Στην
πρώτη δημοτικού είχα ένα συμμαθητή που τον ελέγανε «Μπαντίδο».
Όλα
τα παιδιά πηγαίναμε στο σχολείο από τον δρόμο.
Ο
Μπαντίδος ερχόταν από τα κεραμίδια.
Ξύπναγε
το πρωί ανέβαινε από το παράθυρο στα κεραμίδια του σπιτιού του και από εκεί
πήδαγε από σκεπή σε σκεπή.
Αφού
τσάκιζε όσα από τα πολύτιμα κεραμίδια εκείνης της εποχής μπορούσε έφτανε στο
σχολείο.
Ο
θρύλος του χωριού έλεγε ότι ο Μπαντίδος είχε αλλάξει δυο τρείς φορές
επιδερμίδα.
Όλο
του το σώμα ήταν γεμάτο πληγές. Το δε κεφάλι του ήταν μονίμως δεμένο με ένα βρώμικο και ματωμένο
παλιόπανο.
Ο
Μπαντίδος έτρωγε ξύλο με η χωρίς λόγο ασταμάτητα.
Τονεδερνε
ο πατέρας του το πρωί , τονεδερνε η μάνα του , τονεδερνε ο θειός του, τονέδερνε
η γειτονιά, τονδέρνανε τα άλλα παιδιά . Πάνω από όλους τονέδερνε ο δάσκαλος.
Η ζωή
του Μπαντίδου ήταν ένας ατελείωτος ξυλοδαρμός.
Ήταν
μια εποχή τότε που οι πάντες δέρνανε
τους πάντες. Ο Πατέρας έδερνε την μάνα και τα παιδιά, ο δάσκαλος τους μαθητές,
ο μάστορας τον μαθητευόμενο, ο λοχαγός τον φαντάρο και ο αστυνόμος όποιον
έβρισκε μπροστά του.
Εγώ
ήμουν τυχερός. Οι δικοί μου δεν μου είχαν δώσει ποτέ ούτε ένα χαστούκι. Το ξύλο
, όμως , στην πρώτη δημοτικού δεν κατάφερα να το αποφύγω παρόλο που έκανα τα
πάντα για να περνάω απαρατήρητος μέσα στην κόλαση του μικρού μας και γραφικού
χωριού.
Μια
μέρα με ρώτησε ο δάσκαλος πόσο κάνουν δυό και δύο.
Κοίταξα
παράλυτος από τον φόβο το ταβάνι και
ξαφνικά είπα δείχνοντας ψηλά με το δάχτυλο :
«Κύριε…
κύριε ….μια μέλισσα!»
Η τάξη
έβαλε τα γέλια και ο δάσκαλος το πήρε σαν προσβολή.
Με
έδερνε ασταμάτητα για ώρα στα χέρια με ένα ξύλινο χάρακα μέχρι που μουδιάσανε
από τους πόνους.
Αποφάσισα
να καταστρέψω το σχολείο.
Πήγα
το βράδυ , μάζεψα πέτρες και βάλθηκα να σπάω τα μικρά τζάμια από τις τζαμαρίες
του σχολείου.
Στην
αρχή ήταν εύκολο. Κάθε πέτρα και ένα τζάμι.
Όσο
όμως λιγοστεύανε τα τζαμάκια τόσο
δυσκόλευανε τα πράματα.
Μου
εμείνανε μερικά που δεν κατάφερα να σπάω. Δεν μπορούσα να ησυχάσω όλη νύχτα.
Από
τότε άρχισε να με απασχολούν η θεωρία των πιθανοτήτων , οι τυχαίες μεταβλητές ,
οι συναρτήσεις κατατομής και οι
μαθηματικές αφαιρέσεις των μη ντετερμινιστικών συμβάντων.
Ξανάφαγα
άγριο ξύλο στην Δευτέρα . Είχα πεί στην Μαίρη «σαγαπώ».
Εκείνη
θεώρησε απαραίτητο να το πει στον δάσκαλο.
Μέδερνε
ασταμάτητα μέχρι που κόντευα να λιποθυμήσω.
Ο
Μπαντίδος, εν τω μεταξύ, δεν είχε
τέτοιες ανησυχίες. Τόχε πάρει απόφαση ότι το βασικό χαρακτηριστικό του κόσμου
ήταν αυτός ο αέναος ξυλοδαρμός όλων εναντίον όλων.
Η
ελάχιστη παραμονή του στο σπίτι του και
η έξοδος του από αυτό μπορούσε να συγκριθεί με την πολιορκία και την έξοδο του
Μεσολογγίου.
Τις
ελάχιστες ώρες της ηρεμίας και της ανάπαυσης του σταύρωνε καρλάκους.
Έπιανε
βατραχάκια από το ποτάμι , έφτιαχνε μικρούς σταυρούς και τα κάρφωνε ζωντανά με
μικρά καρφάκια που είχε κλέψει από τον τσαγκάρη.
Στη Δευτέρα δημοτικού ο Μπαντίδος δεν ήρθε. Η
οικογένεια του έφυγαν μετανάστες σε μια μεγάλη χώρα.
Έγινε
σημαντικός παράγοντας της κοινωνικής ζωής εκεί με μεγάλη αναγνώριση.
Ο Γιαννάκης ήταν ένας μαθητής-φάντασμα . Ουδείς
γνώριζε αν ήρθε σήμερα στο σχολειό.
Δεν
φώναζε , δεν έκλαιγε, δεν μιλούσε , δεν απασχολούσε ποτέ κανέναν.
Τελείωσε
το σχολείο και κανείς δεν το κατάλαβε.
Σε
ηλικία εικοσιοχτώ χρονών ξεκίνησε να κάνει οικογένεια.
Ο αρραβώνας
ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή.
Δεν
ήθελαν οι συμπεθέροι.
Ο Γιαννάκης
έδεσε ένα σχοινί κάτω από τη σκάλα και κρεμάστηκε.
Τονε
προλάβανε στο παραπέντε.
Έμεινε
σε κώμα για καιρό.
Όταν
σηκώθηκε είχανε φύγει τα σημάδια από το σχοινί αλλά είχανε μείνει τα άλλα, τα
εσωτερικά.
Παίρνει
ακόμα φάρμακα.
Τονε
συναντάω τα πρωινά κάτω από τα βόλτα στην Πολυχρονίου Κωνσταντά.
Λέμε
τα τυπικά.
«Τι
κάνει ο έγγονας σου;»
Νοιώθω
ένοχος.
Τον
κοιτάω φευγαλέα.
«Καλά»
Βλέπω
στα μάτια του να αιμορραγούν τα μέσα τραύματα.
Η
Μαίρη πέθανε στα είκοσι δύο από υπερβολική χρήση ναρκωτικών και την κήδεψαν σε άσπρο
φέρετρο στον λόφο του Αγίου Γεωργίου
στον Νέο Κόσμο.
Δεν
πήγα στην κηδεία αλλά στενοχωρέθηκα πολύ.
Ο
Μπαντίδος γύρισε στο χωριά σε ηλικία εξηντατριών χρόνων για «διακοπές» .
Τονέβλεπα
από τον μπότζο τα μεσημέρια να γυρνάει στον έρημο δρόμο του χωριού και να
κοιτάζει ψηλά τα κεραμίδια.
Τον
συνάντησα έξω από το καφενείο.
Όλα
τα τραύματα του είχαν επουλωθεί πλήρως.
Χαιρετηθήκαμε.
«Δεν
άλλαξες καθόλου»
«Καλά
κρατιέσαι»
«Να
χαίρεσαι τα παιδιά και τα εγγόνια σου»
«Το
χωριό δεν έχασε την γραφικότητα του»
και
τα σχετικά που λέγονται σε τέτοιες περιστάσεις αμηχανίας.
Τον κοίταζα
στα μάτια.
Δεν
έβλεπα τίποτα.
Κρύβει
επιμελώς τα μέσα τραύματα.
Εκτός,
ίσως , όταν αλλάζει ο καιρός και γυρνάει όστρια.
3 σχόλια:
Καλημέρα.
!!!!!!!!!!!!!!
Χαιρετώ
ο Μπαντίδος είναι ένα κτήνος.
Άκου να καρφώνει τους βάτραχους ζωντανούς !
Taliban
Δημοσίευση σχολίου