Τέτοιες
μέρες, τον σκληρό χειμώνα του 2012, με κάλεσαν να αντικαταστήσω τις σκουριασμένες
τροχαλίες από τις απλώτριες της Σιόρας Λουτσίας
και του κυρίου Δημήτρη.
Τα διώροφα
σπίτια τους στο Καμπιέλο βρίσκονται το ένα ακριβώς απέναντι από το άλλο .
Τυπικά
σπίτια της γραφικής αυτής συνοικίας που υποβάλλονται κάθε χρόνο στο μαρτύριο της υγρασίας και της φωτογράφισης
από ανέμελους τουρίστες.
Εντυπωσιάζονται
περισσότερο από την μοναδική ανά τον
κόσμο πατέντα του απλώματος των ρούχων από
τον ένα τοίχο στον άλλον.
Οι
μόνοι που ενοχλούνται είναι οι περαστικοί Κερκυραίοι όταν τα ρούχα δεν έχουν στυφτεί
καλά και στάζουν στο κεφάλι τους.
Εκτοξεύουν
διάφορες αυτοσχέδιες βρισιές και κατάρες προς τις ουράνιες απλώτριες και συνεχίζουν
μουρμουρίζοντας.
Εκείνο
που ελάχιστοι γνωρίζουν είναι ότι ανάμεσα στις οικογένειες των δύο σπιτιών υπάρχει πάντα μια άτυπη ανακωχή και αποχή από παντός
είδους αψιμαχίες.
Οι τσακωμοί
γίνονται συνήθως με τους παρακάτω και τους παραδίπλα .
Ποτέ
με τους απέναντι.
Ένας τσακωμός
με τους απέναντι μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες καταστάσεις μέχρι του
σημείου να κόψει ο ένας το σχοινί του αλλουνού και να βρωμέψουν ολόκληρες
οικογένειες.
Ο
Κύριος Δημήτρης ζούσε με την γυναίκα του
λόγω του ότι «τα παιδιά είχαν πάρει το δρόμο τους».
Η γυναίκα
του κυρίου Δημήτρη , λέγανε ότι έβγαινε σπάνια από το σπίτι.
Αντιθέτως,
εντός του σπιτιού περπατούσε ασταμάτητα.
Περπατούσε
αμίλητη σαν ξωτικό με πολύ μικρά βήματα που σου έδιναν την εντύπωση ότι τσουλούσε
στα πατώματα πάνω σε αόρατα ροδάκια.
Σπάνια
καθόταν σε καρέκλα . Πήγαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο και ανεβοκατέβαινε τις ξύλινες σκάλες για ασήμαντους λόγους.
Κάποτε αρρώστησε και συνέχισε τα βιάτζα στους διαδρόμους του νοσοκομείου
κρατώντας το στάντ με τους ορούς.
Κάποια
στιγμή σταμάτησε σαν εκείνα τα παιδικά παιχνίδια που τους τελειώνει η μπαταρία η
που εξαντλείται το ελατήριο.
Έτσι
έμεινε μόνος ο κύριος Δημήτρης.
Πριν
περάσει ένας χρόνος πέθανε και ο άντρας της κυρίας Λουτσίας απέναντι.
Ούτε
αυτόν τον γνώρισα.
Λέγανε
ότι ήταν μονίμως μεθυσμένος και το σπίτι
«το κράταγε η Λουτσία».
Μετά
την περίοδο των θρήνων επήλθε η καθιερωμένη προσωρινή ηρεμία στο καντούνι του
Καμπιέλου.
Ώσπου
ήρθε η ώρα, όπως πάντα, των ανακαινίσεων.
Πρώτη
προτεραιότητα είχαν οι σκουριασμένες τροχαλίες από τις απλώτριες.
Με
ρώτησαν πόσα χρόνια θα αντέξουν οι καινούργιες.
Τους απάντησα
ότι οι καινούργιες είναι ανοξείδωτες και λογικά θα πρέπει να αντέξουν πολύ
περισσότερο από τις παλιές που ήταν από απλό σίδερο και άντεξαν διακόσια χρόνια
.
«Δεν
ημπορώ να σας δώσω και γραπτή εγγύηση αλλά αν σας χαλάσουν ελάτε να με βρείτε. Θα
βρίσκομαι στον παράδεισο τρίτο παγκάκι δεξιά όπως μπαίνετε».
Γελάσαμε
με το υπαρξιακό υπονοούμενο και βάλαμε μπροστά την εργολαβία.
Το
σπίτι του κυρίου Δημήτρη πλέον είχε προσαρμοστεί στην νέα εργένικη περίοδο της ζωής του.
Οι
τοίχοι ήταν γεμάτοι κουάδρα εντελώς άσχετα μεταξύ τους.
Περισσότερο
έμοιαζαν με κολάζ διαφόρων σημαντικών για αυτόν στιγμών του βίου του.
Σε
περίοπτη θέση στο σαλόνι ήταν σε
πολυτελές κουάδρο μια παλιά φωτογραφία «του Βασιλέως» στο Λιστόν που χάιδευε το κεφάλι του κυρίου Δημήτρη όταν αυτός φορούσε ακόμα κοντά παντελονάκια.
«Ο
Βασιλεύς» , για τον πατέρα του κυρίου Δημήτρη, δεν ήτο πολιτική επιλογή. «Ήτο κάτι υπεράνω των πολιτικών παθών».
Ακριβώς
δίπλα ..ο Στάλιν βλοσυρός.
Απέναντι
σε εξίσου περίοπτη θέση ένα πολυτελές κουάδρο όπου εντός υπήρχε ένα κιτρινισμένο απόκομμα του
«Ριζοσπάστη» του 1977 κομμένο έτσι που
δεν εστίαζε πουθενά.
Ρωτώντας
έμαθα ότι επρόκειτο για ένα φύλλο που του επούλησε μια νεαρά Κνίτισα
για την οποία τον κατέτρωγε ένας ανομολόγητος έρωτας , ώσπου αυτή παντρεύτηκε
ένα δικηγόρο, εγκατέλειψε την επανάσταση
και έγινε ταμίας σε μια φιλανθρωπική
οργάνωση της μασονικής στοάς.
Να μη
σας τα πολυλογώ, στους τοίχους του σπιτιού του κυρίου Δημήτρη έβρισκες
κρεμασμένα αμέτρητα μικρά αποσπάσματα από
την πολυτάραχη ζωή του.
Εκεί
που υπήρχε το πρόβλημα ήταν στα τραπέζια και στο κρεβάτι του.
Εκεί
επάνω υπήρχαν τα πάντα. Κουτιά από πίτσες μισοφαγωμένες, φλιτζάνια με
απολιθωμένα κατακάθια καφέ, κουτιά με
κουβαρίστρες και βελόνες, τα άπαντα του Διονυσίου Σολωμού, ένα ηλεκτρικό
σίδερο, ένα κουτί με βίδες και κατσαβίδια, η «Καθημερινή της Κυριακής»,
πινέζες, δίσκοι βινυλίου, ένα φωτιστικό προς επισκευή, μια μυγοσκοτώστρα και
χιλιάδες άλλα μικροαντικείμενα που συνέθεταν ένα απίστευτο χάος.
Παρόλα
αυτά , όταν ο κύριος Δημήτρης έβγαινε έξω ήταν ντυμένος στην τρίχα. Κουστούμι
καλοσιδερωμένο, γυαλιά , καπέλο ,μαντηλάκι στο πέτο και δυό φύλλα χαρτί
κουζίνας στην τσέπη του σακακιού μην
χρειαστεί να φυσήξει διακριτικά την μύτη του.
Η
Σιόρα Λουτσία ήταν η απέναντι πλευρά του κόσμου.
Τα
πάντα μέσα στο σπίτι της ήταν τακτοποιημένα και ξεσκονισμένα σε τέτοιο βαθμό
που ένοιωθες ενοχές που ανάσαινες.
Έβλεπες
ότι τίποτα δεν βρισκόταν τυχαία κάπου. Τάξη
σε τέτοιο βαθμό που σου προκαλούσε άγχος.
Μουφτιαξε
καφέ σε μια παλιά και κατακάθαρη κούκουμα.
Πρόσεχα
μην λερώσω το φλιτζάνι με τα χείλι μου.
Πολύ
το εκτίμησε.
Τόσο
που μου αποκάλυψε ένα «μυστικό» τόσο κρυφό που τόξερανε οι πάντες μέχρι τον Άι
Νικόλα τον Ντεβέκια και παρακάτω.
«Κάθε
13 Δεκέμβρη, στην γιορτή της Σάντα Λουτσία, κάποιος αφήνει μια
ανθοδέσμη κρυφά στην πόρτα»
Όταν
τελείωσα με την τοποθέτηση της ανοξείδωτης
τροχαλίας ήταν για την Σιόρα Λουτσία σαν να ξαναγεννήθηκε.
Βάλθηκε
να απλώσει αμέσως την μπουγάδα της.
Τα
σεντόνια όλα στην σειρά σε ακριβείς αποστάσεις.
Αμέσως
μετά οι «γκιλότες» ανα χρώμα.
Ακολουθούσαν
οι πετσέτες ζυγισμένες ακριβώς.
Τέλος
οι μαξιλαροθήκες τόσο ατσαλάκωτες που νόμιζες ότι προηγουμένως τις είχε σιδερώσει.
Στο
διπλανό σχοινί η μπουγάδα του κυρίου Δημήτρη.
Λες
και πέταγε τα ρούχα από μακριά.
Τούχανε
τελειώσει και τα μανταλάκια και έδενε τα ποκάμισα από τα μανίκια.
Χάος.
Μάζεψα
τα εργαλεία μου να φύγω.
Βγήκα
στο καντούνι .
Από απέναντι
βγήκε και ο κύριος Δημήτρης κουστουμαρισμένος για την βόλτα του.
Κοντοστάθηκε
και κοίταζε εκστασιασμένος την μπουγάδα της Σιόρα Λουτσία.
«Κυρία
Λουτσία μου.
Αυτό
δεν είναι μπουγάδα.
Αυτό είναι
ποίημα!»
2 σχόλια:
Πολύ καλο....
Όπως πάντα ωραίος
Δημοσίευση σχολίου