Υπάρχει ένα ασυνήθιστο έθιμο στο χωριό μου.
Κάθε χρόνο , κατά την διάρκεια των γιορτών η χορωδία λέει τα κάλαντα έξω από κάθε σπίτι όπως παντού.
Αργά τη νύχτα όμως , μετά το πέρας της μουσικής καντάδας στους
ζωντανούς, πηγαίνουν και λένε τα κάλαντα
και στους πεθαμένους.
Αν πάς να πεις τα κάλαντα στο Πρώτο νεκροταφείο Αθηνών
μάλλον δεν θα έχει καμιά σημασία για κανέναν.
Σε ένα μικρό χωριό όμως τα πράματα αλλάζουν .
Εδώ είναι
θαμμένοι οι άνθρωποι του κάθε ενός, οι
φίλοι του, η ιστορία του.
Η πίεση εδώ είναι τεράστια.
Έτσι , λοιπόν , το Κόρο μας και φέτος, ανηφόρισε προς το
μικρό νεκροταφείο.
Εκεί μέσα στα σκοτάδια και το κρύο παρατάχθηκαν σοβαροί οι
χορωδοί και ο μαέστρος έβγαλε τελετουργικά από την τσέπη του το «διαπασών» για
να δώσει τόνο.
Αριστερά οι πριμο-σεκόντοι και δεξιά οι βαρυτονό-μπασοι.
Ο Μαέστρος δίνει το νεύμα να ξεκινήσουν τα χιλιοειπωμένα
κάλαντα αλλά αμέσως με μια νευρική κίνηση διακόπτει τους χορωδούς.
Ένας είχε γυρισμένη την πλάτη προς τον μαέστρο.
«Ρε Μήτσο!...από δώ!...που κοιτάς κατά κει!»
«Εμένα Αλέκο μου η μάνα μου είναι θαμμένη κατά κει. Δεν
μπορώ να τσι τραγουδήσω με γυρισμένο το μπλάτη!»
«..Και τι θέλεις να κάνουμε τώρα; …Να τραγουδάει ο καθένας
κατά τον τάφο τσι μάνας του;»
Σε οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση της χορωδία μπορούσε να
συγχωρηθεί κάποιο αμάρτημα. Ένα φάλτσο. Κάποιο απειροελάχιστο μουσικό ολίσθημα.
Εδώ όχι.
Εδώ ακούνε οι παλιοί. Οι άνθρωποι που έγραψαν την ιστορία
της χορωδίας.
Οι Μύθοι του χωριού.
Εδώ δίνανε εξετάσεις όλοι.
Η Μάνα μου τραγούδαγε από όταν γεννήθηκε.
Έτσι συμβαίνει εδώ και αιώνες στο χωριό. Οι πάντες
τραγουδάνε. Τόσο που αν πεις ότι είσαι επαγγελματίας τραγουδιστής θα σε
κοιτάξουν καλά καλά.
«Τι παναπεί επαγγελματίας τραγουδιστής;»
«Σε πλερώνουνε για να τραγουδάς;»
« Και γιατί δε τραγουδάνε μοναχοί τους;»
Αναπάντητα ερωτήματα.
Η Μάνα μου λοιπόν τραγούδαγε όταν έπλενε. Όταν μαγείρευε .
Όταν περπατούσε. Στις εκδρομές . Στα κομμωτήρια. Στο λεωφορείο. Παντού.
Μια φορά την άκουσα νύχτα να τραγουδάει και στην
κρεβατοκάμαρα.
«Σταμάτα ρε μάνα να κοιμηθούμε καμία φορά!»
Στην Αθήνα της άρεσε σε μερικά τραγούδια ο Ζαμπέτας. Λίγο
και ο Κηλαηδόνης . Από τους παλιούς της άρεσε ο Ατίκ, ο Πολυμέρης και γενικά η
κανταδόροι της Αθήνας.
Οι Ρεμπέτες και ο Καζατζίδης την αφήνανε αδιάφορη.
Άλλος κόσμος.
Περισσότερο όμως της αρέσανε τα δικά μας.
Θυμάμαι μια φορά όταν ήμουνα μικρός στην κουζίνα έπλενε τα
πιάτα και τραγούδαγε το «Πέτα σκέψη».
Επρόκειτο για μια τρισάθλια μεταγλώττιση του “Va Pensiero” από το “Nabucco” του “Verdi”.
Το τραγούδαγε η χορωδία για ευκολία.
Δίπλα ο πατέρας μου καθάριζε λάχανα.
«Πιάστο από πιο χαμηλά Μαρία μου!... δε θα βγει η φωνή σου
εκεί πάνω…. δεν είσαι και δεκαοχτώ χρονώ κοπέλα!»
Τονε κοίταξε άγρια στο κούτελο. Για κάποιο λόγο που δεν γνωρίζω όταν ήταν
νευριασμένη δεν τον κοίταζε στα μάτια αλλά λίγο παραπάνω.
«Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου…. που όλα τα ξέρεις!»
Συνέχισε το τραγούδι από κει που το πιάσε αλλά όταν έφτασε
στο « Χρυσή άρπα των προφητών» (arpa d’ or dei fatitici vati) και η φωνή της έπρεπε να φτάκει στον ουρανό,
δεν τα κατάφερε.
Ο Πατέρας μου συνέχισε σοβαρός , δήθεν αδιάφορα, να καθαρίζει τα λάχανα αλλά κάποια στιγμή του
έφυγε ένα αδιόρατο μειδίαμα.
Αυτό ήταν.
Άνοιξε την κατάψυξη, άρπαξε ένα κατεψυγμένο
κοτόπουλο και του το πέταξε.
Ευτυχώς έσκυψε και το κοτόπουλο έκανε ένα βαθούλωμα στον
τοίχο που έμεινε για χρόνια να μου θυμίζει το αμάρτημα της μητρός μου.
Οι Γειτόνοι απορούσαν. Πίστευαν ότι οι καυγάδες των
τρελοκερκυραίων γινόταν για «δευτερεύοντα» ζητήματα.
Άσε που δεν καταλαβαίνανε και τις δικές μας παραδόσεις.
Το κατάλαβα πολύ αργότερα στην Κέρκυρα. Η σχέση του κόσμου
με την όπερα και τα δικά μας χωριάτικα τραγούδια δεν έκρυβε καμία υπεροψία
έναντι των μπουζουκιών η των κλαρίνων παρόλο που σε μερικές περιπτώσεις τα
περιγελάμε.
Πρόκειται για την ίδια αίσθηση που προκαλεί σε κάθε λαό η
παραδοσιακή του μουσική.
Όταν έχει κάποια συναυλία με κομμάτια όπερας βλέπεις
ανθρώπους ηλικιωμένους να δακρύζουν και να σιγοτραγουδούν η παιδιά με τα
καθημερινά τους ρούχα να παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή.
Καμιά σχέση με τα «Μέγαρα» των Αθηνών, με τις γούνες και τους δήθεν «μουσικόφιλους»
της υψηλής κοινωνίας.
Εδώ η όπερα συνδέεται αμέσως με την εποχή του τέλους της αριστοκρατίας
και τις μεγάλες κοινωνικές επαναστάσεις.
Η πρώτη ομιλία των ανθρώπων ήταν τραγουδιστή.
Αργότερα γίναμε πολιτισμένοι και για να τραγουδήσουμε
θέλουμε ένα μποτιλιόνι κρασί.
*Στις 27 του Γενάρη στα 1901 στην Κέρκυρα κηρύχτηκε
τριήμερο πένθος. Τα εργοστάσια σταμάτησαν , τα μαγαζιά έκλεισαν, οι σημαίες
μεσίστιες και οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα.
Είχε πεθάνει ο μεγάλος . Ο Τζουζέπε Βέρντι.
2 σχόλια:
Όμορφο!...πολύ όμορφο!Δεν έχει άδικο ,ξέρεις ,ο κυρ-Νίκος ο Δήμου ,όταν ισχυρίζεται ο,τι "μπροστά στους επτανήσιους είμαστε όλοι αρκούδες".
Ξέρεις ,δεν θα συγχωρούσα στον εαυτό μου να μην γνώριζα από κοντά έναν από τους καλύτερους χρονικογράφους του νησιού μας.
Ευχαριστώ
Δημοσίευση σχολίου