Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Τα μάτια της Ρόζα




Για την Ρόζα έχω γράψει κάτι σε κάποιο περιοδικό που δεν κυκλοφορεί πια και σε μια εποχή που δεν υπήρχαν υπολογιστές.
Ξαναγράφω σήμερα εξαιτίας  του ότι  προχτές το βράδυ είδα στον ύπνο μου τα μάτια της να με κοιτάνε σε απόσταση μερικών εκατοστών.
Ξύπνησα ανήσυχος και με ένα αίσθημα έντονης ταραχής.
Ντύθηκα και βγήκα έξω στις τρείς τα ξημερώματα, εν μέσω απαγόρευσης της κυκλοφορίας ένεκα Κορονοϊού, για να πάρω αέρα.
Ψιλόβρεχε και  έκανε κρύο  .
Πέταξα το τσιγάρο και ξαναμπήκα μέσα.
Την Ρόζα μου την έφερε μια ψηλή , άγαρμπη και κοκκινομάλλα Ιρλανδέζα  πριν από  τριάντα χρόνια να την κρατήσω «για δεκαπέντε μέρες» .
Θα γύρναγε στην Ιρλανδία γιατί η μάνα της ήταν άρρωστη και δεν μπορούσε να την πάρει μαζί της .
Μου σύστησε την Ρόζα ως ένα «καθαρόαιμο Γκριφόν» εμβολιασμένο και με «τρόπους».  
Ήταν μια εποχή τότε που πολύ δύσκολα έλεγα «όχι» και την κράτησα.
Βρήκα δυο τρείς παλέτες και με τις τάβλες έφτιαξα σπιτάκι  κάτω από το στέγαστρο της εξώπορτας.
Έβαλα και στρωσίδια και η Ρόζα απέκτησε  εξοχικό πολυτελείας.
Τότε μέναμε στου Σολάρι , λίγο έξω από την Κέρκυρα , σε μια ερημική μονοκατοικία μέσα σε μια δασώδη περιοχή όπου δίπλα από το σπίτι πέρναγε και ένα ρέμα.
Το καλοκαίρι είχε ελάχιστο νερό αλλά τον χειμώνα  φούσκωνε και μερικές φορές τα νερά φτάνανε μέχρι την πόρτα μας.
Ματαίως επερίμενα την Ιρλανδέζα να γυρίσει .
Μετά από λίγο καιρό η Ρόζα «εγκαστρώθηκε με κάποιο μούλο» από την γύρω περιοχή, καθώς απεφάνθη η γειτόνισσα μας η Μαρία που είχε πλήρη εικόνα των τεκταινόμενων στην ευρύτερη περιοχή Σολάρι-Κακαρούγκα.
Φαίνεται ότι δεν της άρεσε το «εξοχικό» και βάλθηκε να φτιάξει μια φωλιά για να γεννήσει μέσα σε μια βατσουνιά δίπλα στο ρέμα.
Όταν γέννησε την άφησα εκεί  αφού εκεί ένοιωθε καλύτερα.
Μια μέρα έπιασε μια καταρρακτώδη βροχή.
Ήμουνα  στην δουλειά .
Ξαφνικά σκέφτηκα την Ρόζα και το ρέμα.
Πήρα το αυτοκίνητο και έφυγα άρον άρον.
Μπήκα στην βατσουνιά σέρνοντας μέσα στην βροχή και μέσα στην λάσπη.
Καταγδάρθηκα.
Στο βάθος  έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με την Ρόζα.
Τα τέσσερα σκυλάκια τα είχε αφήσει και κλαίγανε δίπλα στο ορμητικό ρέμα.
Κάτω από την κοιλιά της  είχε το  πέμπτο.
Με κοίταγε στα μάτια σε απόσταση λίγων εκατοστών με ένα βλέμμα που καθώς φαίνεται δεν το έχω ξεχάσει ύστερα από τριάντα χρόνια.
Την τράβηξα έξω και  έβγαλα δυο δυό ι τα κουτάβια της που κλαίγανε σπαρακτικά.
Τα σκούπισα όλα και τα έβαλα στο «εξοχικό».
Όταν μεγαλώσανε αρκετά τα μοίρασα σε διάφορους φίλους.
Μετά από λίγο καιρό ήρθε και η Ιρλανδέζα και η Ρόζα ξαναγύρισε στο ζεστό της σαλονάκι.
Πέρασε καιρός και κάποια μέρα έξω από του «Μαρκοσιαν» είδα απέναντι στο «Σινε Παλλάς» (εκεί που είναι τώρα το Μάρκς εντ Σπένσερ )  την Ρόζα με την Ιρλανδέζα.
Φώναξα «Ρόζα!»
Η Ρόζα  ξαφνιάστηκε. Τράβηξε το λουρί και έφυγε από τα χέρια της Ιραλανδέζας.
Διάσχισε τον δρόμο με τα αυτοκίνητα (τότε δεν ήταν ακόμα πεζόδρομος)  και με ένα δυσανάλογο πήδημα για το μέγεθός της βρέθηκε στο πέτο μου να με γλύφει και να με γεμίζει σάλια με τα μουστάκια της.
Έκτοτε δεν την ξανάδα.
Εκτός από προχτές , ύστερα από τριάντα χρόνια, στον ύπνο μου.
Με κοίταζε με κείνα τα υγρά μάτια μέσα στην βατσουνιά  γεμάτα απελπισία και  απόγνωση.
Τότε που από το ζεστό της σαλόνι  βρέθηκε ξαφνικά  μπροστά στα στοιχεία της  φύσεως και έπρεπε να διαλέξει ποιο από τα παιδιά της θα έσωζε και ποια θα πέθαιναν.
Προχτές ηταν μια νύχτα που μου ήρθαν στο μυαλό τα μάτια του γιατρού στο Μπέργκαμο που έπρεπε να αποφασίσει ποιος θα έμπαινε στην μονάδα εντατικής θεραπείας και ποιος θα πέθαινε.
Η  ο  νοσοκόμος του νοσοκομειακού στο Μανχάταν που πρέπει να αποφασίσει ποιον ασθενή θα πάρει και ποιον θα αφήσει να πεθάνει.
Ήταν μια νύχτα που  όταν ξύπνησα σκεφτόμουν  πόσα χρόνια δούλευα για να  μην χρειάζεται να μπει ούτε η Ρόζα ούτε εμείς σε αυτά τα φοβερά διλλήματα.
Από εκείνη την  θεομηνία που έβαλε την Ρόζα στα ανείπωτα διλλήματα πέρασαν τριάντα χρόνια.
Νόμιζα ότι τα πάντα είχαν παραγραφεί από το υποσυνείδητό μου  και προχτές την νύχτα που ψιλόβρεχε  ζωντανέψανε ξανά.
Μπορεί να τα καταφέρουμε και εμείς.
Να μην γίνουμε θηρία μέσα στην επερχόμενη  ζούγκλα.
Να τα καταφέρουμε όπως τα κατάφερε και η Ρόζα στην ζούγκλα στου Σολάρι χωρίς να χάσει την «ανθρωπιά»  της.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020

Ο Γκιώνης και η μανιοκατάθλιψη




Τέτοιες μέρες της ανοίξεως τα βράδια μου αρέσει να κάθομαι στον Μπότζο μου στο χωριό με το μαντολίνο μου.
Ο Μπότζος είναι ένα μικρό μπαλκονάκι με εξωτερική σκάλα και με αποθηκούλα από κάτω για τα εργαλεία και τα ξύλα.
Παραδοσιακή χωριάτικη βενετσιάνικη αρχιτεκτονική.
Συνήθως την άνοιξη έχω δύο γειτόνους και ακροατές.
Ένα Γκιώνης από απέναντι στα κεραμίδια και την Λισάβω πλαγίως δεξιά.
Ο Γκιώνης κρατάει τα ακομπανιαμέντα με κείνο τον μονότονο  κελαίδημα του.
Μερικές φορές αλλάζει το χρόνο  ξαφνικά και με μπερδεύει.
Σκέφτομαι να του κάνω την παρατήρηση αλλά  υποψιάζομαι ότι αδιαφορεί παντελώς για το μαντολίνο μου και μάλλον προσπαθεί εναγωνίως να προσελκύσει κάποιο θηλυκό.
Η Λισάβω πλαγίως απέναντι ,φαντάζομαι, ότι ούτε αυτή συμμερίζεται την ρομαντικότητα της στιγμής. Τα τελευταία χρόνια  βρίσκεται σε μια περίεργη κατάσταση όπου «όλα πάνε στραβά».
Όταν βρέχει «Μας έπνιξε!»
Όταν κάνει κρύο «Μας θέρισε!»
Όταν έχει λιακάδα «Μας έκαψε!»
Ουδέποτε είναι καλός ο καιρός για την Λισάβω.
Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν κάποια ιδιοτροπία των γηρατειών ώσπου ένας συγχωριανός, ο Σταμάτης ο Μεσημέρης,  (αν τον θυμάται κανείς) μου είπε ότι πρόκειται για μια φοβερή ασθένεια που λέγεται «μανιοκατάθλιψη».
Ο Σταμάτης ήταν σπουδαίος ψυχαναλυτής (η κάτι τέτοιο) αλλά διέπρεψε και ως ποιητής και μουσικός πασίγνωστων ασμάτων όπως εκείνο που λέει «..μέσα σε όλη αυτή τη δίνη, όρθιο πες μου τι θα μείνει».
Ένα απόγευμα , ένα χρόνο  πριν πεθάνει από μια άλλη φοβερή ασθένεια,  προσπάθησε ματαίως να με πείσει ότι «αν είχε μια άλλη μουσική» το εν λόγω άσμα θα ήταν πολύ καλύτερο αλλά οι «εταιρείες» το θέλανε αλλιώς.
Πήρε μάλιστα μια παλιοκιθάρα που είχα σπίτι και μου το τραγούδησε στην δική του εκδοχή.
Είπα να μην μιλήσω αλλά επέμενε να ακούσει την ειλικρινή μου γνώμη.
«Δεν μου αρέσει έτσι αγαπημένε μου!.. Το τραγούδι δεν είναι σερενάτα.. το τραγούδι έχει παράπονο και οργή.»
Δεν μου ξαναμίλησε.
Ο Σταμάτης, λοιπόν,  συμβούλευε και την μάνα μου ως γιατρός.
Η Μάνα μου έπασχε και αυτή από αυτήν την άγνωστη και μυστηριώδη ασθένεια της κατάθλιψης .
Τα βράδια καθόντουσαν στο πεζούλι  και συζητούσαν περισσότερο σαν ομοιοπαθείς και λιγότερο ως γιατρός με ασθενή .
Μια φορά θυμάμαι μπήκε  στην συζήτηση η νόνα μου η Βανθία.
«..και δε μου λες Σταμάτη μου, τι δουλειά κάνεις στην Αθήνα;»
«Τραγουδάω Βανθία μου.»
«Και σε πλερώνουνε για να τραγουδάς;»
«Ναι»
«Και γιατί δεν τραγουδάνε μοναχοί τους;»
Ρωτούσε με ειλικρινή  απορία η Νόνα μου.
Έτσι κυλούσανε τα πράματα ώσπου η φοβερή αυτή ασθένεια (η κατάθλιψη)  κατέβαλε πολλούς σπουδαίους ανθρώπους.
Τόσο που φοβάσαι να βγεις στον Μπότζο να παίξεις  μαντολίνο διότι υπάρχει κίνδυνο να κακοχαρακτηριστείς ιδιαίτερα σήμερα που ο φοβερός Κορονοϊός απειλεί τους πάντες και μαζί με αυτόν  βρίσκεται σε μεγάλη έξαρση και ο ιός της μανιοκατάθλιψης.
Παίρνω το αυτοκίνητο να γυρίσω στην πόλη.
Ανεβαίνοντας του Τρουμπέτα η ιταλίδα εκφωνήτρια του “Rdio Puglia 92.3 fm” Με πληροφορεί ότι « στρατιωτικά καμιόνια με εκατοντάδες νεκρούς του Μπέργαμο από τον Κορονοϊό οδεύουν προς τα κρεματόρια διότι τα νεκροταφεία δε χωράνε άλλους».
Στου Τρουμπέτα, μόλις περνάω το διάσελο, ξαναπιάνω «δεύτερο πρόγραμμα».
«Παραπονεμένα λόγια έχουν τα τραγούδια μας γιατί τ’ άδικο το ζούμε μέσα από την κούνια μας».
Ω! Μάνα μου!
Στις κορδέλες του Σκριπερού ένας (άχρονος) Μητροπάνος με αναζητά «στη Σαλονίκη ξημερώματα.»
Ζεϊμπέκικο! Φαντάσου να τονε βάζανε  να τραγουδήσει και Ισπανικό τάγκο.
Παλεύω να βρω το κουμπί να αλλάξω σταθμό.
Πατάω την διπλή διαχωριστική γραμμή πάνω στις στροφές.
Ας ελπίσουμε να μην έρχεται κανένας από απέναντι που ακούει Μάλαμα.
Πάω στην Λαϊκή.  Άκουσα ότι οι τράτες βγάλανε σαρδέλα και γαύρο.
Απολυμαίνω τα παπούτσια μου στην είσοδο σε ειδικά ποτισμένο χαλάκι με αντισηπτικό.
Τέσσερα ευρώ η σαρδέλα , τέσσερα και ο γαύρος.
Παίρνω από μισό κιλό.
Συναντάω ένα παλιό στρατόκαυλο των ειδικών δυνάμεων με κοιλιά και φαλάκρα.
«Για όλα φταίει ο Σόρος, η λέσχη Μπίντελμεργκ, οι Εβραίοι, οι Τούρκοι, μας ψεκάζουν…»
Τον αφήνω να παραληρεί και φεύγω.
Στην Θεοτόκη συναντάω έναν παλιό αριστερό καθηγητή με μουστάκι.
«Ο Καπιταλισμός τα έχει σχεδιάσει όλα τόσο  καλά που εμείς (οι τιποτένιοι) είμαστε έρμαια των σχεδίων του».
Στο Σαρόκο ένα σιντριβάνι στη μέση του δρόμου .
Έσπασε η σωλήνα της ΔΕΥΑΚ.
Θα μας κόψανε το νερό και δεν θα μπορώ να πλύνω τα ψάρια.
Γράφω διηγήματα μέχρι νάρθει το νερό.
Την Κυριακή θα ξαναπάω στο χωριό.
Ας ελπίσουμε να έχει χρονιστεί ο Γκιώνης.
Φοβάμαι ότι πάσχω και εγώ.
Ίσως όχι από Κορονοϊό.
Σίγουρα όμως από μανιοκατάθλιψη.

Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

Ο Μίμης ο ροκάς και άλλες ιστορίες




Μεταξύ  10 και μισή και 11 και μισή  κάθε πρωί  πίνω τον καφέ μου σε λαϊκό καφενεδάκι - ψιλικατζίδικο -  παντοφλάδικο  κάτω από βόλτα της Πολυχρονίου Κωνσταντά.
 
Εκείνη την ιερή στιγμή του μοναδικού καφέ και του μοναδικού τσιγάρου δεν θέλω πολλές επαφές.
Σαν επίτηδες τότε θα περάσουν όλοι.
Μου συμβαίνει και στο κατούρημα. Άμα πάω να κατουρήσω στην ερημιά τότε θα περάσει όλη η Κέρκυρα από δίπλα μου.
Ο Μίμης εμφανίστηκε πριν στρίψω το τσιγάρο. Πήρε καρέκλα και κάθισε λοξώς απέναντι μου κοιτάζοντας αλλού με βλέμμα ανήσυχο.
Όταν ήταν μικρός  ήταν σκληρός ροκάς  αλλά συν το χρόνω μαλάκωσε. Το χούι πάντως δεν τόκοψε.
Έχει στο σπίτι του μια τεράστια συλλογή δίσκων βινυλίου που σε πηγαίνουν πολύ πίσω.
Έχει και μπαράκι τώρα πια με ουίσκι , ξηρούς καρπούς  σε ειδικό γυάλινο δισκάκι και ποτήρια ανάλογα.
Λόγω ηλικίας αλλά και λόγω τσιγκουνιάς όταν σου βάζει το ουίσκι το χέρι του τρέμει.
Του το κρατάω σταθερό.
Μου βάζει παλιά κομμάτια της μακρινής μας νεότητος . Δεν με αφήνει να τα ακούσω διότι ενδιαμέσως κάνει διάφορα σχόλια για το συγκρότημα και την πορεία του καθενός εξ αυτών.
Έχει μια  φετιχιστική σχέση με το βινύλιο και απεχθάνεται την  βαρβαρότητα της ψηφιοποιημένης μουσικής.
Τολμώ να ψελλίσω ότι «το παρελθόν  είναι για να μας διδάσκει , δεν είναι για να μας στοιχειώνει».
Δεν με ακούει.
Ο Μίμης έχει και κοτσίδα.
Βασικά είναι καραφλός αλλά έχει αφήσει μακρύ πίσω το μαλλί  το οποίο το έκανε αλογοουρά ώσπου αποφάσισε να τιμήσει και την ρέγγε και το έκανε  κοτσίδα ράστα.
Το πρωί που δουλεύει στην τράπεζα φοράει πάντα καπέλο για δύο λόγους. Πρώτον για να κρύβει την καράφλα και δεύτερον για να εγκλωβίζει εντός του καπέλου την κοτσίδα.
Κάνει (αναγκαστικά) παρέα με τον Λευτέρη (τον μικροαστό)  που δουλεύουνε μαζί.
Ο Λευτέρης έχει και αυτός καράφλα αλλά το εναπομείναν στο σβέρκο του μακρύ μαλλί  το  φέρνει εντέχνως και το κολλάει με έναν αριστοτεχνικό τρόπο  επάνω στην καράφλα.
Όταν αγναντεύουν τα πέλαγα πάνω από το ΝΑΟΚ  και έχει όστρια του Γαρμπή όλα πάνε καλά.
Αν το γυρίσει σε Σιροκολέβαντο  το μαλλί του Λευτέρη φτάνει μέχρι το άγαλμα του Διονυσίου Σολωμού.
Τέτοια προβλήματα δεν έχει ο Μίμης. Παρόλα αυτά του έχω επανειλημμένα τονίσει ότι «Τα ράστα δεν κάνουν τον Παππά».
Ο Μίμης, λοιπόν, για να ξαναγυρίσουμε στην Πολυχρονίου Κωνσταντά, είναι ανήσυχος διότι «το παιδί» πρέπει να πάει φαντάρος και η «κατάσταση είναι ανησυχητική».
Το «παιδί» είναι δέκα χρόνια για σπουδές στην Ιταλία και έχει μεγαλύτερη καράφλα από τον πατέρα του. Θα βάλουνε μέσο γα να υπηρετήσει στον Ναυτικό σταθμό.  «Να είναι κοντά στο σπίτι».
«Να του κάνουνε μια σκοπιά στην ταράτσα της πολυκατοικίας να είναι κοντύτερα» σχολιάζω αφελώς.
«Κοίταξε…»  μου λέει «εμείς ουδέποτε τα πηγαίναμε καλά με τους στρατοκαβλους  αλλά τώρα βρεθήκαμε στην ανάγκη . Είναι και αυτή η κωλοκατάσταση στον Έβρο με  όλους αυτούς τους τζιχαντιστές του Ερντογάν και δεν είναι για να μπλέκουμε» .
Σηκώνεται να φύγει.
Δίκιο έχεις ρε Μίμη,   να βρεθούμε κανένα βράδυ να ακούσουμε το “Imagine all the people” να θυμηθούμε τα παλιά.

Σηκώνομαι και εγώ. Πιο πέρα στήνουν το μαγαζί οι συνήθεις μάρτυρες του Ιεχωβά.
Μου δίνουν φυλλάδιο για την «οικογενειακή ευτυχία».
Η μία , η σιτεμένη,  φοράει γυαλιά και έχει ύφος διαβασμένης και  πνευματικά προπονημένης.
Η άλλη , η νεαρά,  έχει ύφος χαρούμενης  ακτιβίστριας του  ψαγμένου χριστιανισμού.
Παίρνω το φυλλάδιο . «Συγχαρητήρια για την συμβολή σας  στην ανακούφιση των βασάνων των προσφύγων.» λέω στην νεαρά.
Δεν καταλαβαίνει τον σαρκασμό και παίρνει  θάρρος .
«Να σας διαβάσω ένα απόσπασμα από την Αγία Γραφή».

«Όχι αυτό … εμένα μου αρέσουνε τα Highlight … γύρισε το στο 

Κατά Ματθαίο κεφάλαιο 31 εδάφιο 46 εκεί που λέει «ξένος ημήν και συνηγάγετε με…»
Η Νεαρά με κοιτάει αιφνιδιασμένη. Η σιτεμένη  καταλαβαίνει και την σκουντάει.
Φεύγω πριν αγριέψουν τα πράματα. Σε έναν προηγούμενο μεσαίωνα  αυτές οι δύο αν είχαν δύναμη  θα με  πέρναγαν από ιερά εξέταση και θα με καίγανε σαν τον Τζιορντάνο Μπρούνο στο Πεντοφάναρο.
Στην είσοδο του σούπερ μάρκετ συναντώ την Μαρία την λογοτέχνιδα.
Καλοπληρωμένη μέση κρατική υπάλληλος αυτή και ο αντρούλης της . Κάνανε μια μικρή περιουσία και εσχάτως ασχολείται με την συγγραφή  προοδευτικών άρλεκιν πασπαλισμένα με μπόλικο τριμμένο πεκορίνο  Αμφιλοχίας.
Είναι «ανθρωπίστρια αλλά θέλει τόσους δυστυχισμένους πρόσφυγες  όσους είναι δυνατό »… έτσι ώστε να μην διαταραχθεί η οικογενειακή της ευτυχία.
Στα αλλαντικά περιμένει υπομονετικά ο Κώστας από τσου Σιναράδες. Διαβασμένος αριστερός  με θητεία σε οργανώσεις και  μαρξιστικολενινιστική παιδεία .
«Οι μουσουλμάνοι είναι φορείς μεσαιωνικών αντιλήψεων  που εάν έρθουν σε επαφή με εμάς θα αλλοιώσουν τον μακραίωνο εργατικό μας πολιτισμό».
Μάλιστα.
Η Κυρά Ειρήνη μπροστά του  θέλει δέκα ζαμπόν και δέκα τυρί «για το παιδί».
Φοβάται το κορονοϊό και θα πάει να μεταλάβει «τσου καθολικούς που δεν έχουνε κουταλάκι και σου δίνουνε παστίλια».

Αύριο θα πάω να πιώ τον καφέ μου στο «Λουνάτικο».
«Λουνάτικο» εκ του φεγγαριού .
Σαν να λέμε «Σεληνιασμένο».
Το καφενεδάκι των τρελών του ψυχιατρείου μας κάτω από τα αιωνόβια δένδρα.
Μια όαση ηρεμίας και λογικής μέσα στην ερημία της μικρής  μας πόλης.