουτσά στραβά να πληκτρολογώ. Αργά μεν αλλά όλο το μέλλον ήταν μπροστά μου.
Έστυβα το μυαλό μου. Θυμόμουν την νόνα μου τη Βανθία.  Όταν έμπαινε ο πάππους μου στην κουζίνα και τολμούσε να ρωτήσει «τι φαί έχουμε σήμερις;» η νόνα μου κοίταζε εμάς και έλεγε ειρωνικά: «Ορίστε ήρθε για λεζάμινα ο τενέντες!»
Τότε διασκέδαζα με τα αυτά τα ακατανόητα λόγια.
 Πέρασαν χρόνια πολλά και ήρθε ο καιρός να τα αποκρυπτογραφήσω.
Esamina ήταν η ανάκριση και “Tenente  ήταν ο Ανθυπολοχαγός.
Πόσους αιώνες αυτές οι λέξεις ταξίδεψαν από στόμα σε στόμα για να φτάσουν στα αυτιά μου! Ένοιωθα  δέος.
Όσο μεγάλωνε το θησαυροφυλάκιο των λέξεων μου τόσο μου έμπαινε η ιδέα να το κάνω λεξικό.
Με βοήθησαν πολλοί γνωστοί και άγνωστοι.
Μοίραζα  ένα φύλλο χαρτί σε καφενεία χωριών και ζητούσα να μου γράψουν παράξενες λέξεις.
Πέρναγα μετά από μέρες από τα καφενεία και εύρισκα ολόκληρα πακέτα με εκατοντάδες λέξεις.
Εκείνοι που βοήθησαν περισσότερο ήταν ένας ονόματι Giuseppe Boerio που είχε γράψει ένα «Ενετοιταλικό λεξικό»  που τυπώθηκε το 1856 .
Ο τύπος ήταν δικαστικός  της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας» και μόλις άλλαξε το καθεστώς και ήρθαν οι Γάλλοι δημοκρατικοί συνέχισε την ίδια δουλειά στην υπηρεσία τους. Λογικά πρέπει να ήταν μεγάλο κάθαρμα.
Ευτυχώς άφησε πίσω του το λεξικό που με βοήθησε πολύ.
Ένας άλλος τύπος ήταν ο Μάρκος Μπότσαρης (του Σουλίου)  που έγραψε το «Λεξικό της Ρομαϊκοίς και Αρβανιτικοίς Απλής».
Υποψιάζομαι ότι και αυτός ήταν εξίσου κάθαρμα με τον προηγούμενο αλλά αυτό είναι δευτερεύον.
Κάποια στιγμή έμαθα να πληκτρολογώ καλά αλλά πλέον είχα καινούργια ιντερέσα.
Έγινα συλλέκτης λέξεων από όλη την περιοχή.
Μιλάμε για χιλιάδες λέξεις που κάθε μια της συνδέεται και με μια μικρή περιπέτεια μου για την εξιχνίαση της.
Μια φορά , θυμάμαι, βρέθηκα στην Αγκόνα , στα καΐκια, να περπατάω δίπλα στα μουράγια.
Βλέπω μια πύλη ενός κτηρίου που ήταν χτισμένο πάνω σε ένα βράχο μέσα στην θάλασσα.
Πάνω από την πύλη έγραφε “Lazaretto” . Σκέφτηκα το νησάκι μας  απέναντι από την πόλη που γινόταν οι εκτελέσεις των ανταρτών του Δημοκρατικού στρατού «Eίχαν  και  εδώ Λαζαρέτο;»
Τα βιβλία της ιστορίας θεωρούσαν ότι το Λαζαρέτο ήταν λοιμοκαθαρτήριο την εποχή της Ενετοκρατίας και πήρε το όνομά του από ένα μοναστήρι που βρισκόταν σε ένα νησάκι της Βενετίας και το οποίο λεγόταν ‘Monastero Santa Maria di Nazareth” . Το Λαζαρέτο , λοιπόν δεν ήταν παρά μια παράφραση του Ναζαρέθ.
Μερικές μέρες αργότερα βρέθηκα σε ένα μικρό ξενοδοχείο στην Ραβέννα.
Κατέβηκα στο μπάρ να πιω ένα ποτό.
Έξω έκανε κρύο και έριχνε χιονόνερο.
Παρήγγειλα ένα κονιάκ .
Δεν είχε.
Μου έφερε μια γκράπα με μεζέ προσούτο και παρμεζάνο.
«Αν σου φέρουν τέτοιο μεζέ στον Βόλο καλείς την αστυνομία» σκέφτηκα .
Του είπα ότι θέλω να πάω στην Βενετία στο ιστορικό αρχείο.
Με απέτρεψε .
«Κάνει κρύο και η Βενετία είναι πλημμυρισμένη. Θα ταλαιπωρηθείς και δεν υπάρχει και λόγος».
Έψαξε στον υπολογιστή του . Όλα τα αρχεία ήταν ψηφιοποιημένα.
Μπορούσα να βρω τα πάντα πίνοντας γκράπα στην ζεστασιά μου και κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο τις αραιές νιφάδες του χιονιού.
Μέχρι το 1100 μχ, λοιπόν πράγματι υπήρχε ένα “monastero Santa Maria di Nazareth” πάνω σε ένα νησάκι.
Τότε , λοιπόν,  κάποιος Conte Lazaro χρηματοδότησε την εκκλησία προκειμένου να το μετατρέψει σε λοιμοκαθαρτήριο.
Πενήντα χρόνια αργότερα, το 1150 μχ, σε μια τελετή στην μνήμη του Conte Lazaro μετονόμασαν το μοναστήρι- νοσοκομείο σε “Monastero di San Lazaro”.
Οι ντόπιοι το έλεγαν χαϊδευτικά Λαζαρέτο  και η «Γαληνοτάτη» έφτιαχνε «Λαζαρέτα» σε κάθε σημείο της επικρατείας της.
Τελείωσα και την δεύτερη γκράπα μου και μισοζαλισμένος πήγα  για ύπνο.
Η περιπέτειες των λέξεων δεν είχαν τελειωμό.
Έκανα ένα σωρό λάθη που ακόμα τα διορθώνω .
Όσο τα διορθώνω τόσο ανακαλύπτω και άλλα.
Νόμιζα ότι ήμουν ο μόνος που είχε αυτό το ενδιαφέρον ώσπου ήρθαν και με βρήκαν κάποιο φοιτητές του τμήματος πληροφορικής.
Ήθελαν να χρησιμοποιήσουν το λεξικό δοκιμαστικά  για να δημιουργήσουν μια εφαρμογή .
Μου το ζήτησε και μια Ισπανίδα καθηγήτρια διότι έκαναν, λέει,  μια εργασία για τις αλληλεπιδράσεις των γλωσσών της Μεσογείου.
Πέντε χρόνια έγραφα ασταμάτητα κάθε βράδυ.
Δεν ήξερα γιατί το κάνω.
Ξεκίνησα να μάθω να πληκτρολογώ  και μπήκα σε κόσμους ασήμαντων λέξεων  που ούτε μπορούσα να διανοηθώ.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Κάποια φορά βρέθηκαν σε μία εκδρομή ο Σικελιανός με τον Καζατζάκη .
Έξω από ένα χωριό ο Σικελιανός έσκυψε και έκοψε ένα λουλούδι .
Δεν ήξεραν πως το λέγανε και ρωτήσανε κάτι παιδιά που έπαιζαν παραπέρα.
Ούτε τα παιδιά ήξεραν αλλά τους έστειλαν στο χωριό που ζούσε μια γριά και που ήξερε όλα τα φυτά.
Πήγαν, αλλά έξω από το σπίτι της γριάς είχε κόσμο και ένα  φέρετρο ακουμπημένο στον τοίχο.
Αργότερα ο Σικελιανός έγραψε:
«Εκείνη την ημέρα εθρηνήσαμεν δύο θανάτους»

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες



Λόγω των επερχόμενων  εορτών της Χριστιανοσύνης  γράφω το παρακάτω αφήγημα  ως δώρο στους αναγνώστες μου, φίλους και συγγενείς, εξαιτίας του ότι αδυνατώ να  ξοδέψω χρήματα.
Μόλις πλήρωσα τον ΕΝΦΙΑ και τα τέλη κυκλοφορίας και ευρίσκομαι σε οριακή, θα έλεγα, οικονομική θέση. 

Το παρακάτω αφήγημα , η όπως αλλιώς μπορεί να το ονομάσει κανείς, είναι δημιούργημα της καλπάζουσας φαντασίας μου και  δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με την (πεζή) πραγματικότητα που ζούμε. 

Χρειάζεται να το υπογραμμίσω αυτό προκειμένου να μην έχω την τύχη του Ντοστογιέφσκι που τράβηξε τον παθών του τον τάραχο  όταν ο κάθε παίκτης της Ρωσίας (και όχι μόνον)  θεώρησε  ότι ο «Παίχτης» γράφτηκε για αυτόν.
Είναι ολοφάνερο ότι ζούμε στην εποχή των διαιρέσεων.

Πάντοτε υπήρχαν οι διαιρέσεις αλλά υπήρχαν παράλληλα και οι προσθέσεις και οι αφαιρέσεις και οι πολλαπλασιασμοί με αποτέλεσμα να υπήρχε  μια σχετική ισορροπία στην αριθμητική.

Θυμάμαι , πι χί, παλαιότερα τις πολιτικές διαιρέσεις όπου σε κάθε Ελληνική πόλη  ο ένας ήταν μαοϊκός,  ο άλλος ήταν με τον Ενβέρ Χότζα, κάποιος άλλος ήταν με την χήρα του Μάο  ώσπου φτάσαμε να έχει φανατικούς οπαδούς μέχρι ο μπατζανάκης του Τεγκ Χσιάο Πίγκ  και η γκόμενα του Μεχμέτ Σέχου.

Ωραία χρόνια!

Σήμερα τα πράματα έχουν αλλάξει διότι έχουν βγει στην παρανομία οι υπόλοιπες πράξεις της αριθμητικής που ξέραμε με αποτέλεσμα να διαιρούνται τα πάντα.

Ο Τράμπ μαλλιοτραβιέται με τον Μακρόν μπροστά στις κάμερες για τις εμπορικές σχέσεις.
Ο Πούτιν  τσακώνεται με τον Ερντογάν για τη Συρία.
Ο Δημήτρης ο περιπτεράς τσακώνεται με την Ελισάβετ  του πρώτου  γιατί απλώνει πάνω από το περίπτερό του και δεν αντέχει να ακούει να στάζουν οι «γκιλότες» της  στο ταβάνι του.

Όλοι εναντίων όλων.

Ακόμα και οι ομοφυλόφιλοι-ες (προσέξατε το «-ες», φαντάζομαι;)  έχουν χωριστεί σε άπειρες υποδιαιρέσεις όπου αδυνατώ πλέον να παρακολουθήσω.

Φαίνεται σαν να δικαιώνονται οι αναρχομηδενιστές του προπροηγούμενου αιώνα που θεωρούσαν ως μοναδική αξία το μηδέν .

Ως γνωστόν το μηδέν είναι ά-τομον, δηλαδή δεν διαιρείται.
Επομένως,  αφού στον πλανήτη κατοικούν ά-τομα,  αν  σε καταπιέζει το αφεντικό σου  είναι απλό,  αγοράζεις ένα πιστόλι , τον σκοτώνεις, σε παίρνουν στο κυνήγι και η επανάσταση τελειώνει μόλις σου τελειώσουν οι σφαίρες.

Από την εποχή της γενικευμένης διαίρεσης δεν γλυτώνει ούτε αυτή  η μονολιθική ορθόδοξη εκκλησία.
Στην ενορία μας  , για παράδειγμα, ζουν  τρείς παπάδες .
Ας μιλήσουμε για αυτούς μιας και έρχονται και οι άγιες μέρες  των Χριστουγέννων.

Ο Πρώτος παππάς , ο Παπαγιώργης,  είναι πολύτεκνος, φιλόδοξος και λαίμαργος . Δεν μπορεί να κρατηθεί. Ωστόσο είναι θεματοφύλακας των αξιών και των παραδόσεων της εκκλησίας . Διακηρύσσει την εγκράτεια, την αποχή από τις ηδονές , τα πλούτη  και την δόξα.
Αυτή η περίπτωση δεν μας κεντρίζει το ενδιαφέρον διότι είναι μια συνηθισμένη φιγούρα. 

Ο Δεύτερος παππάς έχει περισσότερο ενδιαφέρον.

Ο Παπαχρήστος  πριν από χρόνια ζήτησε μετάθεση για..Άμστερνταμ και έγινε ιερέας στην εκεί κοινότητα των Ορθόδοξων χριστιανών.
Εκεί διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι ορθόδοξοι χριστιανοί του Άμστερνταμ  είναι μονίμως μαστουρωμένοι . Παρόλα αυτά συνέχισε το θεάρεστο έργο του.
Ωστόσο πήρε μια σπονδή από το όλο περιβάλλον με αποτέλεσμα να μην έχει γένια , να μην φοράει ράσα και το καλοκαίρι (που μας έρχεται)  να εμφανίζεται στην πιάτσα με κοντό παντελονάκι , σαγιονάρα και ύφος μπλαζέ.

Ο Τρίτος παππάς έχει, κατ εμέ, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Ο Παπαδημήτρης ήρθε στην ενορία μας ως νέος παππάς με μεγάλη όρεξη.
Η συμπεριφορά τους σκανδάλισε από την αρχή τους πιστούς.
Τραγουδούσε στο δρόμο μοναχός του διάφορα λαϊκά άσματα όπως «Έφυγε η αγάπη μου και πήγε για τα ξένα» η «Ο Φτύμιος μου νάναι καλά και απ΄άλλο χρόνο πάω» κλπ.
Ερχόταν τακτικά στον θερινό μας σινεμά. Μια φορά θυμάμαι στην προβολή της  La strada  όταν άνοιξαν τα φώτα τα μάτια του ήταν δακρυσμένα.
Έκανε κούνια μοναχός του στην παιδική χαρά και έπαιζε με τα παιδιά κυνηγητό έξω από την εκκλησιά.
Ήταν φανατικός οπαδός της τοπικής μας ομάδας ποδοσφαίρου.
Το χειρότερο  όμως ήταν η παπαδιά του η οποία κυκλοφορούσε με  μια κοντή φουστίτσα που δεν τολμούσαν να βάλουν ούτε 18χρονες.
Ήθελε να χωρίσει , όχι για το ακραία προκλητικό  ντύσιμο της παπαδιά αλλά για λόγους ασυμφωνίας χαρακτήρων. Η Εκκλησία ως γνωστόν απαγορεύει τον χωρισμό οπότε ο Παπαδημήτρης ήταν καταδικασμένος να ζήσει για πάντα μαζί της.

Το ποίμνιο ήταν αναστατωμένο και παρόλο που η κοινωνία μας είναι πολύ ανεκτική δεν ήταν λίγοι αυτοί που κινήθηκαν παρασκηνιακά για να τον διώξουν. 

Το μέλλον του Παπαδημήτρη διαγραφόταν αβέβαιο ώσπου συνέβη και το αδιανόητο.

Την Κυριακή στο μεγάλο ντέρμπυ της χρονιάς πήδησε τα κάγκελα του γηπέδου  και πήρε στο κυνήγι τον διαιτητή.

Οι γεροντότεροι τον πήγαν στον δεσπότη συνοδεία.
Ο Δεσπότης του είπε: «Πάτερ Δημήτριε , είναι σωστά πράματα αυτά;» και ο Παπαδημήτρης του απάντησε: «Μα δέσποτά μου αφού μας αδίκησε!».

Ποιος ξέρει που θα κατέληγε ο ξουρισμένος παππάς μας αν δεν έγραφα ένα μακροσκελές και επαινετικό σχόλιο  για αυτόν.
Το  διάβασε κάποιος συντάκτης μια μεγάλης και δεξιάς εφημερίδας και το αναδημοσίευσε.
Κολακεύτηκαν οι πιστοί και η εκκλησία τον ανέχτηκε.
Είχε να το λέει. «Ένας άθεος μου συμπαραστάθηκε».

Πέρασε καιρός και μια των ημερών μου είπε ότι θα πάει να βαφτιστεί στον Ιορδάνη ποταμό.
«Τι να σου πώ Παπαδημήτρη μου , δεν μου πέφτει  λόγος».
Γύρισε από την βάφτιση και μου ζήτησε να δημοσιεύσω στο διαδίκτυο  μια φωτογραφία του στον Ιορδάνη.
«Ευχαρίστως»  του λέω.
Μου φέρε την φωτογραφία.
Ήταν όρθιος μέσα στο ποτάμι ,μόλις είχε βγει από το νερό, και φορούσε κατά το έθιμο  ένα  μακρύ κάτασπρο τισέρτ κολλημένο απάνω του.

Ταράχτηκα.

«Ρέ παπαδημήτρη!  Αυτή τη φωτογραφία θέλεις να ανεβάσω;  Εδώ φαίνονται τα αρχίδια σου!»
«Και τι έχουνε τα αρχίδια μου;»
«Εντάξει. Μην παρεξηγηθείς κιόλας!»

Τον έστειλα και μούφερε μια φωτογραφία ντυμένος από μια βράβευση και το θέμα θεωρήθηκε λήξαν.

Οι τρείς αυτές τάσεις της ορθοδοξίας ενίοτε συναντούνται και τσακώνονται.
Αυτό το καλοκαίρι ξανασυναντήθηκαν όπως πάντα.
Περπατούν στους δρόμους και μαλώνουν για πράματα που δεν αφορούν κανέναν.

Σταμάτησαν κάτω από το παράθυρο μου την ώρα που έβλεπα ξαπλωμένος για ακόμα μια φορά το «Διαζύγιο αλλά Ιταλικά».

Βγήκα στο παράθυρο με το σώβρακο.
«Εεεε! Δεν πάτε παρακάτω να τσακωθείτε;»
Βγήκε και ο Νώντας ο πυροσβέστης από απέναντι που γύρισε πεθαμένος από την κούραση .
Έλαβε και η Ελισάβετ το λόγο  που «παίρνει χάπια και δεν μπορεί» και  αυτό ήτανε!
Η σύγκρουση γενικεύτηκε