Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

Ψεκασμένος στην Γαρίτσα

Η Παραλιακή της Γαρίτσας έχει μήκος 1850 μέτρα από το άγαλμα του Σολωμού ως τον Ανεμόμυλο.

Εδώ περπατούν καθημερινά τέσσερις βασικές κατηγορίες ανθρώπων.

Α. Οι ερωτευμένοι .

Αυτοί αναγνωρίζονται αμέσως διότι είναι κάτω των τριάντα περπατούν ανά ζεύγη αμίλητοι και ολομεμίας γυρίζουν και αρπάζονται στα φιλιά σαν λυσσιασμένοι.

Β. Οι ρεμβάζοντες.

Εδώ ανήκω εγώ. Οι ρεμβάζοντες περπατούν αργά  μόνοι η ανά ζεύγη , ενίοτε δε και κατά ομάδες.

Κάθε τόσο σταματούν και συζητούν διάφορα θέματα όπως «αν σήμερα είναι η πανσέληνος του Οκτωβρίου η αύριο» , «τι καιρός έρχεται» , «που το πάει ο Ερντογάν» η «τι θα γίνει με την επιστολική ψήφο στις Αμερικάνικες εκλογές».

Γ. Οι αθλούμενοι

Αυτοί είναι συνήθως νεαροί με αθλητική περιβολή και τρέχουν σαν να τους κυνηγάνε τα ΜΑΤ.

Στο σχολείο δεν είχαν τον νου τους  στο μάθημα των αρχαίων Ελληνικών και  από το «νοῦς ὑγιής ἐν σώματι ὑγιεῖ» τους έμεινε μόνο το «ἐν σώματι ὑγιεῖ». Σε περιόδους οικονομικής ευμάρειας τρέχουν σε κυλιόμενους διαδρόμους γυμναστηρίων. Λατρεύουν το κορμί τους και οποιαδήποτε συζήτηση εκτός αυτού είναι αδύνατη.

Δ. Οι Μπαϊπάς

Εδώ , όπως καταλαβαίνετε πρόκειται για μια ολόκληρη κατηγορία που έχουν κάνει μπαϊπάς και που χωρίζεται σε υποκατηγορίες .

Οι «Με μονό μπαϊπάς» . Βαδίζουν πάντα μόνοι με ανήσυχο βλέμμα και βιαστικά σαν να θυμήθηκανε ότι έχουν ξεχάσει αναμμένο το μάτι της κουζίνας.

Οι «Με διπλό μπαϊπάς» Βαδίζουν πάντα μόνοι με τρομαγμένο βλέμμα , γρήγορα,  με ανοιχτό δρασκέλισμα και κουνώντας μπρός πίσω τα χέρια σαν σε παρέλαση στην κόκκινη πλατεία την εποχή του Χρουτσώφ.

 

Οι «Με τριπλό μπαϊπάς» . Αυτοί πηγαίνουν με γουρλωμένα μάτια καρφωμένα στο κενό , σαν να κάνουν προπόνηση στα πέντε χιλιόμετρα βάδην.

Εδώ, στον περίπατο της Γαρίτσας, γνώρισα πριν από πολλά χρόνια τον «Ψεκασμένο» . Τότε δεν τον είχαν ακόμα ψεκάσει και αυτό που τον απασχολούσε ήταν να του φτιάξω μια ξεχυτή στο σπίτι.

Έτσι βρέθηκα σε μια κατοικιά μέσα σε έναν καλαμιώνα κοντά στη λίμνη Χαλικιόπουλου.

Το σπίτι ήταν ένα σύνολο ξεχυτών γύρω από ένα κεντρικό δωμάτιο.

Υπέθεσα ότι πρώτα υπήρχε το κεντρικό δωμάτιο. Αργότερα έγινε η κουζίνα στην μία πλευρά. Μετά ο καμπινές και ο βόθρος  και ακολούθησαν τα δύο υπνοδωμάτια .

 

Το εντυπωσιακό, όμως, ήταν το εσωτερικό της κατοικιάς.

Όλο το σπίτι ήταν γεμάτο εικονίσματα, καντήλια, φυλακτά, κεριά, μανουάλια και ότι θρησκευτικό αξεσουάρ κυκλοφορούσε στην πιάτσα.

Νόμιζες ότι ήσουνα στον Αι Βασίλη .

«Οι Δικοί μου είναι πολύ θρήσκοι» μου δικαιολογήθηκε.

«Όλα τα καταλαβαίνω αλλά… πως κάνουν έρωτα τα βράδια. Δεν φοβούνται μην τους καρφώσει με το κοντάρι ο Αι Δημήτρης από πάνω;» ερώτησα αφελώς.

Ο Ψεκασμένος τότε ήταν απλώς ένας νεαρός  σερβιτόρος με πολιτικές ανησυχίες. Γράφτηκε μάλιστα και στην ΚΝΕ σε μια απέλπιδα προσπάθεια να απογαλακτισθεί από το θεοσεβούμενο περιβάλλον του χωρίς να εγκαταλείψει και την βαθύτερη ανάγκη του για έναν παράδεισο την απόλυτης και αιώνιας ευδαιμονίας.

Είχε κατασκευάσει και μια θεωρία σύμφωνα με την οποία «τα κοινόβια των πρώτων χριστιανών ήταν ο κομμουνισμός της ύστερης αρχαιότητας».

Η Θεωρία , βεβαίως , παρέλειπε επιμελώς την Υπατία την Αλεξανδρινή, την βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, την ιερά εξέταση, τις σταυροφορίες κλπ.

Παρόλα αυτά ο Ψεκασμένος παρέμενε ένας συμπαθής μοναχικός περιπατητής της Γαρίτσας με κατανοητή και προβλέψιμη συμπεριφορά στα όρια του φυσιολογικού.

Πλήρωνε την συνδρομή του στο «κόμμα» και που και πού άναβε και το κερί του στον Άγιαντώνη.

Εκεί που άρχισανε να μπερδεύονται τα πράματα είναι όταν μου είπε ξαφνικά:

«Μας ψεκάζουνε»

Ταράχτηκα. Πρώτη φορά άκουγα κάτι τέτοιο.

«Ποιος μας ψεκάζει;» ρώτησα.

Δεν μου απάντησε.

Τα ερωτήματα «ποιος μας ψεκάζει και γιατί» δεν είχαν καμία σημασία. Αρκούσε η αόριστη διαπίστωση ότι «κάποιοι» σκορπίζουν στον αέρα «κάποιο αέριο» με «άγνωστες επιπτώσεις» από τα αεροπλάνα της γραμμής.

Ματαίως προσπάθησα να του εξηγήσω ότι «αυτοί οι άσπροι καπνοί των αεροπλάνων είναι ατμοποιημένος αέρας  που τον χειμώνα τον βγάζουν και οι εξατμίσεις των αυτοκινήτων».

Τίποτα.

Εγκατέλειψα την προσπάθεια.

Πριν περάσει λίγος καιρός γράφτηκε «στου Σώρα».

Τώρα εγκαταλείπει τον χριστιανικό κομμουνισμό και  το «κόμμα»  και ξεκινάει να με πείσει ότι «υπάρχουν τρία τρίς» για να ξεπεράσουμε την οικονομική κρίση και να μας μείνουν και για πενήντα γενεές λεφτά.

Η Θεωρία του τώρα είχε τρία σκέλη.

Στο πρώτο «ο Θεός Απόλλωνας» είχε δώσει σε κάποιο πρόγονο του Σώρα τα σχέδια για ένα διαστημόπλοιο που κινείται χωρίς ενέργεια. Τα σχέδια αυτά ο Σώρας τα έδωσε του Ομπάμα έναντι τρία τρίς αλλά ο Ομπάμας δεν τον έχει πλερώσει ακόμα.

Στο δεύτερο.  Ο Σώρας έχει μια επιταγή από την Τράπεζα της Ανατολής στην Σμύρνη του 1922  η οποία αν εξαργυρωθεί από το Ελληνικό κράτος θα πάρουμε τρία τρίς.

Στο τρίτο σκέλος . Η Ανθρωπότητα οφείλει στην Ελλάδα τον πολιτισμό της οπότε ο Σώρας έκανε έναν χοντρικό υπολογισμό και μας χρωστάει (η ανθρωπότητα) τρία τρίς.

Με λίγα λόγια ήθελε να πάω στον Ομπάμα με την επιταγή στο χέρι και να του ζητήσω να μου δώσει τρείς φορές το ετήσιο ακαθάριστο προϊόν των ΗΠΑ.

Απελπίστηκα.

Μακάρι να τελείωναν εδώ τα πράματα αλλά μόλις κλείσανε το Σώρα στην φυλακή ως απατεώνα  ο ψεκασμένος έψαξε αλλού στέγη.

Πάνω από την Γαρίτσα πέρασε ένα διαστημόπλοιο διαμέτρου δύο χιλιομέτρων (όσο ο διάδρομος του αεροδρομίου) και το είδε μόνον αυτός.

Αλοίμονό σου αν του έλεγες ότι δεν έχεις δεί εξωγήινους . Σεσφαζε.

Τελευταία ηγείται του κινήματος κατά της μάσκας.

«Θέλουν να μας υποτάξουν» μου λέει.

«Εμάς τους ανυπότακτους;» ερωτώ «τσ τσ» .

Έτσι που λες αγαπητέ αναγνώστη του μέλλοντος (και του παρόντος)

Τελευταία οι συσχετισμοί στους περιπατητές της Γαρίτσας αλλάζουν.

Μειώνεται ο πληθυσμός των ερωτευμένων και των ρεμβαζόντων και αυξάνονται τα μπαϊπάς και οι ψεκασμένοι.

Αν χειροτερέψουν και άλλο τα πράματα εξετάζω κάποιες διεξόδους.

Η θα κλειστώ στο Ασκηταριό τσι Νυμφές.

Η θα βγω με το καριοφίλι στο χέρι  από το Μεσολόγγι και θα αντιμετωπίσω τον Κιουταχή.

Η θα βάλω δυο σώβρακα δύο φανέλες και δυο ζευγάρια κάλτσες  στην βαλίτσα μου και θα παραδοθώ στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. 

 


 

 

 

 

 

 

 


Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

Οι Τζίες της Αγίας Αικατερίνης

 


 

 

 

Παραγγέλνω το τσιπουράκι μου  στο παραλιακό ταβερνάκι  της Αγίας Αικατερίνης .

Κυριακή μεσημέρι .

Τέλη Οκτώβρη.

Λιακάδα με ολίγη από φθινοπωρινή δροσιά .

Απέναντι ο Παντοκράτορας προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία του.

Όλα φαίνεται να είναι υπό έλεγχο ώσπου ξαφνικά ξεπροβάλει από την καμπίνα της μικρής παραλίας η Τζία Μαρίνα.

Φοράει το γνωστό μαύρο τιραντέ ολόσωμο μαγιό .

Καπέλο  καλοκαιρινό  και γυαλιά ηλίου σε μέγεθος πιατέλας.

Μούρχεται στο μυαλό ο Οβελίξ με καπέλο αλά Ρένα Βλαχοπούλου στο «μια τρελή - τρελή σαραντάρα» .

Το ίδιο το μαγιό σε κάνει να αναρωτιέσαι: «Που στο διάολο το αγόρασε;» «Ποιος πουλάει τέτοια μαγιό και δεν τον έχουμε δει;»

Μου φέρνει στο νου διάφορα επιστημονικά άρθρα που έχω διαβάσει για την διαστολή του σύμπαντος.

Οι γαλαξίες , σου λέει, δεν κινούνται απομακρινόμενοι.  Απλώς διαστέλλεται ο χώρος.

Η Τζία Μαρίνα κοιτάει γύρω  αδιάφορα δήθεν και προχωράει αργά και προσεκτικά προς την θάλασσα.

Κοντοστέκεται και βγάζει κάποιο χαλικάκι από τα κινέζικα λαστιχένια παπούτσια θαλάσσης.

Βυθίζεται αργά  και μου θυμίζει τον «Κόκκινο Οχτώβρη» , την χολιγουντιανή ταινία με το ρώσικο υποβρύχιο  όπου ο μπολσεβίκος Σόν Κόνερυ δεν αντέχει άλλο την κομμουνιστική καταπίεση και πάει να παραδοθεί στους αμερικάνους προκειμένου να ζήσει ευτυχισμένος σε ένα ράντζο στην μαγευτική Νέα Ορλεάνη.

Σε λίγο έξω από το νερό έχει απομείνει το καπέλο και τα γυαλιά της Τζίας Μαρίνας  σαν περισκόπιο.

Οι παλιοί λένε ότι όταν ήτανε μαθήτρια  «πέρναγε από την πιάτσα και τρίζανε οι μαλτεζόπλακες».

Ξαφνικά σηκώνει το χέρι και κάνει νόημα «εδώ είμαι».

Ουδέποτε η Τζία πάει μόνη της στην θάλασσα .

Αν την δεις μόνη, είναι στο δρόμο και οι υπόλοιπες.

Φοράνε  σχεδόν το ίδιο μαγιό, το ίδιο σχεδόν καπέλο, τα ίδια σχεδόν γυαλιά και τα ίδια κινέζικα λαστιχένια παπούτσια θαλάσσης.

Το αξιοπερίεργο είναι ότι έχουν σχεδόν και τον ίδιο σωματότυπο.

Οι Τζίες  κάνουν το μπάνιο τους σχεδόν όλο το χρόνο στα Κουρτελάτσα , στον  Ανεμόμυλο, στο Καρδάκι, στη Δασιά η στην Αγία Αικατερίνη.

Δεν θα τις δεις στο Λιστόν. 

Η θα τις δεις  στην θάλασσα , η στον Αι Γιανόπουλο σε καμιά κηδεία , η στο νοσοκομείο.

Δεν ξέρει απλώς «τι γίνεται στην γειτονιά περίπου»

Δεν φωτογραφίζει.

Δεν  ακτινογραφεί.

Κάνει αξονικές τομογραφίες.

Όποιος αρρωστήσει από την γειτονιά  ακατόπι στο νοσοκομείο  και η Τζία .

Αναλαμβάνει αμέσως θαλαμάρχης.

Αλλάζει ορούς , στρώνει κρεβάτια , βάζει θερμόμετρα, μετράει πιέσεις.

Γυρνάει στο Μαντούκι και ρίχνει και ένα ταψί  παστίτσιο στο φούρνο με την ίδια ευκολία που εσύ δένεις τα κορδόνια σου.

 

Απλώνει τέσσερις λεκάνες μπουγάδα και προλαβαίνει  και τη μαντάμ Κούλα στις Άγριες Μέλισσες.

 

Οι Τζίες είναι ράτσα. Είναι φυλή. Έχουν  δικούς τους άγραφους νόμους και συνήθειες.

Κάτι σαν τους Τουαρέγκ  της ερήμου.

Παλιά είχα βγάλει μια θεωρία όπου στο μέλλον θα εμφανισθούν κάτι Τζίες  ξερακιανές χίπισσες με στρογγυλά γυαλιά και λουλουδάτα μακριά φορέματα σαν την Τζάνις Τσόπλιν ρυτιδιασμένη.

Έπεσα έξω.

Αργότερα έβγαλα άλλη θεωρία όπου οι Τζίες του μέλλοντος μας θα είναι γεμάτες τατού  στο σβέρκο στην κοιλιά στα μπούτια και στους αστραγάλους.

Ξανάπεσα έξω.

 

Οι Τζίες παραμένουν αναλλοίωτες λες και  έχουν ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς  τους με τον χρόνο .