Κάποτε ζούσε ένας
Κερκυραίος ευγενής σε ένα παλιό αρχοντικό χτισμένο στην άκρη ενός λιβαδιού.
Για την ακρίβεια, ο
λεγάμενος ήταν γόνος μια παλιάς οικογένειας ευγενών που ζούσαν για αιώνες σε
εκείνο το μέρος.
Σήμερα δεν υπάρχουν πια
αρκετοί ευγενείς. Άσε που οι ιστορικοί αμφισβητούν και το κατά πόσο
υπήρξαν ποτέ.
Ας είναι.
Ο Ευγενής , λοιπόν, ζούσε σαν ερημίτης επειδή η καταγωγή του και η
μόρφωσή του δεν του επέτρεπαν να συχνάζει σε ταβέρνες και καφενεία η να κάνει
παρέα με ανθρώπους της πλέμπας.
Ο υπηρέτης του ήταν ένας χοντροκόκαλος Αλβανός χωριάτης
που όπως όλοι οι χοντροκόκαλοι Αλβανοί χωριάτες ήξερε τα πάντα.
Ήταν υδραυλικός , αγρότης, ηλεκτρολόγος, χτίστης,
ιπποκόμος , αστροφυσικός , πιλότος, πρώην πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών του
Ενβέρ Χότζα και οινοποιός.
Η χοντροκόκαλη γυναίκα του χοντροκόκαλου Αλβανού ήταν καμαριέρα, σερβιτόρα, λατζιέρα,
μάγειρας, γιατρέσσα και αρτοποιός.
Τα καλοκαίρια ερχόταν και η κόρη του Ευγενούς από την
Αγγλία όπου εσπούδαζε μια άγνωστη επιστήμη την οποία ο Αλβανός την περιέγραφε
κάθε φορά και με διαφορετικό τρόπο.
Ο μόνος φίλος του Ευγενούς ήταν ένας γείτονας υποευγενής ο
οποίος έμενε λίγο πιο πέρα και συχνά επισκεπτόταν το αρχοντικό.
Οι δύο φίλοι ζούσαν απομονωμένοι συζητώντας για σπουδαία ζητήματα διεθνούς
πολιτικής , ιστορίας, φιλοσοφίας και
τέχνης περασμένων εποχών.
Ζούσαν στο νησί αλλά ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξή τους.
Όλα κυλούσαν
νωχελικά στο ευγενικό περιβάλλον
ώσπου ένα καλοκαίρι ο ηλικιωμένος
υποευγενής ερωτεύτηκε την κόρη του ηλικιωμένου ευγενούς.
Το αίσθημα ήταν αμοιβαίο και κατά την διάρκεια του
φλογερού εκείνου καλοκαιριού η
χοντροκόκαλη γυναίκα του χοντροκόκαλου Αλβανού
ψιθύρισε στο αυτί του ηλικιωμένου ευγενούς τα μαντάτα.
Ο ηλικιωμένος ευγενής έγινε έξαλλος και κάλεσε τον ηλικιωμένο υποευγενή σε
απολογία.
Ο υποευγενής παραδέχθηκε τον παράνομο δεσμό του με την
φοιτήτρια και ο ευγενής τονε κάλεσε σε μονομαχία.
Η μονομαχία έγινε όπως είθισται παρουσία μαρτύρων.
Μάρτυρας ήμουν εγώ και η χοντροκόκαλη Αλβανίδα ενώ ο χοντροκόκαλος Αλβανός ανέλαβε να φέρει
τα σπαθιά και να κάνει τον διαιτητή.
Η εξέλιξη της μονομαχίας (στην πραγματική
πραγματικότητα) δεν μας πολύ αφορά διότι
είχε μια κατάληξη που δεν αρμόζει στο ρομαντικό πνεύμα του αφηγήματος
μας .
Για αυτό τον λόγο
καλό είναι να την εγκαταλείψουμε προς το παρόν (αν και όσο υπάρχει)
και να περάσουμε στο χώρο της
μυθοπλασίας περίπου.
Άλλωστε εκεί μπορούμε να βρεθούμε πιο κοντά στην αλήθεια.
Στην διάρκεια της μονομαχίας , λοιπόν, ο ερωτύλος υποευγενής σκοτώνει τον ευγενή
πατέρα και έτσι τελειώνει το πρώτο μέρος
του έργου όπως συμβαίνει συνήθως.
Τα δύσκολα αρχίζουν στο δεύτερο μέρος όταν η φοιτήτρια
φεύγει για την Αγγλία, οι χοντροκόκαλοι Αλβανοι
αναχωρούν προς εξεύρεση νέου αφέντη και ο υποευγενής μένει μόνος στην
ερημιά.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά η ταπεινή γειτονική κοινότητα
μη έχοντας άλλη σπουδαία προσωπικότητα
για να καμαρώνει τοποθετεί στο
φόρο του χωριού την προτομή του εκλιπόντος ευγενούς.
Ο υποευγενής ζώντας
σε πλήρη αναστάτωση , αποφασίζει να
ξεκαθαρίσει τα πράματα.
Πηγαίνει το βράδυ στην πλατεία του χωριού και καλεί το
άγαλμα σε δείπνο.
Προφανώς η όλη
εξέλιξη του δράματος παραπέμπει
στον «Δόν Τζιοβάνι».
Πόσες όμως
καθημερινές δραματικές ιστορίες δεν παραπέμπουν κάπου.
Το άλλο πρωί ο υποευγενής πηγαίνει στου Βασιλόπουλου και
αγοράζει ότι καλύτερο υπήρχε για το βραδινό δείπνο.
Ετοιμάζει το τραπέζι και κάθεται στη μία άκρη
περιμένοντας.
Στις 12 τα μεσάνυχτα εμφανίζεται ο ευγενής και κάθετε στην
άλλη άκρη του τραπεζιού.
Ο υποευγενής του εξηγεί ήρεμα ότι «οι καιροί έχουν
αλλάξει» και ότι ο έρωτας ανάμεσα σε έναν ηλικιωμένο υποευγενή και μια νεαρή
φοιτήτρια μιας ακατανόητης επιστήμης δεν μπορεί να είναι ταμπού.
Ο Ευγενής του αντιτείνει ότι «πήγε με την μονάκριβη κόρη
του όχι διότι την ερωτεύτηκε αλλά σε μια αγωνιώδη προσπάθεια του να
αντιμετωπίσει την προοπτική του επερχόμενου θανάτου του».
Ο υποευγενής εκνευρίστηκε και τον κατηγόρησε ότι δεν
ντροπιάστηκε τόσο για τον έρωτα της κόρης του όσο του ότι, κατά βάθος, «έβλεπε την κόρη του ως γυναίκα που του την
πήρε κάποιος άλλος».
Η Συζήτηση πήρε εκρηκτική
τροπή και πέρασε από το κρίσιμο
όριο μιας ομαλής επιστροφής.
Εκείνη την στιγμή (στον «Δόν Τζιοβάνι») πέφτουν σε μια δίνη και καταλήγουν και οι δύο στην κόλαση.
Στην πραγματική ζωή συνέβη το ίδιο αλλά λιγότερο θεαματικά
.
Μετά την μονομαχία ο ευγενής κατέληξε στο νοσοκομείο με
τρυπημένο το ποδάρι.
Είπαν ότι έπεσε και το τρύπησε σε κάποιο σιδερένιο πάλο
και το θέμα έληξε με δύο- τρία ράμματα, με έναν αντιτετανικό ορό και με μερικά amoxil των
1000 ml.
Σε έξι μήνες ο υποευγενής πέθανε από καρκίνο στομάχου.
Λίγο αργότερα πέθανε και ο ευγενής από ρήξη αορτής.
Έτσι και αλλιώς και οι δύο
επεδίωκαν τον θάνατό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου