Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

Ο Μίμης ο ροκάς και άλλες ιστορίες




Μεταξύ  10 και μισή και 11 και μισή  κάθε πρωί  πίνω τον καφέ μου σε λαϊκό καφενεδάκι - ψιλικατζίδικο -  παντοφλάδικο  κάτω από βόλτα της Πολυχρονίου Κωνσταντά.
 
Εκείνη την ιερή στιγμή του μοναδικού καφέ και του μοναδικού τσιγάρου δεν θέλω πολλές επαφές.
Σαν επίτηδες τότε θα περάσουν όλοι.
Μου συμβαίνει και στο κατούρημα. Άμα πάω να κατουρήσω στην ερημιά τότε θα περάσει όλη η Κέρκυρα από δίπλα μου.
Ο Μίμης εμφανίστηκε πριν στρίψω το τσιγάρο. Πήρε καρέκλα και κάθισε λοξώς απέναντι μου κοιτάζοντας αλλού με βλέμμα ανήσυχο.
Όταν ήταν μικρός  ήταν σκληρός ροκάς  αλλά συν το χρόνω μαλάκωσε. Το χούι πάντως δεν τόκοψε.
Έχει στο σπίτι του μια τεράστια συλλογή δίσκων βινυλίου που σε πηγαίνουν πολύ πίσω.
Έχει και μπαράκι τώρα πια με ουίσκι , ξηρούς καρπούς  σε ειδικό γυάλινο δισκάκι και ποτήρια ανάλογα.
Λόγω ηλικίας αλλά και λόγω τσιγκουνιάς όταν σου βάζει το ουίσκι το χέρι του τρέμει.
Του το κρατάω σταθερό.
Μου βάζει παλιά κομμάτια της μακρινής μας νεότητος . Δεν με αφήνει να τα ακούσω διότι ενδιαμέσως κάνει διάφορα σχόλια για το συγκρότημα και την πορεία του καθενός εξ αυτών.
Έχει μια  φετιχιστική σχέση με το βινύλιο και απεχθάνεται την  βαρβαρότητα της ψηφιοποιημένης μουσικής.
Τολμώ να ψελλίσω ότι «το παρελθόν  είναι για να μας διδάσκει , δεν είναι για να μας στοιχειώνει».
Δεν με ακούει.
Ο Μίμης έχει και κοτσίδα.
Βασικά είναι καραφλός αλλά έχει αφήσει μακρύ πίσω το μαλλί  το οποίο το έκανε αλογοουρά ώσπου αποφάσισε να τιμήσει και την ρέγγε και το έκανε  κοτσίδα ράστα.
Το πρωί που δουλεύει στην τράπεζα φοράει πάντα καπέλο για δύο λόγους. Πρώτον για να κρύβει την καράφλα και δεύτερον για να εγκλωβίζει εντός του καπέλου την κοτσίδα.
Κάνει (αναγκαστικά) παρέα με τον Λευτέρη (τον μικροαστό)  που δουλεύουνε μαζί.
Ο Λευτέρης έχει και αυτός καράφλα αλλά το εναπομείναν στο σβέρκο του μακρύ μαλλί  το  φέρνει εντέχνως και το κολλάει με έναν αριστοτεχνικό τρόπο  επάνω στην καράφλα.
Όταν αγναντεύουν τα πέλαγα πάνω από το ΝΑΟΚ  και έχει όστρια του Γαρμπή όλα πάνε καλά.
Αν το γυρίσει σε Σιροκολέβαντο  το μαλλί του Λευτέρη φτάνει μέχρι το άγαλμα του Διονυσίου Σολωμού.
Τέτοια προβλήματα δεν έχει ο Μίμης. Παρόλα αυτά του έχω επανειλημμένα τονίσει ότι «Τα ράστα δεν κάνουν τον Παππά».
Ο Μίμης, λοιπόν, για να ξαναγυρίσουμε στην Πολυχρονίου Κωνσταντά, είναι ανήσυχος διότι «το παιδί» πρέπει να πάει φαντάρος και η «κατάσταση είναι ανησυχητική».
Το «παιδί» είναι δέκα χρόνια για σπουδές στην Ιταλία και έχει μεγαλύτερη καράφλα από τον πατέρα του. Θα βάλουνε μέσο γα να υπηρετήσει στον Ναυτικό σταθμό.  «Να είναι κοντά στο σπίτι».
«Να του κάνουνε μια σκοπιά στην ταράτσα της πολυκατοικίας να είναι κοντύτερα» σχολιάζω αφελώς.
«Κοίταξε…»  μου λέει «εμείς ουδέποτε τα πηγαίναμε καλά με τους στρατοκαβλους  αλλά τώρα βρεθήκαμε στην ανάγκη . Είναι και αυτή η κωλοκατάσταση στον Έβρο με  όλους αυτούς τους τζιχαντιστές του Ερντογάν και δεν είναι για να μπλέκουμε» .
Σηκώνεται να φύγει.
Δίκιο έχεις ρε Μίμη,   να βρεθούμε κανένα βράδυ να ακούσουμε το “Imagine all the people” να θυμηθούμε τα παλιά.

Σηκώνομαι και εγώ. Πιο πέρα στήνουν το μαγαζί οι συνήθεις μάρτυρες του Ιεχωβά.
Μου δίνουν φυλλάδιο για την «οικογενειακή ευτυχία».
Η μία , η σιτεμένη,  φοράει γυαλιά και έχει ύφος διαβασμένης και  πνευματικά προπονημένης.
Η άλλη , η νεαρά,  έχει ύφος χαρούμενης  ακτιβίστριας του  ψαγμένου χριστιανισμού.
Παίρνω το φυλλάδιο . «Συγχαρητήρια για την συμβολή σας  στην ανακούφιση των βασάνων των προσφύγων.» λέω στην νεαρά.
Δεν καταλαβαίνει τον σαρκασμό και παίρνει  θάρρος .
«Να σας διαβάσω ένα απόσπασμα από την Αγία Γραφή».

«Όχι αυτό … εμένα μου αρέσουνε τα Highlight … γύρισε το στο 

Κατά Ματθαίο κεφάλαιο 31 εδάφιο 46 εκεί που λέει «ξένος ημήν και συνηγάγετε με…»
Η Νεαρά με κοιτάει αιφνιδιασμένη. Η σιτεμένη  καταλαβαίνει και την σκουντάει.
Φεύγω πριν αγριέψουν τα πράματα. Σε έναν προηγούμενο μεσαίωνα  αυτές οι δύο αν είχαν δύναμη  θα με  πέρναγαν από ιερά εξέταση και θα με καίγανε σαν τον Τζιορντάνο Μπρούνο στο Πεντοφάναρο.
Στην είσοδο του σούπερ μάρκετ συναντώ την Μαρία την λογοτέχνιδα.
Καλοπληρωμένη μέση κρατική υπάλληλος αυτή και ο αντρούλης της . Κάνανε μια μικρή περιουσία και εσχάτως ασχολείται με την συγγραφή  προοδευτικών άρλεκιν πασπαλισμένα με μπόλικο τριμμένο πεκορίνο  Αμφιλοχίας.
Είναι «ανθρωπίστρια αλλά θέλει τόσους δυστυχισμένους πρόσφυγες  όσους είναι δυνατό »… έτσι ώστε να μην διαταραχθεί η οικογενειακή της ευτυχία.
Στα αλλαντικά περιμένει υπομονετικά ο Κώστας από τσου Σιναράδες. Διαβασμένος αριστερός  με θητεία σε οργανώσεις και  μαρξιστικολενινιστική παιδεία .
«Οι μουσουλμάνοι είναι φορείς μεσαιωνικών αντιλήψεων  που εάν έρθουν σε επαφή με εμάς θα αλλοιώσουν τον μακραίωνο εργατικό μας πολιτισμό».
Μάλιστα.
Η Κυρά Ειρήνη μπροστά του  θέλει δέκα ζαμπόν και δέκα τυρί «για το παιδί».
Φοβάται το κορονοϊό και θα πάει να μεταλάβει «τσου καθολικούς που δεν έχουνε κουταλάκι και σου δίνουνε παστίλια».

Αύριο θα πάω να πιώ τον καφέ μου στο «Λουνάτικο».
«Λουνάτικο» εκ του φεγγαριού .
Σαν να λέμε «Σεληνιασμένο».
Το καφενεδάκι των τρελών του ψυχιατρείου μας κάτω από τα αιωνόβια δένδρα.
Μια όαση ηρεμίας και λογικής μέσα στην ερημία της μικρής  μας πόλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: