Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

Στην Παρανομία !

 


 

Την εποχή της χούντας εκτός των άλλων ήμουν και ποδηλάτης σε ένα σύλλογο που λεγόταν «Βυζάντιο» και που αργότερα συνετάχθη στην ΑΕΚ  και έγινε το ποδηλατικό της τμήμα.

Ωραία εποχή. Η Ποδηλασία δεν ήταν της μόδας και οι ποδηλάτες ήμαστε σαν τους Μοϊκανούς.

Ιστορικοί αγώνες.

Αθήνα – Αλίαρτος, Ανάβαση Χορτιάτη, Σιρκουί της Βάρκιζας, Πίστα της Ρόδου.

Ένα Σαββάτο βράδυ η ομάδα αποφάσισε να πάμε να το γλεντήσουμε στην Πλάκα.

Η «αρχόντισσα» ήταν ένα μαγαζί όπου τραγουδούσαν γνωστά ονόματα της εποχής.

Μανώλης Μητσιάς , Πετρή Σαλπέα, Δήμητρα Γαλάνη, Θέμης Ανδρεάδης κλπ.

Παραγγείλαμε κρασί και φρούτα και πάνω που ο Θέμης Ανδρεάδης ετοιμαζότανε να πάει στην Ζούγκλα με τον Ταρζάν, μπουκάρει  η ασφάλεια.

Μας μαζεύουν , τραγουδιστές , πελάτες , σερβιτόρους, λαντζιέρες, μαγείρους και μας βάζουν σε λεωφορεία.

Μείναμε όρθιοι όλη νύχτα σε μια μακρόστενη αίθουσα στην Μπουμπουλίνας χωρίς να μπορούμε να καταλάβουμε το γιατί.

Το πρωί μας άφήσανε.

Έκτοτε η παρανομία έχει μπει στο πετσί μου.

Λίγο καιρό αργότερα και ενώ είχε τελειώσει η χούντα και βρισκόμασταν σε δημοκρατικό καθεστώς δούλευα στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά.

Κάθε πρωί η μάνα μου ετοίμαζε ένα τάπερ μεταλλικό με τρία κλίπ που μου έβαζε το φαγητό του μεσημεριού.

Τότε στο εστιατόριο των Ναυπηγείων έτρωγε μονάχα η εργατική αριστοκρατία. Η Μεσαία τάξη της εργατιάς έτρωγε κανένα σάντουιτς από την καντίνα και οι φτωχομπινέδες φέρναμε το φαγητό από το σπίτι σε στρογγυλά μεταλλικά τάπερ.

Τα μακαρόνια με κιμά ήτανε το αγαπημένο μου φαγητό  εφόσον τα μακαρόνια ήταν ζεστά.

Στην περίπτωσή μας η μάνα μου το φαγητό το έφτιαχνε από την προηγούμενη  και τα μακαρόνια τα έβραζε μέχρι να γίνουνε λάσπη.

Έτσι το μεταλικό τάπερ όταν το άνοιγα ήταν μασίφ μακαρόνια και κιμάς.

Έκανα τόπο απάνω σε έναν πάγκο με αντλίες , σωλήνες και επιστόμια. Πηδούσα επάνω και εκεί ήταν η τραπεζαρία μου.

Τότε είχα ανακαλύψει και μια πατέντα όπου έκοβα με ζγρόμπια  μικρές  μολυβένιες  ροδέλες τις οποίες έριχνα στα αυτόματα μηχανήματα του καφέ και έβγαζα καφές η κακάο, η τσάι.

Κερνούσα δε και όλο τον κόσμο με αποτέλεσμα να έχω γίνει ιδιαίτερα συμπαθής.

Κάποια μέρα που γυρνούσα στο σπίτι μου στον Άγιο Σώστη είδα στο βάθος του δρόμου κόσμο.

Σταμάτησα απορημένος.

Κάποιος με έπιασε από το μπράτσο.

«Τι έχεις εκεί μέσα».

«Το φαί μου». του λέω

Κοιτάζει μέσα και πετάγεται πίσω.

Με πίασανε τρείς. Μου πήρανε τη σακούλα με το τάπερ. Με βάλανε σε ένα αυτοκίνητο   και με πήγανε στην ασφάλεια.

Αφού εξέτασε το τάπερ ο πυροτεχνουργός το πρωί με άφησανε.

Αργότερα έμαθα ότι εκεί που με πιάσανε είχανε  σκοτώσει τον Μπάμπαλη , ένα ακάθαρμα βασανιστή της χούντας.

 Σκατά στο λάκκο του.

Έκτοτε έχω διαρκώς την αίσθηση ότι βρίσκομαι στο λάθος σημείο την λάθος στιγμή.

Αυτή η αίσθηση μου έχει γίνει εφιάλτης.

Να σας δώσω να καταλάβετε.

Βρίσκομαι στην πάνω πλατεία  και έξω από το μνημείο του Μαίτλαντ  η ουροδόχος κύστη μου κοντεύει να σπάσει.

Με  απλά λόγια κινδυνεύω άμεσα να κατουρηθώ απάνω μου.

Τα δημόσια ουρητήρια της πλατείας είναι κλειστά από την εποχή του ύπατου αρμοστού της Κέρκυρας Τόμας Μαίτλαντ του μισητού.

Κοιτάζω κατά το παλάτι .

Κανείς.

Κοιτάζω κατά το ΝΑΟΚ.

Κανείς.

Πίσω από ένα δέντρο βγάζω το ταλαιπωρημένο πέος μου και την ώρα την πρώτης ανακούφισης περνάνε ένα ζευγαράκι, το τρίτο σώμα προσκόπων, η φιλαρμονική Μάντζαρος , το τραίνο των οχτώ για την Κατερίνη, ο Θόδωρος  και αν συνέχιζα θα πέρναγε σίγουρα και ο άγιος Σπυρίδωνας.

Νομίζετε ότι υπερβάλω.

Μια φορά βρέθηκα στην κορφή στο Βελούχι.

Τέρμα θεού.

Κόντευα να χεστώ απάνω μου πριν φτάσω στο Καρπενήσι.

Σταματάω στην κορφή ανάμεσα στα  βουνά.

Πίσω βουνά.

Αριστερά λαγκάδια .

Δεξιά   πλαγιές με έλατα.

«Ακόμα και F16 να έρθει προλαβαίνω» σκέφτηκα.

Αμ δε!

Μόλις κατέβασα τα παντελόνια μου και ενώ βρισκόμουν στο πρώτο (και  καθοριστικό σφίξιμο) ακούω κουδούνια.

Νόμιζα ότι ήταν παραισθήσεις και ξαφνικά προβάλει ένα κοπάδι προβατίνες με τσοπάνο , υποτσοπάνο, ανθυποτσοπάνο, τσομπάνα , τα πιτσιρίκια και τα τσοπανόσκυλα.

Με ποδοπατάνε.

Στο τέλος περνάει  και ένα τσοπανόσκυλο σαν το λεοντάρι της Νεμέας και μου δίνει και μια γλυψιά στα μούτρα.

Δεν βρίσκεις άκρη.

Θα μου πείτε γιατί σας τα λέω όλα αυτά.

Μουρθανε στο μυαλό σήμερα.

Ξυπνάω το πρωί και μαθαίνω ότι οι μπάτσοι δείρανε ένα παιδί στην Νέα Σμύρνη.

Θα μου πεις «Μπάτσοι είναι παιδιά δέρνουνε».

Έχουμε συνηθίσει.

Βγαίνω από το σπίτι μου να πάω να αγοράσω μια φτηνή λεκάνη τουαλέτας από του Κολοβού στα τρία γιοφύρια.

Με περιμένει ο υδραυλικός για να την τοποθετήσει.

Μισοκοιμισμένος ανεβαίνω στο παπί.

Κατεβαίνω τις «Καθολικές καλόγριες» και στο βάθος βλέπω μπλόκο στου Κωτσέλα.

Στρίβω δεξιά και μπαίνω σε μια στοά με συνεργεία.

Βρίσκω και άλλους εκεί να περιμένουν.

«Τι κάνουμε τώρα σύντροφε;» ερωτώ.

«Περιμένουμε υπομονετικά να φύγουνε» μου απαντά.

Δεν μπορώ να περιμένω. Με περιμένει ο υδραυλικός.

Στο στενάκι μπαίνω δεξιά και ανεβαίνω στο λόφο Κογιεβίνα.

Κατηφορίζω προς Καπουτσίνους και μέσω Πλατυτέρας γυρνάω σπίτι μου.

Σβήνω το μηχανάκι και παίρνω βαθιές ανάσες.

Άκυρος ο καμπινές.

Πέσαμε πάνω στο μπλόκο της Κοκκινιάς.

Πάω για καφέ.

Παίρνω το χάρτινο φλιτζάνι και μπαίνω  στην στοά.

Με περιμένει ο Σπύρος . Έχει έτοιμο σκαμπό και δικαιολογία.

«Μένουμε από πάνω και κατεβήκαμε να πιούμε τον καφέ μας.»

Σκέπτομαι  θετικά σε μια προσπάθεια να το αντέξω.

Εχτές  ήταν χειρότερα.

Με πιάσανε στην Αλεπού με το παπί χωρίς δίπλωμα, ταυτότητα, ασφάλεια, άδεια, κράνος και sms.

Τα είχα ξεχάσει όλα μέσα στην αγωνία μου να πάω στον Συνεταιρισμό Ξυλουργών να πάρω μια τάβλα για ράφι.

Η Ταρίφα θα ήταν 1500 ευρώ αν ήμουν τυχερός.

Μου ζήτησε μόνο το sms.

Ως αγνάντευε για το επόμενο θύμα έγραψα το sms και ω! του θαύματος πήρα αμέσως απάντηση.

Έφυγα με μια αίσθηση σαν να γλύτωσα από την σφαγή στα Καλάβρυτα.

Θα μπορούσε να θεωρήσει ότι τονε στραβοκοίταξα και να μου σπάσει και τα πλευρά σαν εκείνο τον δυστυχή στην Νέα Σμύρνη.

Το βλέπω θετικά.