Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

ΡΑΦΑΛΑΔΕΣ



Κάνει πολύ ζέστη και περνάω με την μηχανή απόγευμα από τους Μαλακιούς*.

Στο δρόμο του χωριού συναντάω μια γερόντισσα καθισμένη σε μια πλαστική καρέκλα στην άκρη του δρόμου, στον ίσκιο μιας  καρυδιάς.

Το σκέφτομαι και σταματάω.

-«Νόννα* , ξέρεις που είναι οι Ραφαλάδες?» ερωτώ.

-«Είναι πιο πάνω παιδί μου..περνάς τον Αγρό και θα βρεις ένα μικρό δρόμο που σε πάει εκεί».

-Υπήρχε παλιά κανένα μονοπάτι που μπορούσε να πάει κανείς κατευθείαν από δώ τσου Ραφαλάδες?» Ερωτώ ξανά.

- «Ήταν ένα στρατί αλλά τώρα είναι κλειστό από τσι βατσουνιές…» μου λέει η συμπαθέστατη γερόντισσα …..και συνεχίζει  «..αλλά τι να πάς να κάνεις εκεί …πέντε σπίτια είναι και δεν ηξέρω αν μένει κανείς».

-«Έχουμε στο χωριό μας ένα τραγούδι που λέει για τσου Ραφαλάδες και ήθελα να ξέρω» συνεχίζω.

-« Τραγούδι για τσου Ραφαλάδες!? …και τι λέει?.»

-«Λέει…
«Απόπερα τσου Μαλακιούς σιμά τσου Ραφαλάδες
Οπού ναι μια μελαχρινή γιομάτη νοστιμάδες

Το λυγερό τσι το κορμί πόσες καρδιές ραΐζει
Χορεύει λεβαντίνικο* και απ όλες  ξεχωρίζει

Με ζύγωσε χορεύοντες  και μούδωκε το χέρι
Αγιούτο* Παντοκράτορα να τηνε κάμω ταίρι.


Με κοίταγε και τα μάτια της είχανε βουρκώσει και  λάμπανε .

-«… και τώρα …. πάς να  τηνε   βρεις?»

Ξαφνιάστηκα ….κατάλαβα και συνέχισα εντελώς φυσικά.

-«Θα πάω  όταν νυχτώσει.»

-«Πρόσεχε παιδί μου γιατί είναι άγριοι αυτοί ….μη σε σκοτώσουνε».

Έβαλα μπροστά και έφυγα με έναν κόμπο στο λαιμό.



*Μαλακιοί = Χωριό της βόρειας Κέρκυρας που σήμερα ονομάζεται Δροσάτο.

*Νόννα (Nonna) = Γιαγιά

*Λεβαντίνικος χορός =  Ανατολίτικος χορός . Έτσι έλεγαν παλιά τους  παραδοσιακούς χορούς των Ενετών επειδή οι υπόλοιποι Ιταλοί έλεγαν τους Ενετούς Λεβαντίνους.

*Αγιούτο (Aiuto)  = Βοήθεια.

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

ΚΑΤΩ ΣΤΟΝ ΑΙ ΓΙΩΡΓΗ



Δεν τελειώσαμε ακόμα.
Οι καύσωνες συνεχίζονται.
Πριν την Παλιοκαστρίτσα στρίβεις δεξιά και ανεβαίνεις  στους Λάκωνες.
Δεν σταματάς στην Μπέλα Βίστα για καφέ γιατί το καρακιτσαριό έχει παραγίνει.
Πριν από τοπ Βίστωνα συναντάς μια ταμπέλα «προς Αϊ Γιώργη».
Στρίψε αριστερά.
Μην φοβάσαι .
Ο Δρόμος είναι φτιαγμένος καλά μέχρι κάτω στους Πάγους.
Στα διακόσια μέτρα θα βρεις ένα κιόσκι στην άκρη του δάσους. Πάρε  μια μποτίλια  άσπρο χωριάτικο κρασί και μια συκομαίδα.
Πεντακόσια μέτρα παρακάτω θα βρεθείς  στο χείλος  του γκρεμού στη θέση «χελιδόνι».
Κάτω από τα πόδια σου η  παραλία του Αι Γιώργη  και όλη η βορειοδυτική πλευρά του νησιού με τα διαπόντια νησιά.
Μαγεύεσαι!
Κατεβαίνεις  και κάθεσαι στην άκρη του βράχου , ανοίγεις την μποτίλια πίνεις μια γουλιά κρασί κόβεις  ένα κομμάτι συκομαίδα και ανάβεις και το τσιγάρο σου.
Δεν σε κυνηγάνε.
Πρόσεξε , όμως,  να μην κοιτάξεις πίσω σου.
Πίσω σου είναι το πτώμα… ο σκελετός μάλλον ….ενός τεράστιου  σπιτιού που θα ήθελε να είχε μπάνια , ξενώνες , λουτροκαμπινέδες, πλακάκια  γκαζόν και σαλόνι εκατόν είκοσι μέτρων .
 Εκεί θα γινόταν οι χοροί  της υψηλής κοινωνίας που θα  συνέρεε για να γνωρίσει από κοντά τον αφέντη του και  να το θαυμάσει.
Τώρα στέκει εκεί  ακίνητο  σαν στημένο κρανίο στην κορυφή του βουνού  στο έλεος κάποιας τράπεζας.
 Μην κοιτάς πίσω σου,  σου λέω!
 «Αφήστε τους νεκρούς να προελάσουν»
Κάνω το μπανάκι μου στο «Κρύο το νερό» και θυμάμαι το γνωστό χωριάτικο τραγουδάκι.
«Κάτω στον Αϊ Γιώργη στο κρύο το νερό
Σκοτώσαν τον Γιαννάκη………. Τριαλαριαριαροοοο…»

Γελάω γιατί το τραγούδι μιλάει με μιαν  εξόχως εύθυμη και χορευτική μουσική για ένα στυγερό έγκλημα.

Μούρχεται στο μυαλό ο Βαγγέλης ο Πρεβεζιάνος.

Έρχεται στο νησί ως αντιπρόσωπος μια εταιρείας φυτοφαρμάκων.

-«Τι ράτσα είσαστε εσείς οι κερκυραίοι ?» μου λέει.
-«Ο ένας δεν με πληρώνει , ο άλλος μου δίνει ραντεβού και δεν έρχεται, ο άλλος μου λέει να βρεθούμε «αμπονώρα με τσι έξι όρες» …..

-«Μη συνεχίζεις…»  του λέω  σοβαρά «… είμαστε διαφορετικοί πολιτισμοί»

Διακρίνω μια ανησυχία στα μάτια του, φοβάται κάποια σοβινιστική διάθεση από μέρους μου . Δεν δίνω σημασία και συνεχίζω.

«Για να καταλάβεις τι σου λέω πάρε ένα τραγούδι Ηπειρώτικο και ένα τραγούδι Κερκυραίικο που να μιλάνε ακριβώς για το ίδιο θέμα.
Παίρνουμε , για παράδειγμα  την ξενιτιά .
Το Ηπειρώτικο τραγούδι για την ξενιτιά  λέει αργόσυρτα:

 «Ορέ τα έρημα τα ξένααααα 
βρε Γιαννήηηηηη  Γιανάκη μουουουουουου!»

«Ξενιτιά είναι πως θέλεις να λέει?» Μου λέει ο Βαγγέλης.

«Άκου τώρα και το Κερκυραίικο»

«Έφυγε η Αγάπη μου
Και πήγε για τα ξένα
Με κάποιον άλλον τριγυρνά
Δε με θυμάται εμένα»

«Προσέχεις? ….Υπάρχει χαρά …υπάρχει αλεγκρία… υπάρχει εύθυμος χορός… βλέπουμε τις θετικές  πλευρές  της ζωής.
Πρώτον ξεφορτώνεσαι την αγάπη σου  που άλλος τρέχει είκοσι χρόνια στα δικαστήρια.
Δεύτερον  θα ξενογαμείς.
Τρίτον θα καλοπερνάει και η αγάπη σου  που την αγαπάς.
Τέταρτον θα σου στέλνει και κάνα φράγκο και…
Τέλος κάποια μέρα θα ξανάρθει (…δεν μπορεί παρά μια μέρα να ξανάρθειιιιιι).»

Πάρε τώρα ένα τραγούδι Ηπειρώτικο της χαράς και του έρωτα …λέει:

«Πάαααααμε στο λόοοοογγο 
για ξύλα μωρη Λέεεεενη…»

«Πού νάρθει η κακομοίρα η Λένη  ρε Βαγγέλη στο λόγγο ?….  που και για να γαμήσετε κλαίγοντας πηγαίνετε εσείς οι Ηπειρώτες!»

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΚΑΣΣΟΠΗΤΡΑ



Την γνώρισα όταν πρωτόρθα στο Νησί. Μέναμε δίπλα δίπλα. Μας χώριζε ένα μοροφίντο.
Τα σπίτια μας ήταν μόνα μέσα σε μια κατάφυτη περιοχή κοντά στην Πόλη με μια κοινή  αυλή.
Ο Γιός της ο Σπύρος έβγαινε τα μεσημέρια του καλοκαιριού –τότε θάταν  οχτώ χρονώ- να κάνει το μάθημα της μουσικής στην αυλή. Στέκονταν στην μέση της αυλής με μόνη του περιβολή ένα ξεχειλωμένο και λαδωμένο σλιπάκι .
 Έπαιρνε πόζα και ξεκίναγε να παίζει με το βιολί του ασταμάτητα  το μι  καντίνι . Μπροστά του  ερχόταν και καθόταν στα πίσω του πόδια ο Μάρκος , σήκωνε το κεφάλι του προς τον ουρανό και έβγαζε ένα ουρλιαχτό  σαν του Λύκου.
Ο Μάρκος ήταν ένα τεράστιο κοκκινοτρίχικο αλητόσκυλο  που τόφερε μια μέρα η Μαρία από την  Πόλη. Ζούσε ελεύθερο στην ανοιχτή αυλή, αλήτευε στη γύρω περιοχή, αγαπούσε την  κλασική μουσική και μισούσε θανάσιμα τους υπαλλήλους της ΔΕΗ που ερχόταν να μετρήσουν το ρεύμα του ρολογιού.  Εξαιτίας του είχαμε δύο χρόνια να πληρώσουμε ρεύμα (μέχρι που μας το  κόψανε από την κολόνα).
Από μέσα ακουγόταν  η  αυστηρή φωνή του Κώστα του πατέρα του:  «Σπύρο η άλλαξε νότα η πήγαινε στην Πυλίδα να κάνεις το μάθημα σου».
Περισσότερο μου άρεσε η  κόρη τους  η Αννούλα  όταν έβγαινε στην αυλή και τραγουδούσε. Η φωνή της ήταν σαν γάργαρο νερό . Γαλήνευε η ψυχή μας.
Σήμερα είναι μια  από τις καλύτερες τραγουδίστριες της Κέρκυρας.
Είχαμε και έναν κακό γείτονα , τον Ράμπο, που  έφτιαχνε μια τεράστια οικοδομή  πιο κάτω.
Ένα πρωί  ακούμε τους δίπλα που είχανε τις ερωτικές τους περιπτύξεις .. καταλαβαίνεται …αχχχ   ωωωωωχ! Καιταλοιπά.
Ετοιμάζομαι  να φύγω για την δουλειά και ξαφνικά ακούω νευρικά και δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Ανοίγω και βλέπω πρωί -πρωί μπροστά μου τη σκατόφατσα του Ράμπο.
-«Παρακαλώ  τι θέλετε?»
-«Να μαζέψεις αυτό το κοπρόσκυλο που μας κουβάλησες εδώ γιατί  έρχεται και χέζει  στην άμμο της οικοδομής και κοσκινίζουμε κάθε μέρα».
-«Μην συνεχίζετε  – του λέω- ο Σκύλος είναι του δίπλα».
Χωρίς να ζητήσει συγνώμη πηγαίνει και χτυπάει κατά τον ίδιο τρόπο την πόρτα της Μαρίας.
Κρατιέμαι να μην γελάσω και περιμένω.
Βγαίνει η Μαρία στην πόρτα τυλιγμένη με το σεντόνι σαν αρχαία Συβαρίτισσα.
-«Τι θέλεις ορέ?» του λέει
-«Να μαζέψεις αυτόν τον κοπρίτη που μας έφερες εδώ γιατί…..»
-«Άμε με φάε σκατα  ορε  κούταυλε »  του απαντάει.
-«Σε ποιόν είπες να πάει να φάει σκατά μωρή χωριάτσα»  Αντιτείνει αυτός .
Τότε βγαίνει ο Κώστας , φορώντας ανάποδα το σώβρακό του, και με μια εναέρια βουτιά που θα την ζήλευε και  ο Μπάτμαν  τον αρπάζει και τον αρχίζει στο ξύλο.
Έφυγε ο Ράμπο δαρμένος και δεν μας ξαναενόχλησε.
Η Μαρία και ο Κώστας έβγαζαν  πάντα το ψωμάκι τους πουλώντας δίσκους στο μικρό δισκοπωλείο που έχουν. Ο Κώστας είναι εξαιρετικός γνώστης της Ελληνικής μουσικής και συλλέκτης παλαιών δίσκων. Η Μαρία  έχει την  εξαιρετική  ικανότητα να προωθεί το εμπόρευμα  με έναν μοναδικό τρόπο.
 Έρχεται ο Ηπειρώτης οικοδόμος  που ήταν παντρεμένος με μια «Κερκυραία τσαπερδόνα»  και  με την οποία μόλις χώρισε.
 Έχει ύφος «ζητώ ακρόαση θεού και αλλαγή πλανήτη».
Τον περιλαβαίνει η Μαρία και τονε περνάει πρώτα από « ξομολόηση». Αφού τα μαθαίνει όλα , του κάνει μια επιλογή τραγουδιών ακριβώς για την περίπτωσή του.
Όποιον Ηπειρώτη τον απατήσει  κερκυραία , δεν πάει σε δικηγόρο , πάει στη Μαρία.
Η Μαρία αγαπάει τους φτωχούς , τους  προδομένους, τους ασκόπως περιφερόμενους, τους βιοπαλαιστές και τους αδέσποτους σκύλους.
Ήρθε και στην  διαδήλωση.
-«Εδώ είμαι»  μου λέει.
-«Το ξέρω» απαντώ.
Με έπιασε αλαμπρατσάντε …στο χέρι της κρατούσε ένα σκουπόξυλο και πάνω είχε καρφώσει ένα κομμάτι πανί κόκκινο προς κεραμιδί.
-«Δεν είχα άλλο ..είναι από ένα παλιό σεντόνι του Πίπη μου».  Μου δικαιολογήθηκε.

Επιτέλους ξαναγίνονται οι σημαίες μας κόκκινα κουρέλια που τα κρατούν στα χέρια τους φτωχοί άνθρωποι.

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Άγιος Σπυρίδωνας Νο 2 «Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ»



Ένα καλοκαίρι πριν από χρόνια κανόνισα με μια παρέα εξ Αθηνών να πάμε για διακοπές στην Χαλκιδική.
Ξεκινήσαμε με τις μηχανές και θα συναντιόμασταν στην Θεσσαλονίκη.
Κάναμε το γύρο και των τριών ποδιών (Άγιο όρος, Σιθωνία και Κασσάνδρα ) και περάσαμε σούπερ , (μοναστήρια , κατάνυξη, αγρύπνιες σε μοναστήρια και σε μπαρ, κάμπινγκ καιταλοιπά.
Στην επιστροφή χωρίσαμε ξανά στην Θεσσαλονίκη και εγώ αποφάσισα να γυρίσω  στην Ηγουμενίτσα  (για αλλαγή)  από το Πεντάλοφο.
Σε μια κωμόπολη πριν αρχίσουν τα βουνά του Πεντάλοφου . ποτ την λένε Νεάπολη σταμάτησα για να φουλάρω το ντεπόζιτο. Μετά την Νεάπολη και μέχρι την Κόνιτσα δεν υπήρχε ούτε πουλί πετάμενο.
Διαπιστώνω ότι τα λεφτά  που μου περισσεύουν δεν φτάνουν για να μπω στο  καράβι.
Ανεβαίνω τις στροφές προς το Πεντάλοφο και σκέφτομαι ότι στην Ηγουμενίτσα θα βρω , ως συνήθως,  κάποιον γνωστό και θα δανεισθώ .
Αποφασίζω να το βγάλω από το μυαλό μου και να απολαύσω την διαδρομή .
Μετά από ώρα, στην κορυφή των βουνών , έξω από το Πεντάλοφο βλέπω μια καντίνα στην άκρη του γκρεμού και στη μέση του πουθενά.
Σκέφτομαι ότι αφού τα λεφτά δεν μου φτάνουν που δεν μου φτάνουν, να φάω ένα σάντουιτς .
Κατεβαίνω και παραγγέλνω ένα θεϊκό σάντουιτς (το μοναδικό που είχε το κατάστημα ) με ψημένο χωριάτικο λουκάνικο  σε τραγανιστή  φρέσκια μπαγκέτα με σουσάμι.
Χρειάζομαι ακριβώς ένα χιλιάρικο πλέον για  το καράβι αλλά προσπαθώ να μην το σκέφτομαι.
Πάνω που βρίσκομαι στην μαγική στιγμή της πρώτης δαγκανιάς, πίσω από την καντίνα εμφανίζεται ένας τύπος με κοιλιά και μάλλον πιωμένος.
-«Από πουθείσαι  παλικάριμ’» μου λέει.
-«Από την Κέρκυρα» του απαντώ.
Γουρλώνει τα μάτια και έρχεται καταπάνω μου με ανοιχτή την αγκαλιά,  «Αδελφέ μου σε έψαχνα παντού».
-«Εμένα,  ρωτάω με ανησυχία».
-«Ναι Θέλω να μου κάνεις μια μεγάλη χάρη.»
Βγάζει από την κωλότσεπη ένα ταλαιπωρημένο πορτοφόλι και τραβάει από μέσα ένα χιλιάρικο.
-«Όταν πάς στην Κέρκυρα θέλω να πάς να ανάψεις ένα κερί στον Άγιο Σπυρίδωνα… τοχω κάνει τάμα».
Πάγωσα.
«Δεν είναι δυνατόν…», σκέφτομαι,   «…μια διαβολική σύμπτωση». «…Ώρα  είναι να  κλονιστούν τα πιστεύω ενός  Πατριάρχη του διαλεκτικού υλισμού σαν και εμένα».
-«Άκου φίλε …δώσε το χιλιάρικο σε κάναν άλλον γιατί εγώ δεν τα πάω καλά με τους Αγίους.
Τυλίγω το σάντουιτς και κάνω να ανέβω στη μηχανή. Με προλαβαίνει και μου βάζει το χιλιάρικο στην τσέπη.
-«Δώστο να το ανάψει η μάνα σου…. κάποιος άλλος..που να βρω άλλον Κερκυραίο εδώ πάνω.»
Μέχρι την Κόνιτσα γελούσα. Με κοιτούσαν περίεργα οι οδηγοί από τα  ελάχιστα αυτοκίνητα που συνάντησα.
Όταν έφτασα στο σπίτι μου λέω στην κόρη μου: “Παιδί μου πάρε αυτό το χιλιάρικο και πήγαινε να ανάψεις ένα κερί στον Άγιο».
Με κοίταξε σαν να με έβλεπε για πρώτη φορά.
-«Μπα! Μια φορά πήγες στο Αγιονόρος και το «γύρισες»?».
Το και το της λέω,  μου συνέβη.
-«και γιατί δεν τρώμε το χιλιάρικο σουβλάκια?...να το φάνε τα λαμόγια της εκκλησίας?» μου απαντά.
Παίρνω ύφος δημοδιδάσκαλου από διήγημα του Παπαδιαμάντη και της απαντώ.
-«Το χιλιάρικο , παιδί μου, αντιπροσωπεύει τον κόπο ενός αφελούς και αγνού ορεσίβιου χωριάτη. Θα του το φάει  κάποιος καπάτσος της εκκλησίας. Δεν έχω σκοπό να του το φάω εγώ.  Αν θέλει ο Άγιος Σπυρίδωνας ας του επιστρέψει το χιλιάρικο και ας τιμωρήσει το λαμόγιο. Όπως και νάχει το πράμα , πρόκειται για ξένα ιντερέσα .»
Πέρασαν μέρες και η κόρη καθυστέρησε να πάει να ανάψει το κερί… δεν ήταν ο δρόμος της. Εν τω μεταξύ οι παρέες μας είχαν μάθει την Ιστορία και ένα πρωί χτυπάει το τηλέφωνο.
-«Εμπρός!»
Ακούω μια βραχνή και βαριά φωνή.
-«Ο Κύριος Κυριάκης?»
-«Μάλιστα …λέγεται»
-«Άγιος Σπυρίδωνας εδώ ..θα ρθείτε επιτέλους να ανάψετε εκείνο το κερί?» .

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΕΔΙΟ* ΤΩΝ ΚΟΡΥΦΩΝ



Λίγοι το γνωρίζουν, αλλά τα παλιά  χρόνια ο Άγιος Σπυρίδωνας ασχολούταν τις ελεύθερες ώρες του και με ζητήματα γεωστρατηγικής.
Έτσι λοιπόν ,στις 22 Αύγουστου  του 1716 έλαβε ανοιχτά το μέρος των συμμαχικών δυνάμεων της Ευρώπης και έτρεψε σε φυγή τους Οθωμανούς  οι οποίοι πολιορκούσαν  την Κέρκυρα  και οι οποίοι -ως γνωστόν -  πίστευαν σε άλλο άγιο .
Μερικές μέρες πριν ο Άγιος κάνει το θαύμα  και τους διώξει , οι Οθωμανοί είχαν χάσει την στρατηγικής σημασίας μάχη του Ουγγρικού  Πετροβαρντειν (5 Αυγούστου 1716) και πλέον δεν είχε νόημα να δώσουν την μάχη στην Κέρκυρα.
Αυτά όμως τα λένε όσοι υπονομεύουν το κύρος του Αγίου μας εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του Εωσφόρου.
Από τότε, λοιπόν,  οι λαμπρές οικογένειες του νησιού μας καθιέρωσαν  ως μεγάλη γιορτή την σωτηρία του νησιού και ο Άγιος δεχόταν ευχαριστίες από τους πιστούς , οι οποίες ευχαριστίες  τον έκαναν έναν από τους πλουσιότερους άγιους της οικουμένης.
Έτσι λοιπόν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες  συρρέουν στο νησί μας πιστοί από  παντού. Κοιμούνται το βράδυ στρωματσάδα στην πάνω πλατεία και αφού προσκυνήσουν φεύγουν άρον-άρον για να προλάβουν να προσκυνήσουν και την Παναγία την Κουρσαροβουλιάχτρα  στο Αιγαίο πέλαγος.
Η εικόνα της πόλης μας αυτές τις άγιες μέρες είναι αρκούντως  υπερρεαλιστική.
Βλέπεις στο δρόμο καμαρωτές Κερκυραίες με ανεπαίσθητη περιβολή (θέ μου συχώραμε).
Παρδαλές Ιταλίδες του Νότου με καπελαδούρες και μποκολέτες σε μέγεθος τορκού να φωνάζουν και να χαστουκίζουν στο σωρό το τσούρμο από τα πιτσιρίκια τους.
Πιστούς  προσκυνητές με τσεμπέρια και σακούλες  στα χέρια να περιδιαβαίνουν με ύφος εγκρατείας και ταπεινοφροσύνης .
Κατάπληκτους άγγλους , αδιάφορους ρώσους  και κάθε λογής  ταξιδευτή του μάταιου τούτου κόσμου.
Προχτές   βλέπω να έρχεται από το βάθος μια οικογένεια προσκυνητών – ταξιδευτών.
Το στερεότυπο είναι γνωστό.
Μπροστά  πηγαίνει ο άντρας με τα χέρια πίσω και την κοιλιά όσο γίνεται προτεταμένη.
Πίσω σε απόσταση μερικών βημάτων η γυναίκα με τσεμπέρι και φορτωμένη σακούλες με σεντόνια ,μαξιλάρια και με ύφος ιερομάρτυρα.
Πιο πίσω λίγα βήματα τα δύο  παχουλά τους παιδιά με ύφος απλανές.
Ξαφνικά σταματάει μπροστά μου ο άνδρας . Αμέσως φρενάρουν και οι υπόλοιποι σε ίσες αποστάσεις , σαν άγημα.
-«Δε μι λες μάστουρη …. Πού είναι ο άγιος Σπυρίδωνας?» με ρωτάει με ύφος άρχοντα.
-«Θα σε γελάσω αγαπητέ….. έχω τρείς μέρες να τονε δώ.» απαντώ σοβαρά.
Με κοιτάει καχύποπτα και αυστηρά.
-«Δηλαδή ..τονε βλέπεις?» ερωτά
-Γιατί δεν το πιστεύεις?  Του λέω έκπληκτος.
Ο Πιστός με κοίταξε δύσπιστα και συνέχισε το δρόμο του .
Απόλυτα συντονισμένο και το άγημα.

*Ασέδιο (Asedio) = Πολιορκία.

Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

ΟΙ ΕΣΤΡΑΝΔΙΩΤΑ ΤΟΥ ΚΡΟΚΟΝΔΙΛΟ ΚΛΑΔΑ



Ο Κροκόνδιλο Κλαδάς . ο Δημήτριος Βοζίκης και ο Μερκούριος Μπούας ήταν οι πρίγκιπες του Βυζαντίου που αμύνθηκαν  της Πελοποννήσου  στην κάθοδο των Οθωμανών  κοντά στο 1500.
Οι Οικογένειες  Κλαδά , Μπούα και Βοζίκη  είχαν στην ιδιοκτησία τους το μεγαλύτερο μέρος της Πελοπονήσου.
Οι  δουλοπάροικοι που είχαν στην δούλεψη τους ήταν πολλές δεκάδες χιλιάδες .
Οι πρόγονοι τους είχαν παροτρυνθεί να μετοικήσουν από την περιοχή της σημερινής Αλβανίας  στην Πελοπόννησο γύρω στο 1100 από τους τότε   Αυτοκράτορες  του Βυζαντίου.
Πριν αποφασίσουν να πολεμήσουν αμυνόμενοι της γης τους προσπάθησαν να συμβιβαστούν με τους Οθωμανούς και να υπάρξει ένα καθεστώς σχετικής αυτονομίας.
Δεν τα κατάφεραν και έβαλαν τους δουλοπάροικους να γίνουν πολεμιστές.
Τους ονόμασαν Εστρανδιώτα.
Χρηματοδοτήθηκαν και υποστηρίχτηκαν από τους Ενετούς που είχαν και αυτοί συμφέροντα.
Έχασαν τον πόλεμο μετά από δεκατρία χρόνια και μεταφέρθηκαν με γαλέρες στα  Επτάνησα.
Στην Κέρκυρα τους έβαλαν να μείνουν σε άθλια καταλύματα στην Στρατιά (εκ του  Εστρανδιώτα, το όνομα) που ονομαζόταν επίσης  και Αναπλιώτικα.
Έφεραν μαζί και τις πολεμικές σημαίες του Βυζαντίου υπό τις οποίες πολέμησαν  και  οι οποίες ήταν κόκκινες με έναν μαύρο δικέφαλο αετό στη μέση.
Μιλούσαν μια ακατανόητη γλώσσα η οποία  ήταν μόνον προφορική.
Ήταν πιστοί στους αφέντες και οι Ενετοί  ίδρυσαν με αυτούς ένα σώμα πολιτοφυλακής (Κάτι σαν τα ΜΑΤ).
Ο Ντόπιος πληθυσμός βρισκόταν σε συνεχείς ταξικές αντιπαραθέσεις με την αριστοκρατία.
Οι  Εστρανδιώτα  δεν κατάφεραν να γίνουν κομμάτι του λαού . Ζούσαν απομονωμένοι και μισητοί. Θεωρούταν άξεστοι αγροίκοι  και δολοφόνοι.
Πολύ αργότερα  (Το 1792)  , οι απόγονοί τους ήταν αυτοί που εναντιώθηκαν στους Γάλους Δημοκρατικούς  και υποδέχτηκα με ζητωκραυγές τον  Ναύαρχο Ουζάκωφ.
Ο Φασισμός αγαπητέ αναγνώστη δεν είναι ένα περίεργο φαινόμενο του Νεωτερισμού.
Υπήρχε πάντα με άλλα ονόματα.
Είναι  ο θυμός και το μίσος των δούλων , των άνανδρων  και των υποταγμένων ενάντια  σε όποιον επαναστατεί , μορφώνεται και ζητάει την ελευθερία του.
Κατά βάθος μισούν  τον εαυτό τους.
Τους  χρησιμοποιούσαν πάντα οι  Αρχόντοι για να κάνουν τη δουλειά τους .

Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Ο ΕΠΙΜΟΝΟΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ



Κάποτε, θυμάμαι (πριν περάσουνε τα χρόνια), τότε που οι  Αλβανοί ερχόταν «από το χιόνι» και   υπήρχε μεγάλη ανησυχία.
Τόσο μεγάλη που ακόμα και ένας  μεγάλος θεωρητικός της αριστεράς είχε πει σε δημόσια ομιλία του σε πλατεία της πόλης μας ότι : «Οι Αλβανοί εργάτες παίρνουν τις δουλειές από τους «δικούς μας εργάτες» και τα χρήματα τα πηγαίνουν στην Αλβανία για  να γίνει η  «Πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου».  Λες και τα λεφτά που έβγαζε αυτός από την δουλειά του πηγαίνανε για την σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Τότε , λοιπόν , ένας ξενοδόχος  στην Κέρκυρα προσέλαβε έναν Αλβανό κηπουρό.
 Ο Αλβανός  ήταν  από ένα χωριό κοντά στους Άγιους Σαράντα.
Στην πατρίδα του τον θεωρούσαν κάτι σαν Πομάκο.
 Στην Ελλάδα τον θεωρούσαν  επίσης έτσι, παρόλο που  επί χρόνια ανάγκαζαν τους φαντάρους να τραγουδούν ένα  εμβατήριο που έλεγε   «Έχω μια αδελφή κουκλίτσα αληθινή,  την λένε Βόρειο Ήπειρο την αγαπώ πολύ».
Ο Αλβανός έκλεισε τα αυτιά του ,τα μάτια του και το στόμα του και δούλευε νυχθημερόν όχι μόνο στους κήπους, αλλά ξελογιάζοντας τους λόγγους του ξενοδόχου καθώς  και όσων είχε υποχρέωση.
Επί μήνες δεν τον πλήρωνε αλλά  ο Αλβανός έκανε υπομονή διότι έτρωγε και κοιμόταν σε μια αποθήκη με γράβαλα , τσαπιά και χορτοκοπτικά.
«Επέρασε ο χειμώνας και ήρθε η καλοκαιριά και ύστερα πάλι ξανάρθανε τα κρύα» και ο Αλβανός ακόμα να πληρωθεί.
Όταν, ύστερα από πολύ καιρό,  ζήτησε επίμονα τα μεροκάματά του, ο ευγενής  Έλληνας ξενοδόχος κάρφωσε τον βορειοηπειρώτη αδελφό στην αστυνομία.
Η αστυνομία αφού του έριξε ένα χέρι ξύλο   τον πήγε στην Κακαβιά και τον  πέταξε πάνω από το πορτόνι να τόνε περιλάβουνε οι άλλοι .
Πέρασε καιρός και μια ζεστή νύχτα του Ιουλίου που το  ολόγιομο φεγγάρι  έπαιζε ερωτικά παιχνίδια με τα ασημένια νερά του βορείου Ιονίου και οι νυσταγμένοι βάρδοι τραγουδούσαν αν στην κοφινέττα…
«Όλα σου   είναι παραδείσια  ουρανός αληθινά,
Κέρκυρα με την περίσσια πρασινάδα και ομορφιά»,

…ένα ταχύπλοο ξεκίνησε νωχελικά από τις ακτές της Γειτονικής Αλβανίας.

Μόλις έφτασε  στην μέση της θαλάσσης τσίτωσε τα γκάζια και τα 150 άλογα της εξωλέμβιας,  σε μερικά λεπτά,  το έφεραν στην μαγευτική αμμουδιά του ήσυχου ξενοδοχείου.
Οι επιβάτες  του ταχύπλοου  όπλισαν τα καλάζνικωφ,  τα έβαλαν σε «βολή κατά ριπάς» και άδειασαν τις γεμιστήρες στις τζαμαρίες του ξενοδοχείου.
Ο Ξενοδόχος πετάχτηκε από το κρεβάτι  του  έντρομος  νομίζοντας ότι γίνεται η απόβαση στην Νορμανδία.
Το ταξιδιωτικό γραφείο έστειλε την επομένη λεωφορεία και πήραν τους τουρίστες . Φρόντισε, δε,  να υποβαθμισθεί το γεγονός στο εξωτερικό για να μην  βγάλει μόνο του τα μάτια του.
Ο Διευθυντής της επαρχιακής εφημερίδας που είναι ικανός να κάνει πρωτοσέλιδο  την δραπέτευση ενός απελπισμένου γαιδάρου  (παρουσιάζοντας την περίπου σαν την «Μεγάλη Απόδραση», με αποτέλεσμα οι χωριανοί να μετονομάσουν τον γάιδαρο από «Μπούλη» σε «Στήβ Μακ Κουήν» ),   το έθαψε στην Τρίτη σελίδα .
Ο Αστυνομικός διευθυντής δεν μπόρεσε να κάνει δηλώσεις γιατί εκείνη την ώρα έκανε γαργάρες με αλατόνερο.
Ο Βουλευτής μας «για το καλό του τουρισμού» έλειπε στην Αθήνα.

Έτσι είναι η ζωή, αγαπητέ αναγνώστη …

…και όπως έλεγε ένας φίλος  ποιητής και κηπουρός….

«Αν δεν ποτίσεις τα λουλούδια
Θα βρέξει αγκάθια ο  στεναγμός»

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

Η ΛΟΥΛΑ Η ΚΟΥΤΣΗ



 Την συνάντησα χτές το βράδυ όπως γύριζα από την έκθεση βιβλίου στην πάνω πλατεία.

Ήταν όρθια τσι Κάρτε Λάκουες με ένα ποτήρι στο χέρι. Κουνιόταν ανεπαίσθητα στους ήχους μιας ακαθόριστης « μουσικής» και μουρμούραγε κάποιο ακατανόητο ρεφραίν.

Η Guardia dell’ acqua (Το κτήριο που στέγαζε , την εποχή των Ενετών , την φρουρά του υδραγωγείου της πόλης) έχει μετατραπεί σε μπαράκι για μοναχικές τριαντάρες και τριαντάρηδες (προς σαράντα) .

Θυμάμαι παλιά έμενε στους Καπουτσίνους και την έλεγαν Νίτσα. Αργότερα στο γυμνάσιο το έκανε «Ελένη» .Στο Λύκειο κατέληξε σε «Έλενα».

Η μάνα δούλευε σε διάφορες δουλειές ως καθαρίστρια.

«Το παιδί Σταμάτη..» μου έλεγε «…δεν τα παίρνει τα γράμματα».

Μετά από περιπέτειες τελείωσε το λύκειο και μετά από λίγα χρόνια , αφού είδαν και απόειδαν, της άνοιξαν ένα κυλοτάδικο στην Πολυχρονίου Κωνσταντά.

Τω καιρώ εκείνω είχα μετρήσει καμιά εικοσαριά κυλοτάδικα μόνο σε αυτόν τον δρόμο.

Η εικόνα της πόλης μας σου έδινε την εντύπωση ότι οι γυναίκες μας άλλαζαν κυλότες τρεις τέσσερις φορές την ημέρα.

Παρόλα αυτά δούλευαν κουτσά στραβά .

Ώσπου ήρθε η κρίση και τα περισσότερα κυλοτάδικα έκλεισαν.

Επειδή, όμως, ουδέν κακόν αμιγές καλού, σήμερα μπορούν άνετα οι αριστεροί αφισοκολλητές να κολλούν τις αφίσες τους με σελοτέιπ στις βιτρίνες των κλειστών κυλοτάδικων.

Τώρα η «Έλενα» το βράδυ λικνίζεται σαν σταρ του σινεμά στην Ευγενίου Βουλγάρεως και το πρωί δουλεύει καμαριέρα σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο.

Μαζί με άλλη μία κάνουν σαράντα δωμάτια την ημέρα στο πόστο τους.
Δεν το λέει σε κανέναν.
Πρέπει να γυρίσει γρήγορα σπίτι να κοιμηθεί για να αντέξει την αυριανή μέρα.
Είναι απλήρωτη εδώ και δύο μήνες.

Προσπαθούσε να μην ανήκει σε καμιά συλλογικότητα , «ήταν όλοι ξεπουλημένοι».

Τελευταία ανεβάζει στο face book αρχαίες Ελληνικές κολόνες και σημαίες και γράφει ακατανόητα γκρίκλις .

Αυτά σκεφτόμουν περπατώντας για το σπίτι …ώσπου κάτω από τα βόλτα της Πολυχρονίου Κωνσταντά , κοντά στο κλειστό κυλοτάδικο της Έλενας ….μου ρίχτηκε η τρομερή συμμορία του Τζόνυ.

Σκιάχτηκα.

Ευτυχώς ανάμεσά τους ήταν και η Λούλα η Κουτσή (η γκόμενα του Τζίνου) .

Με γνώρισε , μου κούνησε την ουρά της και ηρέμησαν οι υπόλοιποι.

Γλύτωσα.

Της χάιδεψα την μουσούδα.

Ευτυχώς την έχει μαζέψει μια γριά και την ταΐζει μέσα στην κανιζέλα της.

Να θυμηθώ αύριο να της πάω λίγο φαί.

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑΣ


Ο Άγιος Παντελεήμονας  βρίσκεται μέσα το ψυχιατρείο της Κέρκυρας.
Πρόκειται για ένα εκκλησάκι που εορτάζει κάθε χρόνο τέτοιες μέρες.
Μένω κοντά  αλλά ποτέ δεν πήγα στο πανηγύρι του .
Ουδέποτε είχα καλές σχέσεις με τους Αγίους.
Αντιθέτως πάντα είχα καλές σχέσεις με τους τρελούς.
Μου λένε , ο καθένας την ιστορία του και το πρόβλημά του.
Τις προάλλες πέρναγε ον Ηλίας κλαίγοντας . Τον ρώτησα τι έχει και μου είπε ότι η ξαδέλφη του πέταξε στα σκουπίδια , μαζί με άλλα πράγματα και το αγαπημένο του καπέλο. Πήγα και  του βρήκα ένα καπέλο , τον έπεισα ότι είναι από καλό ύφασμα και ακριβό. Το φόρεσε και έλαμψε. Πήγε καμαρωτός μέσα να τον δουν και οι άλλοι.
Έρχεται κάθε πρωί και μου λέει ευχαριστώ.
Θα μπορούσα να σου αφηγηθώ, αγαπητέ  και πιστέ μου αναγνώστη,  πάρα πολλές ιστορίες   με πρωταγωνιστές τους τρελούς του ψυχιατρείου μας.
Κάποια στιγμή θα το κάνω.
Φέτος, λοιπόν,   με παρακίνησαν να πάω στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονος.
Το ψυχιατρείο  είναι ένα συγκρότημα κτηρίων που κατασκευάστηκαν επί Αγγλοκρατίας από Μαλτέζους τεχνίτες. Ο Χώρος είναι περιτοιχισμένος με χοντρούς πέτρινους τοίχους και βαριά κάγκελα. Κάθε μέρα, όμως ,  είναι ελεύθερη η είσοδος σε όποιον θέλει να κάνει τον περίπατό του η να πιεί τον καφέ του στο αυτοδιαχειριζόμενο καφενείο του  κάτω από τα δένδρα.
Εκεί στεγάζονται ,  ένα τμήμα του ψυχιατρείου, το τμήμα Ήχου και Εικόνας του Ιονίου Πανεπιστημίου, Ο ΟΚΑΝΑ, το φοιτητικό στέκι, η φοιτητική εστία και το αυτοδιαχειριζόμενο καφενείο του ψυχιατρείου.
Παρόλο που ο χώρος είναι φορτωμένος με φρικιαστικές Ιστορίες από το  παρελθόν του Ιδρύματος ,  η σημερινή καθημερινή του εικόνα σε κάνει να νοιώθεις άνετα. Τα παιδιά και οι επιστήμονες που εργάζονται εκεί κατάφεραν αποτρέψουν τις προσπάθειες για   ιδρυματοποίηση και νοσοκομειοποίηση του ψυχιατρείου και τον μετέτρεψαν σε ένα ζωντανό και δημιουργικό χώρο ανοιχτό στην κοινωνία.
Περιδιαβαίνω τους δρόμους και τις μικρές πλατείες και χαιρετώ τους γειτόνους μου με τις οικογένειές τους .
Στην πρώτη πλατειούλα γίνεται ένα ετήσιο φεστιβάλ  κουκλοθέατρου. Πλήθος πιτσιρίκια κάθονται  στο γρασίδι και παρακολουθούν έκθαμβα.
Πιο πέρα γίνεται μια παράσταση Θεάτρου και χοροθεάτρου από τους  τροφίμους  και τα παιδιά του προσωπικού.
Αλλού έχουν στήσει το πάγκο τους και παρουσιάσουν τα προϊόντα τους  τα παιδιά από μια αγροτική κολεκτίβα  ενός χωριού.
Ένα  μουσικό συγκρότημα παίζει παραδοσιακή χορευτική μουσική.
Τα παιδιά του ΟΚΑΝΑ  έχουν πιάσει ένα μεγάλο τραπέζι  και τρώνε.
Περπατούσα ανάμεσα στον κόσμο  και όλα μου άρεσαν .
Περισσότερο όμως μου άρεσε που είδα στην μέση του χορού εκείνη την γυναίκα που κοιμάται τα βράδια του χειμώνα  στα σκαλιά του  Marks & Spencer  και  άλλες φορές στην Πολυχρονίου Κωνσταντά κάτω από τα βόλτα, τυλιγμένη με παλιοκουβέρτες.
Φορούσε τα καλύτερα από τα ρούχα της  και στο λαιμό της είχε φορέσει την κολάνα της με τα ψεύτικα μαργαριτάρια.
Χόρευε  τον αγυριώτικο και έλαμπε.
Συγκινήθηκα.
Δεν τον ξέρω αυτόν τον Άγιο Παντελεήμονα,  αλλά να είναι  καλά που μας μάζεψε.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Παρακινήθηκα να γράψω αυτά τα λίγα από μια είδηση που διάβασα προχτές.
Σε μια σελίδα της Χρυσής Αυγής,  δημοσιεύθηκε ένα «βαρυσήμαντο  επιστημονικό άρθρο»  για την «ευθανασία» των ψυχικώς ασθενών και των ατόμων με ειδικές ανάγκες.

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

ΕΝΑ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟ PANDA


Ο φίλος μου ο Λευτέρης  κυκλοφορούσε πάντα με ένα Panda.

Tο  φιατάκι   ήταν σε κακή κατάσταση .

 Όταν πάρκαρε   ο Λευτέρης  κατέβαινε  έκανε μεγαλοπρεπώς το γύρο του αυτοκινήτου και άνοιγε την πόρτα για να κατέβη η κυρία Αλεξάνδρα.

Άλλοι νόμιζαν ότι ήταν απλώς ευγενικός. Άλλοι έλεγαν ότι «τόνε κάνει ότι θέλει».

Η αλήθεια ήταν ότι δεν άνοιγε η πόρτα της Αλεξάνδρας από μέσα.

Η Πόρτα του Λευτέρη  ξεκούμπωνε όλη μαζί (είχανε κοπεί οι σκουριασμένοι μεντεσέδες).
Μια φορά που τον σταμάτησε ένας  τροχονόμος , έβγαλε την πόρτα και του ζήτησε να την βαστάει λίγο μέχρι να βρει  «τα χαρτιά».

Τον υαλοκαθαριστήρα του τον είχα κολλήσει  με μια ειδική κόλα . Κάποια φορά στα τρία γεφύρια πήγε να βάλει μπροστά τον υαλοκαθαριστήρα και του έφυγε. Παραλίγο θα κάρφωνε  κατάστηθα έναν  ντελιβερά που ερχόταν από πίσω με το παπί του.

Το Ταλαιπωρημένο Panda  είχε , όμως ένα μεγάλο πλεονέκτημα.
Ήταν κάμπριο.
Πάνω  στην οροφή είχε μια μαύρη τέντα  που το  καλοκαίρι  την έβγαζε για να παίρνουν αέρα.

Κάποια φορά πηγαίνανε σε ένα γάμο στο Σκριπερό .

Στου Σγόμπου τους έπιασε μια δυνατή καταιγίδα με πολύ νερό.

Ο Αέρας πήρε την τέντα του κάμπριο και συνέχισαν μέσα στη βροχή με την οροφή ανοιχτή. Μέχρι να φτάσουν στην εκκλησιά βράχηκε και ένα κουτί  σκόνη απορρυπαντικό και γέμισε το  Panda  σαπουνάδες.

Κατέβηκαν στην εκκλησιά μούσκεμα και γεμάτοι σαπουνάδες μπροστά στα έκπληκτα μάτια των  καλεσμένων.

Πριν  από  λίγο καιρό ο Λευτέρης βρήκε μια ευκαιρία  και αγόρασε ένα  Seicento  παλιό . Εφτακόσια ευρώ , το έριξε στα πεντακόσια και κανόνισε και δόσεις.

Μου το επαινούσε ως «σκυλί» μέχρι που του μείνε ο λεβιές στο χέρι.

«Αυτό το πρόβλημα το έχουν τα  seicento…» μου δικαιολογήθηκε «….αλλά κατά τα άλλα δεν θέλει ούτε μπουζί».

Προχτές του ήρθε η φορολογική δήλωση να πληρώσει  1100 ευρώ «τεκμήριο».

Έριχνε χριστοπαναγίες  όλο το πρωί. 

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Ο ΝΑΥΑΓΟΣ



Στην ταινία «Ο Ναυαγός» με τον  Τόμ  Χάνκς   ο  ευτραφής υπάλληλος  μιας  ταχυδρομικής εταιρίας  ταξιδεύει με το αεροπλάνο συνοδεύοντας τα δέματα της εταιρίας του.

Το Αεροπλάνο πέφτει στην θάλασσα και ο υπάλληλος βρίσκεται από την μια στιγμή στην άλλη σε ένα έρημο νησί στην μέση του ωκεανού.

Όταν παίρνει απόφαση ότι δεν ξέρει κανείς που βρίσκεται και η παραμονή του στο νησί θα είναι απροσδιόριστη  προσπαθεί να εξασφαλίσει τρία πράγματα.

Πρώτον την άμεση επιβίωση του (τροφή, προστασία από τον ήλιο την βροχή και τα άλλα ζώα).
Δεύτερον την δημιουργία ενός φανταστικού συντρόφου  (ζωγραφίζει  μια μπάλα ποδοσφαίρου και  «επικοινωνεί» με αυτήν).

Τρίτον χρειάζεται έναν προορισμό , γι αυτό ένα από τα πακέτα που μάζεψε από τα συντρίμμια του αεροπλάνου δεν το ανοίγει με σκοπό να το πάει κάποτε στον παραλήπτη.

Λογικά θα έπρεπε στο νησί  να ήταν ένας «απολύτως ελεύθερος άνθρωπος» , κάθε άλλο όμως.
Ο Ναυαγός κοντεύει να τρελαθεί μόνος με τα υποκατάστατα  και πάει να κρεμαστεί αλλά την τελευταία στιγμή τον σταματάει  η μπάλα- σύντροφος  στην οποία και απολογείται.

Ο  κάθε ένας μας δεν μπορεί να είναι απολύτως ελεύθερος  ακριβώς επειδή είμαστε δισυπόστατοι.  Είμαστε την ίδια στιγμή ένας  και  ταυτόχρονα είμαστε κύτταρο του ανθρώπινου  γένους και των υπολοίπων ειδών και μόριο όλου του κόσμου.

Αυτά δεν μπορούν  να ξεχωριστούν και ακριβώς για αυτό το λόγο  η ελευθερία του καθενός να είναι απεριόριστος  δεν μπορεί να εμποδίζει την ελευθερία του άλλου να είναι  και αυτός .

Όλες οι εκμεταλλευτικές και εξουσιαστικές (ως εκ τούτου) κοινωνίες , είναι  κοινωνίες ανισσοροπίας  και αντίφασης .

 Χρειαζόμαστε μια κοινωνία που κανένας να μην μπορεί να εμποδίσει κανέναν να γίνει απεριόριστος.
Η σημερινή κοινωνία έχει καθηλώσει το 99% των ανθρώπων του πλανήτη  προκειμένου να συνεχίζουν να εξουσιάζουν 4000 πολυεθνικές.

Ο Φασισμός  είναι η βαθύτερη και πιο κτηνώδης ουσία αυτής της κοινωνίας.

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Το τέταρτο γατί



Χτές βράδυ γέννησε το «Μακαροντσίνι» σε ένα πατάρι του εργαστηρίου μου.

Το Μακαροντσίνι είναι η γατούλα της γειτονιάς μας. Την ονομάσαμε έτσι γιατί προτιμάει τα μακαρόνια από οτιδήποτε άλλο.

Μέτρησα τρία γατιά. Ωστόσο ενώ τα έβλεπα να τρώνε όλα,   από κάπου πολύ κοντά ακουγόταν ένα γοερό νιαούρισμα. 
Ψάχνοντας βρήκα το τέταρτο εγκαταλελειμμένο κάτω από το πατάρι , στο σημείο που υπήρχαν τα σημάδια από την γέννα .

Προφανώς το Μακαροντσίνι εγκατέλειψε το τέταρτο γατί.

Ένας φίλος κτηνίατρος μου είπε ότι τα ζώα το κάνουν όταν δεν μπορούν να τα θρέψουν όλα.

Πήρα το γατί και το έβαλα στο βυζί  του Μακαροντσινιού.  Έφερα γάλα  νερό και φαγητό .

Το Μακαροντσίνι  το  δέχτηκε, το καθάρισε και το τάισε.

Λίγο αργότερα ήρθε να με βρει ένας φίλος  για μια δουλειά. Αφού συζητήσαμε το επαγγελματικό μέρος , τον ρώτησα για την οικογένεια του.

Τον είδα προβληματισμένο.

-«Μετάνιωσες που έχεις ένα παιδί?»  Με ρώτησε.

-«Αντιθέτως» του λέω.

-«Τι λες εσύ..να κάνουμε δεύτερο παιδί?»  συνέχισε.

-«Κάτω από αυτές τις συνθήκες,  ούτε να το σκέφτεσαι» απάντησα.

Γύρισα στο σπίτι το μεσημέρι  εξουθενωμένος από την ζέστη και βυθισμένος στις αντιφάσεις μου.
Τουλάχιστον το Μακαροντσίνι έχει μια «ατσάλινη αποφασιστικότητα».

Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Πατέντες


Ενημερώνω φίλους ψαράδες , επαγγελματίες και ερασιτέχνες και πάσης φύσεως ιδιοκτήτες σκαφών.

Προσοχή!

Έχει αρχίσει η  συγκομιδή της ντομάτας στην Απούλια.

Αυτό σημαίνει ότι είμαστε στην περίοδο που δυστυχισμένοι λαθρομετανάστες (σαν και εμάς) θα αποπειραθούν να περάσουν απέναντι στις ακτές της γειτονικής Ιταλίας για να βρουν δουλειά στα χωράφια βόρεια του Lecce και μέχρι την Pescara.

Για να το κάνουν χρειάζονται ένα σκάφος αρκετά μεγάλο για να τους περάσει μέχρι το Otranto η την Galipolli.

Μόλις περάσουν το φάρο των Οθωνών (τα κάγκελα του φάρου είναι δικής μου κατασκευής) βάζουν πλώρη 250 μοίρες δυτικά  και σε δύο ώρες (με 40 μίλια) τους βγάζει στο φάρο του Otranto.

Δουλεύουν 24 ώρες το 24ωρο  στα χωράφια για ψίχουλα.

Επάνω από τα χωράφια (στην γέφυρα του δρόμου) είναι κρεμασμένο ένα πανό που λέει:
" Όταν κοιτάτε τους μετανάστες αφ' υψηλού να μαζεύουν τομάτες , να θυμάστε τους παππούδες μας που ήταν φορτοεκφορτωτές  στο λιμάνι της Νέας Υόρκης".

Το όνειρο του Λαθρομετανάστη που μαζεύει τομάτες είναι να φτάσει  στην Μπολόνια (λχ) , και να ανοίξει ένα μίνι μάρκετ (24ωρου λειτουργίας) η - ακόμα καλύτερα ένα "κεμπάπ" . Δηλαδή μια τρύπα που φτιάχνει γύρο με πίτα.

Αμέσως στέλνει μήνυμα στο χωριό του ότι έγινε "επιχειρηματίας" στην Μπολόνια και ας μην βγάζει ούτε το ρεύμα.

Εν τω μεταξύ ο μισοκατεστραμένος (ένεκα κρίσης) ψαράς ψάχνει εναγωνίως το σκάφος του.    

Εάν είναι τυχερός το βρίσκει σε καλή κατάσταση στο Otranto. Εάν είναι άτυχος το βρίσκει διαλυμένο  στα βράχια.

Όπως και νάχει θα πρέπει να βγει στο Brindisi   να πάει οδικώς μια ώρα νότια (στο Otranto) για να παραλάβει το σκάφος του και να το φέρει (μέσω Brindisi) στην Κέρκυρα.

Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου!!!

Εδώ επεμβαίνω εγώ και δίνω οριστική λύση στο πρόβλημα.

Ρίχνω στην αγορά μια φοβερή πατέντα.

Πρόκειται για ένα εργαλείο από ανοξείδωτο ατσάλι που κλειδώνει την μηχανή ενώ βρίσκεται ανεβασμένη με το  power trim.

Στοιχίζει ελάχιστα, είναι απαραβίαστο,  εξασφαλίζει την περιουσία του ψαρά, προφυλάσσει από κινδύνους τον μετανάστη, με οδηγεί - ως μάστορα- σε ένα θετικό μέσο ποσοστιαίο ρυθμό αύξησης του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου μου προϊόντος (σύμφωνα με το μοντέλο Solow).  

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Η Μεγαλειοτάτη


Όποιος θέλει να το κοινοποιήσει εδώ η σε άλλες χώρες παρακαλώ να το κοινοποιήσει ως έχει. 

Sa Majesté

Cette année, Sa Majesté la princesse consort du Maroc a de nouveau visité Corfou. Elle a choisi un hôtel parmi les plus luxueux de l'île .

La nuitée pour la reine et les personnes qui l'accompagnent coûte 90.000. La journée coûte encore plus: En été 2010 Sa Majesté avait acheté des jouets d'une valeur de 30.000 euros pour ses enfants.

Un peu plus loin de l' hôtel où loge la belle princesse, gisent les ruines d'une vieille usine de pâtes alimentaires. Dans les ruines et sous des conditions déplorables ont élu domicile quelques dizaines d'immigrés marocains.

Outre la famine, ils doivent faire face à la peur. La peur des bandes néo-nazies.

Nous avons organisé de repas pour eux et nous avons fait tout ce que nous pouvions pour les aider à survivre.

Nous ne pouvons pas continuer pour toujours. Nous n'en avons pas les moyens.

Nous prions Sa Majesté de changer de chambre et de choisir la suite avoisinante: elle a les mêmes mètres carrés mais elle ne coûte que 45.000 euros la nuitée. Nous la prions également de jouer un peu avec ses enfants en utilisant les jouets de l'année passée (nous sommes sûrs que les enfants n'ont même pas eu le temps de voir tous les jouets).

Cela fait une économie de 75.000. Ce montant suffit pour assurer un niveau de vie digne pour ses sujets dans un pays étranger.

Nous savons que ce n'est pas chose aisée. Marie-Antoinette, par exemple, n'y est pas parvenue.

Néanmoins, cela vaudrait la peine d'essayer.

Her majesty
The Queen of Morocco came again this year to Corfu.

She is staying in one of the most luxurious hotels on the island.
Each “night” costs 90000 euros.

We say “night” because the day costs even more.
During the summer of 2010, she bought from a well-known toy store in our town, toys worth 30.000 euro for her kids.
A little further from the hotel where the beautiful Queen resides, there are the ruins of an abandoned pasta factory. 
In the ruins live, under conditions of unbelievable misery, tens of immigrants from Morocco.
Besides the threat of famine, they are also facing the fear of the neonazi gangs.
We organized meals for them and helped as much as we could for their survival.
We cannot continue indefinitely, we do not have the means.
We kindly ask her majesty to move into the adjacent suite, which has about the same size but costs only 45000 euros per night. Also, to devote some time to play with her kids and with the toys she has already gotten for them (probably her kids haven’t even seen all of them).
By this way 75000 euros will become available.
With 75000 euros her citizens can live in decent conditions, during their time in a foreign country. 

I know it is difficult… even Marie Antoinette could not do it.

But she can try.

Η Μεγαλειοτάτη.

Η Βασίλισσα του Μαρόκο ξανάρθε φέτος στην Κέρκυρα.

Μένει σε ένα από πολυτελέστερα ξενοδοχεία του νησιού.

Η "βραδιά" στοιχίζει 90.000 ευρώ μαζί με την συνοδεία της.
Λέμε η "βραδιά" γιατί η μέρα στοιχίζει περισσότερα.

Το καλοκαίρι του 2010 είχε αγοράσει από γνωστό κατάστημα παιχνιδιών της πόλης μας , παιχνίδια αξίας 30.000 ευρώ για τα παιδιά της.

Λίγο παρακάτω από το ξενοδοχείο όπου διαμένει η πανέμορφη Βασίλισσα υπάρχουν τα ερείπια ενός εγκαταλελειμμένου εργοστάσιου μακαρονιών.

Μέσα στα ερείπια ζουν σε συνθήκες ανείπωτης αθλιότητας δεκάδες μετανάστες από το Μαρόκο.

Εκτός από την λιμοκτονία αντιμετωπίζουν και τον φόβο των νεοναζιστικών συμμοριών.

Οργανώσαμε συσσίτια και βοηθήσαμε με κάθε τρόπο για την επιβίωσή τους.

Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε για πάντα...δεν έχουμε την δυνατότητα.

Παρακαλούμε την μεγαλειότατη να μετακομίσει στην διπλανή σουίτα που έχει την ίδια έκταση αλλά στοιχίζει μόνο 45.000 ευρώ την βραδιά . Επίσης να κάτσει να παίξει και λίγο με τα παιδιά της με τα παιχνίδια τα περσινά (που δεν πρόλαβαν ούτε να τα δουν όλα).

Κατ αυτόν τον τρόπο εξοικονομούνται 75.000 ευρώ.

Με 75.000 ευρώ μπορεί να εξασφαλιστεί η αξιοπρεπής διαβίωση των υπηκόων της σε μια ξένη χώρα.

Ξέρω ότι είναι δύσκολο...ούτε η Μαρία Αντουανέτα δεν τα κατάφερε.

Ας
προσπαθήσει όμως.
*Please post it on as many Moroccan websites as possible.

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

Pappardelle Arrabbiata

Οργισμένος μακρύς και βαρετός λόγος.

Pappardella Arrabbiata


Συνεχίζω με συνταγές μαγειρικής σε περίοδο δομικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος.

Τσιγαρίζεις κρεμμύδι σε ελαιόλαδο.
Ετοιμάζεις την φρέσκια ψιλοκομμένη ντομάτα σου με δυόσμο, πεπερόνι κόκκινο καυτερό, αλάτι χονδρό θαλασσινό από τις αλυκές και λίγο κιμά από λαιμό χοιρινού.

Όταν λέμε "λίγο" ευνοούμε μια φέτα αλεσμένο κρέας 1,5 ευρώ ...δεν είναι για χόρταση.

Ρίχνεις την ντομάτα κλπ να σιγοβράζει και κάνεις ένα δροσερό ντους να φύγουν τα αλάτια από το μαυρισμένο σου κορμί.

Ακόμα το μυαλό σου είναι στα δροσερά νερά των Λιαπάδων και στα ηλιοκαμένα οπίσθια της χωριατοπούλας με το super string στα καυτά βοτσαλάκια.

Βάζεις την πετσετούλα σου βιαστικά και περιμένεις να μείνει η σάλτσα με το λάδι της.

Βάζεις τις Παπαρδέλες στην κατσαρόλα να βράσουν για επτά λεπτά.

Εάν είσαι επτανήσιος και έχεις χρόνο τις ανοίγεις μόνος σου (0,20 λεπτά).
Εάν είσαι πρωτευουσιάνος και βιάζεσαι από συνήθεια, τις βρίσκεις ξερές σε ένα καλά ενημερωμένο σούπερ Μάρκετ (0,75 λεπτά).

Σερβίρεις σε ρηχή πιατέλα τις παπαρδέλες και την οργισμένη και βιαστική σου αραμπιάτα.

Γεμίζεις το ποτήρι σου με παγωμένο άσπρο κακοτρύγη που σούφερε ένας μπάτσος από τ΄ Άλεύκι γιατί "..σε πάει".

Συνολικό κόστος 2 ευρώ (μαζί με το ρεύμα).

Ξαπλώνεις το κορμάκι σου και ίσα να σε αγγίζει η άκρη του σεντονιού.

Η Κουρτίνα κινείται νωχελικά από το ανεπαίσθητο μαιστράλι.

Σε παίρνει ο μεσημεριανός ύπνος

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Είμαι εδώ και θα μείνω

Ένα τραγουδάκι του Rino Gaetano  για όσους μένουν και επιμένουν. Το βιντεάκι είναι δικής μου κατασκευής και μετάφρασης και δεν θέλω αρνητικά σχόλια για την ποιότητα της καλλιτεχνικής μου δημιουργίας.


Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Καντάδα για την Ευανθία....

Πρόκειται για την πρώτη, εξ όσων γνωρίζω διαδικτυακή , on line και multimedia καντάδα που έγινε ποτέ.

Επτανήσιοι είμαστε και πάλι πρωτοπόροι!

Δεν παιζόμαστε!

Η Ευανθία είναι φίλη μου και θα έρθει σύντομα στην Κέρκυρα για μια συναυλία μαζί με την Χορωδία της Κεφαλλονιάς (στην οποία τραγουδάει).

Περιμένουμε να τους ακούσουμε.
Θα κάθομαι στο πρώτο-πρώτο κάθισμα.

Έφτιαξα εκ του προχείρου το βιντεοκλίπ αυτό με υποτυπώδη μέσα (μια ερασιτεχνική κάμερα).
Παίζω μαντολίνο εγώ.
Κιθάρα η Κειτκούλ η  άπαιχτη. 
Συντονιστήκαμε σε διάστημα 15 λεπτών . Εγώ παράτησα τη δουλειά μου και η Κέιτ έπρεπε να φύγει άρον άρον  για τη δουλειά της.

Ζητάμε την επιείκεια της Κεφαλλονιάς με την σπουδαία μουσική παράδοση.
Επιφυλασσόμαστε για κάτι καλύτερο.

Πάνε οι εποχές που οι καντάδες γινόταν τα ξημερώματα και χωρίς βιασύνες.

"...Στο μπότζο τσι αποκατωθειό
με νόμπιλε μπελκάντο
και στραντιβάριους βιολί
σονάρω πιτσικάντο."

Μας έφαγε το μεταμοντέρνο.


 

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Ως αποχαιρετισμό στον Σπύρο


ΚΛΙΧΑΣ


Θυμάμαι  ένα από τα πολλά περιστατικά.  Συνέβη πέρσι το καλοκαίρι . Ήμουν στον πεζόδρομο βραδάκι με ζέστη πολύ  . Με ενοχλούσαν  οι  ομπρέλες . Με ενοχλούσαν οι  συνομιλητές μου που ήταν «μέσα στα πράματα». Με ενοχλούσαν και οι σερβιτόρες με τα κάλλη τους.
Πήρα τους δρόμους κάνοντας απίστευτους ελιγμούς για να αποφύγω διάφορες  αδέσποτες σκατόφατσες.
Κατηφόρισα τη Νικηφόρου Θεοτόκη προς τον Άγιο Φραγκίσκο. Κοντά στον Αγιαντώνη  συνάντησα τον Κλίχα. Με κοίταζε με εκείνα τα γουρλωμένα και ανήσυχα μάτια και με ρωτούσε «τι γίνεται».
-«Τι να γίνεται ρε Σπύρο ….τίποτα δεν γίνεται».
-«Κερνάς ένα κρασί ?»
-«Κερνάω Σπύρο μου αλλά μέσα δε μπαίνω ούτε κάθομαι κάτω από ομπρέλες.»
Πήραμε από του Δαρμανή  παντσέτα.  Τόνε βάλαμε να μας τήνε κόψει , πήραμε και μια μποτίλια κρασί από το σούπερ μάρκετ , δανειστήκαμε και δύο κολονάτα ποτήρια από το σερβιτόρο του «Μαύρου Γάτου» και πήγαμε στο κηπάκι απέναντι από τον ΟΑΕΔ.
Ξάπλωσα το γρασίδι  , στρώσαμε και το μεζέ μας  και άρχισε ο Σπύρος να μου αφηγείται την γνωστή και χιλιοειπωμένη Καφκική  ιστορία  με ρουφιάνους, λαμόγια  που τον υπονόμευσαν και με «γερές   διασυνδέσεις»  που θα του εξασφάλιζαν «στα σίγουρα» ,αυτή τη φορά την πολυπόθητη θέση του οδοκαθαριστή του Δήμου Κερκυραίων.
«Τα χαρτιά» ήταν έτοιμα και «είχανε πάρει το δρόμο τους».
Από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσα να παρακολουθήσω. Με ρώτησε κάτι μια στιγμή αλλά  είχα χάσει την συνέχεια.
-«Καλά τσάμπα μιλάω τόση ώρα?»
-«Έλα ρε Σπύρο μην κάνεις έτσι …λέγε …τι έλεγες?»
-«Να τα πω από την αρχή δηλαδή?»
Σηκώθηκε όρθιος για να αποδίδει καλύτερα . Πήρε φόρα και πάνω που ήταν έτοιμος να ξεκινήσει να μιλάει συνέβη το αδιανόητο.
Πήρανε μπροστά  μέσα από τα χόρτα  τα αόρατα και αυτόματα μπέκ ποτίσματος του πάρκου.
Ανάσταση!!
Έβρεχε από παντού!
Ο Κλίχας δεν ήξερε κατά που να κάνει για να αποφύγει τα νερά.
Βρίζοντας άρχισε να μουντζώνει το φρούριο, τα δικαστήρια, τον ΟΑΕΔ και τέλος μην έχοντας τι άλλο να μουντζώσει μούντζωσε και το μνημείο του Ναύαρχου Ουζάκωφ.
Έκλαιγα από τα γέλια ανάσκελα μέσα στα νερά.
Ανηφορίσαμε την Τένεδο προς την Μίνα .
Στου «Γκίκα» χωρίζανε οι δρόμοι μας.
-«Πρέπει να δώσω μια συνέντευξη να τα πω  «όλα» …να με ακούσει όλος ο κόσμος».
-«Θα μου δώσεις εμένα τη συνέντευξη» του είπα.
-«..θα  πάει παντού?»
-« Στο Ιντερνετ  θα την δημοσιεύσω …δεν μπορώ να τηνε βάλω και στην             Λιμπερασιόν».
Καλό ταξίδι αδελφέ.

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Μύγες


Χτές το βράδυ πήγα να κοιμηθώ στο χωριό.
Βρήκα τους χωριανούς σε αναστάτωση  στο φόρο.
Ανησύχησα.  Να δεις-λέω- που όσο ταξίδευα με την μηχανή έγινε κάτι σοβαρό.
Παρκάρισα άφησα τα πράγματα μου και πήγα να δώ.
Συζητούσαν έντονα για  κάτι περίεργους νεοφερμένους  που αναστάτωσαν την ήσυχη , φτωχή και άνεργη ζωή του μικρού μας χωριού.
Ένα τεράστιο σμήνος από άγνωστες μύγες είχε καταλύσει  χωρίς άδεια παραμονής  παντού.
Οι φήμες έλεγαν ότι το ίδιο συνέβη και στην Επίσκεψη και σε άλλα χωριά.
Οι μύγες έμοιαζαν με μικρές  μαυριδερές χρυσόμυγες σε μέγεθος μικρότερο από αυτό της κανονικής μύγας.
Θα μπορούσε να ήταν Πακιστανικές μύγες - είπα εγώ -αλλά δεν έπιασαν τον σαρκασμό.
Ο ένας νοσταλγούσε την εποχή του Βασιλιά  που όταν ερχόταν στην Κέρκυρα για τις διακοπές του στο Μον Ρεπό , ένα αεροπλάνο ράντιζε όλο το νησί με ένα  φοβερό δηλητήριο που λεγόταν ντι –τι-ντι και εξόντωνε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς που ενοχλούσαν την ευαίσθητη Βασιλική οικογένεια.
Ο άλλος  έλεγε για πειράματα σκοτεινών εταιριών  που δημιουργούν νέα είδη εντόμων με σκοπό να αφανίσουν τον ανθρώπινο πληθυσμό .
Ο τρίτος  έλεγε ότι μάλλον είναι «δουλειά» του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο άλλος έλεγε ότι «δεν υπάρχει κράτος».
Τα συμπαθή έντομα, εν τω μεταξύ,  συνέχιζαν να τρώνε τα ψίχουλα στο πάτωμα της ταβέρνας  χωρίς να ενοχλούν. Ακόμα και  όταν πετούσαν, όμως,  απέφευγαν να καθίσουν πάνω σους ντόπιους.
Λέγανε κάποιοι ότι δεν τσιμπάνε μεν αλλά όταν τα πιάσεις βγάζουν μια περίεργη μυρωδιά.

Γύρισα σπίτι και έπεσα για ύπνο.

Πάτησα τυχαία ένα κουμπί του τηλεχειριστηρίου και έπεσα για άλλη μια φορά στην 367η μεταμεσονύκτια προβολή του θωρηκτού Ποτέμκιν στον  902 .
Η φοβερή πλώρη του Θωρηκτού ερχόταν κατευθείαν επάνω στο κρεβάτι μου. Αν δεν έκλεινα έγκαιρα τα  μάτια μου θα με χώριζε στα δύο .

Σκεφτόμουν για ακόμα μια φορά πως  μπορείς να ευτελίσεις ένα από τα  μεγαλύτερα αριστουργήματα του παγκόσμιου σινεμά.
Παλιά νόμιζα ότι  οι  φωστήρες του ΚΚΕ  είχαν καταλάβει και εκτιμούσαν  βαθύτατα το μέγεθος  του έργου.
Αργότερα διαπίστωσα με τρόμο  ότι δεν είχαν ιδέα. Ο λόγος για τον οποίο πρόβαλαν και ξαναπρόβαλαν την ταινία ήταν γιατί  είχε αναγνωρισθεί (από τον ταξικό εχθρό) ανάμεσα στα 10 αριστουργήματα του παγκόσμιου σινεμά.

Στην  αρχή της ταινίας ο σκηνοθέτης μας δείχνει την προβλήτα της Οδησσού. Το κύμα γλύφει πλαγίως την προβλήτα. Η κάμερα ακολουθεί το κύμα . Το κύμα  ακολουθεί μια  επιταχυνόμενη πορεία όσο πλησιάζει στο οριακό σημείο της  γωνίας τους μώλου. Όταν φτάνει στο πλήρες αδιέξοδο εκρήγνυται και σηκώνεται προς τον ουρανό.

Την σκηνή συνοδεύει η μουσική του Σοστακόβιτς σε ένα accelerando   πλήρως εναρμονισμένo  με το  διαρκώς επιταχυνόμενο κύμα . Η στιγμή της πρόσκρουσης του κύματος είναι , επίσης, απόλυτα εναρμονισμένη με το κρεσέντο της μουσικής.
Το εκπληκτικό είναι ότι η μουσική (11η του Σοστακόβιτς) γράφτηκε  χρόνια αργότερα και προστέθηκε στην ταινία.

Με τούτα και με κείνα με πήρε ο ύπνος.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΟΒΑΡΟΣ ΛΟΓΟΣ



 Στην Κέρκυρα κατοικούσαν μέχρι και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο 10.000 εβραίοι.

Από τους 10.000 Εβραίους οι 8.000 ζούσαν σε συνθήκες λιμοκτονίας και εθεωρούντο το φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού.

Οι Γερμανοί Ναζί ισοπέδωσαν με τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς την Ομβριακή.
Τα ερείπια χάσκουν ακόμα ελλείψει ιδιοκτητών για να τα επισκευάσουν.
Οι ιδιοκτήτες   Εβραίοι οδηγήθηκαν  στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν Πακιστανοί.

Είχα ένα γείτονα Εβραίο  που επέζησε και μου έδειχνε στο μπράτσο του το τατού με τον αριθμό που του κέντησαν οι Ναζί.

Έχω και μια φίλη Εβραία, την Νίνα του ΣΥΡΙΖΑ,  που έρχεται τα βράδια στο τραπεζάκι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και μας φέρνει καφέ και κουλουράκια.

Είχα επίσης την τιμή να είμαι ένας από τους κοντινότερους φίλους του Βασίλη Άνθη.

Ο Βασίλης ήταν Γραμματέας της "Κομμουνιστικής Οργάνωσης Κέρκυρας του ΚΚΕ" και μέλος του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι πριν πεθάνει.

Ο Βασίλης οργάνωνε  βιάτζα  τα βράδια της κατοχής  από το Κοντόκαλι ως την Αλβανία και μετέφεραν Εβραίους .

Μία βραδιά μου αφηγήθηκε μια ιστορία με ένα κοριτσάκι εβραιόπουλο  δέκα χρονών. Ο πατέρας του κοριτσιού είχε πληρώσει με όλα τα υπάρχοντα του έναν Κερκυραίο προκειμένου να κρύψει το παιδί  στο σπίτι του. Αυτός κράτησε την αμοιβή και κατέδωσε το κοριτσάκι στους Γερμανούς Ναζί οι οποίοι το πήραν στην Γερμανία όπου και βρήκε φρικτό θάνατο.

Θυμάμαι μια ραδιοφωνική συνέντευξη του Βασίλη στο "Ράδιο Φαίακες" με δημοσιογράφο τον Παναγιώτη Περιστέρη.

Έλεγε ο Βασίλης:

" Φεύγαμε τα βράδια με το καΐκι από το Κοντόκαλι φορτωμένοι με κόσμο. Στην πλώρη είχαμε ένα πολυβόλο.
Ο Πατέρας μου ανησυχούσε και μου έλεγε ότι δεν θα μπορέσει να κοιμηθεί όλη νύχτα μέχρι να γυρίσω.
Του έλεγα ότι αν σε δύο ώρες δεν ακούσει το πολυβόλο να ρίχνει πάει να πει ότι δεν συναντήσαμε κανένα πρόβλημα και να πέσει να κοιμηθεί.
Λυπάμαι που δεν κατάφερα να τον δω πριν πεθάνει και να του ζητήσω συγνώμη που περίμενε τις νύχτες ξάγρυπνος στο παράθυρο του σπιτιού".

Καταλαβαίνετε...υπάρχουν σοβαροί λόγοι που είμαι αντιφασίστας.

Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Η Γέφυρα των Γιατρών

Γράφω σήμερα λίγα λόγια  για την Γέφυρα των Γιατρών.

Θα μου πείτε «τέτοιες ώρες τέτοια λόγια?» . 

Ναι! Γιατί όχι?

Λίγα χιλιόμετρα, λοιπόν, βόρεια της Κέρκυρας βρίσκεται η Γέφυρα των Γιατρών .

Αν κοιτάξει κανείς ανατολικά θα διακρίνει ανάμεσα στα κυπαρίσσια και την πυκνή βλάστηση την σκεπή ενός σπιτιού. Εκεί έμειναν το 1836 τρείς (η δύο) Γιατροί καρμπονάροι εξόριστοι.

Επρόκειτο για τους Tito Savelli και Affanasio Bassetti καθώς και ίσως έναν τρίτο άγνωστο.

Ήλθαν στην Κέρκυρα μετά την αποτυχημένη εξέγερση της Modena το 1831.
Εγκαταστάθηκαν στην βίλα λίγα χρόνια αργότερα (1836).

Στην διάρκεια της παραμονής τους ανέλαβαν δωρεάν την φροντίδα ασθενών από τα γύρω χωριά.

Εν τω μεταξύ διαλύονται οι Καρμπονάροι και οι Γιατροί εντάσσονται στο καινούργιο επαναστατικό πατριωτικό κίνημα «Νεαρή Ιταλία» («Giovane Italia») του μέχρι τότε Καρμπονάρου Τζιουζέπε Ματσίνι.

Υπάρχουν δύο ενδεχόμενα για την τύχη των νεαρών επαναστατών γιατρών.

Σύμφωνα με το πρώτο οι δύο γνωστοί περνάνε στην Καλάβρια όπου προδίδονται συλλαμβάνονται και εκτελούνται.

Σύμφωνα με το δεύτερο ενδεχόμενο , οι δύο γνωστοί αυτοκτονούν στην βίλα και τους βρίσκουν κρεμασμένους από την κόρδα της οροφής ενώ ο τρίτος φεύγει για να επιστρέψει στον αγώνα .
Τον συλλαμβάνουν σε μια καλύβα στα έλη έξω από την Ραβέννα και τον εκτελούν.

Έκτοτε ο θρύλος λέει ότι το σπίτι όπου έμεναν οι γιατροί είναι στοιχειωμένο. Μάλιστα για πολλά χρόνια αργότερα συμμορίες ληστών περίμεναν τις νύχτες τους χωριάτες που περνούσαν την γέφυρα με τα κάρα για να πουλήσουν τα προϊόντα τους στην πόλη ,ντύνονταν με άσπρα σεντόνια και έσερναν αλυσίδες , τρόμαζαν τους χωριάτες οι οποίοι εγκατέλειπαν τρομαγμένοι τα φορτωμένα ζώα η τα κάρα.

Αν δείτε τα βράδια φώς στο σπίτι μην τρομάξετε. Προφανώς έχουν έρθει από την Αθήνα οι νέοι ιδιοκτήτες του σπιτιού για μερικές μέρες.

Αύριο ίσως θα γράψω λίγα λόγια για την καρμπονάρα (το φαγητό που πήρε το όνομα του από τους Καρμπονάρους) μαζί με μια αυθεντική συνταγή μαγειρικής.